Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 15


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Και ευθυς το πρωι συνεβουλευθησαν οι αρχιερεις μετα των πρεσβυτερων και γραμματεων και ολον το συνεδριον, και δεσαντες τον Ιησουν εφεραν και παρεδωκαν εις τον Πιλατον.1 - Di buon'ora, senza ritardo alcuno, i principi dei Sacerdoti con i seniori, gli Scribi e tutto il Sinedrio, fecero consiglio, e Gesù, legato e condotto via, fu consegnato a Pilato.
2 Και ηρωτησεν αυτον ο Πιλατος? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτον? Συ λεγεις.2 Pilato lo interrogò: «Sei tu il re dei Giudei?». Gesù rispose: «Tu lo dici».
3 Και κατηγορουν αυτον οι αρχιερεις πολλα.3 I principi dei Sacerdoti intanto lo accusavano di molte cose.
4 Ο δε Πιλατος παλιν ηρωτησεν αυτον, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; ιδε ποσα σου καταμαρτυρουσιν.4 Pilato allora gli domandò di nuovo: «Non rispondi nulla? Guarda di quante cose ti accusano».
5 Ο δε Ιησους ετι δεν απεκριθη ουδεν, ωστε ο Πιλατος εθαυμαζε.5 Ma Gesù non rispose più nulla, tanto che Pilato se ne meravigliava.
6 Κατα δε την εορτην απελυεν εις αυτους ενα δεσμιον, οντινα εζητουν?6 Ora per la festa di Pasqua egli liberava a loro un carcerato, qualunque chiedessero.
7 ητο δε ο λεγομενος Βαραββας δεδεμενος μετα των συνωμοτων, οιτινες εν τη στασει επραξαν φονον.7 C'era allora in prigione uno, chiamato Barabba, legato insieme a dei sediziosi, per aver in una sommossa commesso un omicidio.
8 Και αναβοησας ο οχλος, ηρχισε να ζητη να καμη καθως παντοτε εκαμνεν εις αυτους.8 Il popolo, adunatosi, cominciò a domandare che egli facesse come sempre aveva lor fatto.
9 Ο δε Πιλατος απεκριθη προς αυτους, λεγων? Θελετε να σας απολυσω τον βασιλεα των Ιουδαιων;9 E Pilato chiese loro: «Volete che vi dia libero il re dei Giudei?».
10 Επειδη ηξευρεν οτι δια φθονον παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις.10 Poichè sapeva bene che i principi dei Sacerdoti glielo avevano consegnato per invidia.
11 Οι αρχιερεις ομως διηγειραν τον οχλον να ζητησωσι να απολυση εις αυτους μαλλον τον Βαραββαν.11 I principi dei Sacerdoti però istigarono il popolo a chiedere piuttosto la liberazione di Barabba.
12 Και ο Πιλατος αποκριθεις παλιν, ειπε προς αυτους? Τι λοιπον θελετε να καμω τουτον, τον οποιον λεγετε βασιλεα των Ιουδαιων;12 E Pilato di nuovo domandò: «Che volete dunque ch'io faccia del re dei Giudei?».
13 Οι δε παλιν εκραξαν? Σταυρωσον αυτον.13 Essi di nuovo gridarono: «Crocifiggilo».
14 Ο δε Πιλατος ελεγε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν; οι δε περισσοτερον εκραξαν? Σταυρωσον αυτον.14 E Pilato diceva loro: «Ma che male ha fatto?». E quelli gridavano più forte: «Crocifiggilo».
15 Ο Πιλατος λοιπον, θελων να καμη εις τον οχλον το αρεστον, απελυσεν εις αυτους τον Βαραββαν και παρεδωκε τον Ιησουν, αφου εμαστιγωσεν αυτον, δια να σταυρωθη.15 Pilato, volendo soddisfare la moltitudine, liberò loro Barabba, e consegnò Gesù, dopo d'averlo fatto flagellare, per essere crocifisso.
16 Οι δε στρατιωται εφεραν αυτον ενδον της αυλης, το οποιον ειναι το πραιτωριον, και συγκαλουσιν ολον το ταγμα των στρατιωτων?16 I soldati poi lo condussero nell'atrio del Pretorio, e vi convocarono tutta la coorte.
17 και ενδυουσιν αυτον πορφυραν και πλεξαντες ακανθινον στεφανον, βαλλουσι περι την κεφαλην αυτου,17 Lo vestirono di porpora e, intrecciata una corona di spine, gliela misero in capo,
18 και ηρχισαν να χαιρετωσιν αυτον, λεγοντες? Χαιρε, βασιλευ των Ιουδαιων?18 e cominciarono a salutarlo: «Salve, o re dei Giudei».
19 και ετυπτον την κεφαλην αυτου με καλαμον και ενεπτυον εις αυτον, και γονυπετουντες προσεκυνουν αυτον.19 E gli picchiavano la testa con una canna, gli sputavano addosso, e piegando il ginocchio, gli si prostravan davanti.
20 Και αφου ενεπαιξαν αυτον, εξεδυσαν αυτον την πορφυραν και ενεδυσαν αυτον τα ιματια αυτου και εφεραν αυτον εξω, δια να σταυρωσωσιν αυτον.20 Dopo averlo schernito, lo spogliarono della porpora, e gli rimisero le sue vesti. Condottolo fuori per crocifiggerlo,
21 Και αγγαρευουσι τινα Σιμωνα Κυρηναιον διαβαινοντα, ενω ηρχετο απο του αγρου, τον πατερα του Αλεξανδρου και Ρουφου, δια να σηκωση τον σταυρον αυτου.21 costrinsero un certo Simone di Cirene, padre di Alessandro e di Rufo, che ritornava dalla campagna, a portare la croce di lui.
22 Και φερουσιν αυτον εις τον τοπον Γολγοθα, το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κρανιου τοπος.22 Lo condussero a un luogo, detto Golgota, che tradotto significa luogo del teschio.
23 Και εδιδον εις αυτον να πιη οινον μεμιγμενον με σμυρναν? αλλ' εκεινος δεν ελαβε.23 E gli offersero da bere vino mirrato; ma egli non ne bevve.
24 Και αφου εσταυρωσαν αυτον, διεμεριζοντο τα ιματια αυτου, βαλλοντες κληρον επ' αυτα τι εκαστος να λαβη.24 Poi lo crocifissero e si divisero le sue vesti, tirandole a sorte per sapere quel che ne toccherebbe a ciascuno.
25 Ητο δε ωρα τριτη και εσταυρωσαν αυτον.25 Era l'ora terza, quando lo crocifissero.
26 Και η επιγραφη της κατηγοριας αυτου ητο επιγεγραμμενη, Ο βασιλευς των Ιουδαιων.26 E l'iscrizione che indicava il titolo della condanna, diceva: «IL RE DEI GIUDEI».
27 Και μετ' αυτου σταυρονουσι δυο ληστας, ενα εκ δεξιων και ενα εξ αριστερων αυτου.27 Con lui crocifissero due ladroni; uno alla sua destra e l'altro alla sinistra.
28 Και επληρωθη η γραφη η λεγουσα? Και μετα ανομων ελογισθη.28 Così si adempì quella profezia: «È stato annoverato tra i malfattori».
29 Και οι διαβαινοντες εβλασφημουν αυτον, κινουντες τας κεφαλας αυτων και λεγοντες? Ουα, ο χαλων τον ναον και δια τριων ημερων οικοδομων,29 Quanti passavano lo bestemmiavano scrollando il capo e dicendo: «Eh, tu che distruggi il tempio di Dio e in tre giorni lo riedifichi,
30 σωσον σεαυτον και καταβα απο του σταυρου.30 salva te stesso, scendi dalla croce!».
31 Ομοιως δε και οι αρχιερεις, εμπαιζοντες προς αλληλους μετα των γραμματεων, ελεγον? Αλλους εσωσεν, εαυτον δεν δυναται να σωση.31 Nello stesso modo anche i principi dei Sacerdoti e gli Scribi, facendosi beffe di lui dicevano: «Ha salvato gli altri e non può salvare se stesso.
32 Ο Χριστος ο βασιλευς του Ισραηλ ας καταβη τωρα απο του σταυρου, δια να ιδωμεν και πιστευσωμεν. Και οι συνεσταυρωμενοι μετ' αυτου ωνειδιζον αυτον.32 Il Cristo, re d'Israele, scenda adesso dalla croce, affinchè vediamo e crediamo!». Anche i crocifissi con lui lo svillaneggiavano.
33 Οτε δε ηλθεν η εκτη ωρα, σκοτος εγεινεν εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης?33 All'ora sesta si fece buio su tutta la terra fino all'ora nona.
34 και την ωραν την εννατην εβοησεν ο Ιησους μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Ελωι, Ελωι, λαμα σαβαχθανι; το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες;34 E all'ora nona, Gesù con gran voce esclamò: «Eloi, Eloi, lamma sabactani?», che tradotto significa: «Dio mio, Dio mio, perchè mi hai abbandonato?».
35 Και τινες των παρεστωτων ακουσαντες, ελεγον? Ιδου, τον Ηλιαν φωναζει.35 Alcuni degli astanti udito ciò, dissero: «Ecco, chiama Elia».
36 Δραμων δε εις και γεμισας σπογγον απο οξους και περιθεσας αυτον εις καλαμον, εποτιζεν αυτον, λεγων? Αφησατε, ας ιδωμεν αν ερχηται ο Ηλιας να καταβιβαση αυτον.36 E uno corse ad inzuppare una spugna nell'aceto e, postala in cima a una canna, gli dava da bere, dicendo: «Lasciate che vediamo se Elia viene a tirarlo giù».
37 Ο δε Ιησους, εκβαλων φωνην μεγαλην, εξεπνευσε.37 Ma Gesù, mandando un gran grido, spirò.
38 Και το καταπετασμα του ναου εσχισθη εις δυο απο ανωθεν εως κατω.38 Il velo del tempio si squarciò in due parti, da capo a fondo.
39 Ιδων δε ο εκατονταρχος ο παρισταμενος απεναντι αυτου οτι ουτω κραξας εξεπνευσεν, ειπεν? Αληθως ο ανθρωπος ουτος ητο Υιος Θεου.39 E il centurione che gli stava dirimpetto, vistolo spirare in quel modo, disse: «Quest'uomo era davvero Figlio di Dio».
40 Ησαν δε και γυναικες απο μακροθεν θεωρουσαι, μεταξυ των οποιων ητο και Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου του μικρου και του Ιωση, και η Σαλωμη,40 C'eran pure alcune donne che osservavan da lontano: tra esse vi era Maria Maddalena, Maria, madre di Giacomo il minore e di Giuseppe, e Salome;
41 αιτινες και οτε ητο εν τη Γαλιλαια ηκολουθουν αυτον και υπηρετουν αυτον, και αλλαι πολλαι, αιτινες συνανεβησαν μετ' αυτου εις Ιεροσολυμα.41 le quali, fin da quando era in Galilea, lo seguivano e gli prestavan servigi; e molte altre che eran venute a Gerusalemme insieme con lui.
42 Και οτε εγεινεν ηδη εσπερα, διοτι ητο παρασκευη, τουτεστι προσαββατον,42 Venuta la sera, siccome era la Parasceve, cioè la vigilia del sabato,
43 ηλθεν Ιωσηφ ο απο Αριμαθαιας, εντιμος βουλευτης, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου, και τολμησας εισηλθε προς τον Πιλατον και εζητησε το σωμα του Ιησου.43 venne Giuseppe d'Arimatea, nobile decurione, il quale pure aspettava il regno di Dio; coraggiosamente si presentò a Pilato a chiedere il corpo di Gesù.
44 Ο δε Πιλατος εθαυμασεν αν ηδη απεθανε? και προσκαλεσας τον εκατονταρχον, ηρωτησεν αυτον αν προ πολλου απεθανε?44 Pilato si meravigliò che fosse già spirato, e chiamato il centurione gli domandò se fosse già morto.
45 και μαθων παρα του εκατονταρχου, εχαρισε το σωμα εις τον Ιωσηφ.45 Conosciuta dal centurione la verità donò il corpo a Giuseppe.
46 Και ουτος, αγορασας σινδονα και καταβιβασας αυτον, ετυλιξε με την σινδονα και εθεσεν αυτον εν μνημειω, το οποιον ητο λελατομημενον εκ πετρας, και προσεκυλισε λιθον επι την θυραν του μνημειου.46 Questi comprato un lenzuolo e deposto Gesù dalla croce, lo involse nel lenzuolo e lo mise in un sepolcro scavato nella roccia e rotolò una pietra all'ingresso del sepolcro.
47 Η δε Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιωση εβλεπον που τιθεται.47 E Maria Maddalena e Maria, madre di Giuseppe stavano a guardare, dove lo collocavano.