ΑΜΒΑΚΟΥΜ - Abacuc - Habakkuk 3
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | VULGATA |
---|---|
1 Προσευχη Αββακουμ του προφητου επι Σιγιωνωθ. | 1 Oratio Habacuc prophetæ, pro ignorantiis. |
2 Κυριε, ηκουσα την ακοην σου και εφοβηθην? Κυριε, ζωοποιει το εργον σου εν μεσω των ετων? Εν μεσω των ετων γνωστοποιει, αυτο? εν τη οργη σου μνησθητι ελεους. | 2 Domine, audivi auditionem tuam, et timui. Domine, opus tuum, in medio annorum vivifica illud ; in medio annorum notum facies : cum iratus fueris, misericordiæ recordaberis. |
3 Ο Θεος ηλθεν απο Θαιμαν και ο Αγιος απο του ορους Φαραν? Διαψαλμα. εκαλυψεν ουρανους η δοξα αυτου, και της αινεσεως αυτου ητο πληρης η γη? | 3 Deus ab austro veniet, et Sanctus de monte Pharan : operuit cælos gloria ejus, et laudis ejus plena est terra. |
4 Και η λαμψις αυτου ητο ως το φως? ακτινες εξηρχοντο εκ της χειρος αυτου, και εκει ητο ο κρυψων της ισχυος αυτου. | 4 Splendor ejus ut lux erit, cornua in manibus ejus : ibi abscondita est fortitudo ejus. |
5 Εμπροσθεν αυτου προεπορευετο ο θανατος, και αστραπαι εξηρχοντο υπο τους ποδας αυτου. | 5 Ante faciem ejus ibit mors, et egredietur diabolus ante pedes ejus. |
6 Εσταθη και διεμετρησε την γην? επεβλεψε και διελυσε τα εθνη? και τα ορη τα αιωνια συνετριβησαν, οι αιωνιοι βουνοι εταπεινωθησαν? αι οδοι αυτου ειναι αιωνιοι. | 6 Stetit, et mensus est terram ; aspexit, et dissolvit gentes, et contriti sunt montes sæculi : incurvati sunt colles mundi ab itineribus æternitatis ejus. |
7 Ειδον τας σκηνας της Αιθιοπιας εν θλιψει? ετρομαξαν τα παραπετασματα της γης Μαδιαμ. | 7 Pro iniquitate vidi tentoria Æthiopiæ ; turbabuntur pelles terræ Madian. |
8 Μηπως ωργισθη ο Κυριος κατα των ποταμων; μηπως ητο ο θυμος σου κατα των ποταμων; η η οργη σου κατα της θαλασσης, ωστε επεβης επι τους ιππους σου και επι τας αμαξας σου προς σωτηριαν; | 8 Numquid in fluminibus iratus es, Domine ? aut in fluminibus furor tuus ? vel in mari indignatio tua ? Qui ascendes super equos tuos, et quadrigæ tuæ salvatio. |
9 Εσυρθη εξω το τοξον σου, καθως μεθ' ορκου ανηγγειλας εις τας φυλας. Διαψαλμα. Συ διεσχισας την γην εις ποταμους. | 9 Suscitans suscitabis arcum tuum, juramenta tribubus quæ locutus es ; fluvios scindes terræ. |
10 Σε ειδον τα ορη και ετρομαξαν. Κατακλυσμος υδατων επηλθεν? η αβυσσος ανεπεμψε την φωνην αυτης, ανυψωσε τας χειρας αυτης. | 10 Viderunt te, et doluerunt montes ; gurges aquarum transiit : dedit abyssus vocem suam ; altitudo manus suas levavit. |
11 Ο ηλιος και η σεληνη εσταθησαν εν τω κατοικητηριω αυτων? εν τω φωτι των βελων σου περιεπατουν, εν τη λαμψει της αστραπτουσης λογχης σου. | 11 Sol et luna steterunt in habitaculo suo : in luce sagittarum tuarum ibunt, in splendore fulgurantis hastæ tuæ. |
12 Εν αγανακτησει διηλθες την γην, εν θυμω κατεπατησας τα εθνη. | 12 In fremitu conculcabis terram ; in furore obstupefacies gentes. |
13 Εξηλθες εις σωτηριαν του λαου σου, εις σωτηριαν του χριστου σου? επαταξας τον αρχηγον του οικου των ασεβων, απεκαλυψας τα θεμελια εως βαθους. Διαψαλμα. | 13 Egressus es in salutem populi tui, in salutem cum christo tuo : percussisti caput de domo impii, denudasti fundamentum ejus usque ad collum. |
14 Διεπερασας με τας λογχας αυτου την κεφαλην των στραταρχων αυτου? εφωρμησαν ως ανεμοστροβιλος δια να μη διασκορπισωσιν? η αγαλλιασις αυτων ητο ως εαν εμελλον κρυφιως να καταφαγωσι τον πτωχον. | 14 Maledixisti sceptris ejus, capiti bellatorum ejus, venientibus ut turbo ad dispergendum me : exsultatio eorum, sicut ejus qui devorat pauperem in abscondito. |
15 Διεβης δια της θαλασσης μετα των ιππων σου, δια σωρων υδατων πολλων. | 15 Viam fecisti in mari equis tuis, in luto aquarum multarum. |
16 Ηκουσα, και τα εντοσθια μου συνεταραχθησαν? τα χειλη μου ετρεμον εις την φωνην? η σαθροτης εισηλθεν εις τα οστα μου, και υποκατω μου ελαβον τρομον? πλην εν τη ημερα της θλιψεως θελω αναπαυθη, οταν αναβη κατα του λαου ο μελλων να εκπορθηση αυτον. | 16 Audivi, et conturbatus est venter meus ; a voce contremuerunt labia mea. Ingrediatur putredo in ossibus meis, et subter me scateat : ut requiescam in die tribulationis, ut ascendam ad populum accinctum nostrum. |
17 Αν και η συκη δεν θελει βλαστησει, μηδε θελει εισθαι καρπος εν ταις αμπελοις? ο κοπος της ελαιας θελει ματαιωθη, και οι αγροι δεν θελουσι δωσει τροφην? το ποιμνιον θελει εξολοθρευθη απο της μανδρας, και δεν θελουσιν εισθαι βοες εν τοις σταυλοις? | 17 Ficus enim non florebit, et non erit germen in vineis ; mentietur opus olivæ, et arva non afferent cibum : abscindetur de ovili pecus, et non erit armentum in præsepibus. |
18 Εγω ομως θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον, θελω χαιρει εις τον Θεον της σωτηριας μου. | 18 Ego autem in Domino gaudebo ; et exsultabo in Deo Jesu meo. |
19 Κυριος ο Θεος ειναι η δυναμις μου, και θελει καμει τους ποδας μου ως των ελαφων? και θελει με καμει να περιπατω επι τους υψηλους τοπους μου. Εις τον πρωτον μουσικον επι Νεγινωθ. | 19 Deus Dominus fortitudo mea, et ponet pedes meos quasi cervorum : et super excelsa mea deducet me victor in psalmis canentem. |