Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 8


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και εν τω εκτω ετει, τω εκτω μηνι, τη πεμπτη του μηνος, ενω εγω εκαθημην εν τω οικω μου και οι πρεσβυτεροι του Ιουδα εκαθηντο εμπροσθεν μου, χειρ Κυριου του Θεου επεσεν εκει επ' εμε.1 Történt pedig a hatodik esztendőben, a hatodik hónapban, a hó ötödik napján, hogy amikor én a házamban ültem, Júda vénei pedig előttem ültek, az Úr Isten rám bocsátotta ott a kezét.
2 Και ειδον και ιδου, ομοιωμα ως θεα πυρος? απο της θεας της οσφυος αυτου και κατω πυρ, και απο της οσφυος αυτου και επανω ως θεα λαμψεως, ως οψις ηλεκτρου.2 És íme, egy emberhez hasonló alakot láttam. Attól, ami derekának látszott, lefelé tűz volt, és a derekától fölfelé olyan volt, mint a fény; olyannak látszott, mint a fénylő érc.
3 Και εξηπλωσεν ομοιωμα χειρος, και με επιασεν απο της κομης της κεφαλης μου και με υψωσε το πνευμα μεταξυ της γης και του ουρανου και με εφερε δι' οραματων Θεου εις Ιερουσαλημ, εις την θυραν της εσωτερας πυλης της βλεπουσης προς βορραν, οπου ιστατο το ειδωλον της ζηλοτυπιας, το παροξυνον εις ζηλοτυπιαν.3 Ő kinyújtotta azt, ami kéznek látszott, és megragadott engem fejem egyik hajfürtjénél fogva. A lélek felemelt engem a föld és az ég közé, és isteni látomásban elvitt Jeruzsálembe az észak felé néző belső kapu mellé, ahol a féltékenység bálványa állt, hogy féltékenységre ingereljen.
4 Και ιδου, η δοξα του Θεου του Ισραηλ ητο εκει, κατα το οραμα το οποιον ειδον εν τη πεδιαδι.4 És íme, ott volt Izrael Istenének dicsősége, úgy, ahogy akkor láttam, amikor a mezőn szemléltem.
5 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου προς την οδον την προς βορραν. Και υψωσα τους οφθαλμους μου προς την οδον την προς βορραν και ιδου, κατα το βορειον μερος εν τη πυλη του θυσιαστηριου το ειδωλον τουτο της ζηλοτυπιας κατα την εισοδον.5 Azt mondta nekem: »Emberfia, emeld fel szemedet az északi út felé.« Felemeltem szememet az északi út felé; és íme, az oltár kapujától északra a féltékenység bálványa állt, magánál a bejáratnál.
6 Τοτε ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, βλεπεις συ τι καμνουσιν ουτοι; τα μεγαλα βδελυγματα, τα οποια ο οικος Ισραηλ καμνει εδω, δια να απομακρυνθω απο των αγιων μου; πλην στρεψον ετι, θελεις ιδει μεγαλητερα βδελυγματα.6 Majd azt mondta nekem: »Emberfia, ugye látod, mit művelnek ezek? Nagy utálatosságokat művel itt Izrael háza, hogy messzire eltávozzam szentélyemtől! De látsz majd még nagyobb utálatosságokat is!«
7 Και με εφερεν εις την πυλην της αυλης? και ειδον και ιδου, μια οπη εν τω τοιχω.7 Aztán elvitt az udvar bejáratához, és íme, azt láttam, hogy lyuk van a falban.
8 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, σκαψον τωρα εν τω τοιχω? και εσκαψα εν τω τοιχω και ιδου, μια θυρα.8 Azt mondta nekem: »Emberfia, törd át a falat!« Amikor áttörtem a falat, egy ajtó tűnt elő.
9 Και ειπε προς εμε, Εισελθε και ιδε τα πονηρα βδελυγματα, τα οποια ουτοι καμνουσιν εδω.9 Erre azt mondta nekem: »Menj be, és lásd a gonosz utálatosságokat, amelyeket ők itt cselekszenek.«
10 Και εισηλθον και ειδον? και ιδου, παν ομοιωμα ερπετων και βδελυκτων ζωων και παντα τα ειδωλα του οικου Ισραηλ, εζωγραφημενα επι τον τοιχον κυκλω κυκλω.10 Bementem, és íme, mindenféle csúszómászó és egyéb állatok ábrázolását láttam; körös-körül az egész falon undokságok voltak lefestve, Izrael házának valamennyi bálványa.
11 Και ισταντο εμπροσθεν αυτων εβδομηκοντα ανδρες εκ των πρεσβυτερων του οικου Ισραηλ? εν μεσω δε αυτων ιστατο Ιααζανιας ο υιος του Σαφαν? και εκρατει εκαστος εν τη χειρι αυτου το θυμιατηριον αυτου? και ανεβαινε πυκνον νεφος θυμιαματος.11 És ott volt hetven férfi Izrael házának vénei közül; azok között, akik a képek előtt álltak, ott volt Jaazonja, Sáfán fia is. Mindegyikük kezében tömjénező volt, és füstfelhő szállt fel a tömjénből.
12 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, ειδες τι καμνουσιν εν τω σκοτει οι πρεσβυτεροι του οικου Ισραηλ, εκαστος εν τω κρυπτω οικηματι των εικονων αυτου; διοτι ειπον, Ο Κυριος δεν μας βλεπει? ο Κυριος εγκατελιπε την γην.12 Azt mondta nekem: »Ugye látod, emberfia, mit művelnek Izrael házának vénei a sötétben, mindegyik az ő szobájának rejtekében? Mert ezt mondják: ‘Nem lát minket az Úr!’ – ‘Az Úr elhagyta az országot!’«
13 Και ειπε προς εμε, Στρεψον ετι? θελεις ιδει μεγαλητερα βδελυγματα, τα οποια ουτοι καμνουσι.13 Aztán így szólt hozzám: »Látsz majd még nagyobb utálatosságokat is, amelyeket ők művelnek!«
14 Και με εφερεν εις τα προθυρα της πυλης του οικου του Κυριου της προς βορραν, και ιδου, εκει εκαθηντο γυναικες θρηνουσαι τον Θαμμουζ.14 Ezután bevitt engem az Úr háza észak felé néző kapujának bejáratán, és íme, asszonyok ültek ott, és Tammuzt siratták.
15 Και ειπε προς εμε, Ειδες, υιε ανθρωπου; Στρεψον ετι? θελεις ιδει μεγαλητερα βδελυγματα παρα ταυτα.15 Azt mondta nekem: »Ugye látod, emberfia? Látsz majd még ezeknél nagyobb utálatosságokat is!«
16 Και με εισηγαγεν εις την εσωτεραν αυλην του οικου του Κυριου? και ιδου, εν τη θυρα του ναου του Κυριου, μεταξυ της στοας και του θυσιαστηριου, περιπου εικοσιπεντε ανδρες με τα νωτα αυτων προς τον ναον του Κυριου και τα προσωπα αυτων προς ανατολας, και προσεκυνουν τον ηλιον κατα ανατολας.16 Azután elvitt engem az Úr házának belső udvarába; és íme, az Úr templomának bejáratában, az előcsarnok és az oltár között mintegy huszonöt ember állt, háttal az Úr temploma felé fordulva, arccal pedig keletnek, és imádták a felkelő napot.
17 Και ειπε προς εμε, ειδες, υιε ανθρωπου; Μικρον ειναι τουτο εις τον οικον Ιουδα, να καμνωσι τα βδελυγματα, τα οποια ουτοι καμνουσιν ενταυθα; ωστε εγεμισαν την γην απο καταδυναστειας και εξεκλιναν δια να με παροργισωσι? και ιδου, βαλλουσι τον κλαδον εις τους μυκτηρας αυτων.17 Erre azt mondta nekem: »Ugye látod, emberfia? Vajon csekélység-e Júda házának szemében, hogy olyan utálatosságokat művelnek, mint amilyeneket itt cselekszenek? Betöltik az országot istentelenséggel, és újra meg újra haragra ingerelnek engem! Íme, ágat tartanak az orrukhoz!
18 Και εγω λοιπον θελω φερθη μετ' οργης? ο οφθαλμος μου δεν θελει φεισθη ουδε θελω ελεησει? και οταν κραξωσιν εις τα ωτα μου μετα φωνης μεγαλης, δεν θελω εισακουσει αυτους.18 Én is cselekszem tehát haragomban; szemem nem irgalmaz, sem nem kegyelmezek; s amikor nagy hangon a fülembe kiáltanak majd, nem hallgatom meg őket!«