Scrutatio

Sabato, 8 giugno 2024 - San Medardo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 8


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Τοτε συνηθροισεν ο βασιλευς Σολομων προς εαυτον εν Ιερουσαλημ τους πρεσβυτερους του Ισραηλ και παντας τους αρχηγους των φυλων, τους οικογεναρχας των υιων Ισραηλ, δια να αναβιβασωσι την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εκ της πολεως Δαβιδ, ητις ειναι η Σιων.1 Damals versammelte Salomo die Ältesten Israels, alle Stammesführer und die Häupter der israelitischen Großfamilien bei sich in Jerusalem, um die Bundeslade des Herrn aus der Stadt Davids, das ist Zion, heraufzuholen.
2 Και συνηθροισθησαν παντες οι ανδρες Ισραηλ προς τον βασιλεα Σολομωντα εν τη εορτη κατα τον μηνα Εθανειμ, οστις ειναι ο εβδομος μην.2 Am Fest im Monat Etanim, das ist der siebte Monat, kamen alle Männer Israels bei König Salomo zusammen.
3 Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ και εσηκωσαν οι ιερεις την κιβωτον.3 In Gegenwart aller Ältesten Israels nahmen die Priester die Lade
4 Και ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου και την σκηνην του μαρτυριου και παντα τα σκευη τα αγια τα εν τη σκηνη? οι ιερεις και οι Λευιται ανεβιβασαν αυτα.4 und brachten sie zugleich mit dem Offenbarungszelt und den heiligen Geräten, die im Zelt waren, hinauf. Die Priester und die Leviten übernahmen den Trägerdienst.
5 Και ο βασιλευς Σολομων και πασα η συναγωγη του Ισραηλ, οι συναχθεντες προς αυτον, ησαν μετ' αυτου εμπροσθεν της κιβωτου, θυσιαζοντες προβατα και βοας, οσα δεν ητο δυνατον να λογαριασθωσι και να αριθμηθωσι δια το πληθος.5 König Salomo aber und die ganze Gemeinde Israels, die bei ihm vor der Lade versammelt war, schlachteten Schafe und Rinder, die man wegen ihrer Menge nicht zählen und nicht berechnen konnte.
6 Και εισηγαγον οι ιερεις την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εις τον τοπον αυτης, εις το χρηστηριον του οικου, εις τα αγια των αγιων, υποκατω των πτερυγων των χερουβειμ.6 Darauf stellten die Priester die Bundeslade des Herrn an ihren Platz, in die Gotteswohnung des Hauses, in das Allerheiligste, unter die Flügel der Kerubim.
7 Διοτι τα χερουβειμ ειχον εξηπλωμενας τας πτερυγας επι τον τοπον της κιβωτου, και τα χερουβειμ εκαλυπτον την κιβωτον και τους μοχλους αυτης ανωθεν.7 Denn die Kerubim breiteten ihre Flügel über den Ort, wo die Lade stand, und bedeckten sie und ihre Stangen von oben her.
8 Και εξειχον οι μοχλοι, και εφαινοντο τα ακρα των μοχλων εκ του αγιου τοπου εμπροσθεν του χρηστηριου, εξωθεν ομως δεν εφαινοντο? και ειναι εκει εως της σημερον.8 Die Stangen waren so lang, dass man ihre Spitzen im Heiligtum vor der Gotteswohnung sehen konnte; draußen aber waren sie nicht zu sehen. Sie blieben dort bis zum heutigen Tag.
9 Δεν ησαν εν τη κιβωτω ειμη αι δυο λιθιναι πλακες, τας οποιας ο Μωυσης εθεσεν εκει εν Χωρηβ, οπου ο Κυριος εκαμε διαθηκην προς τους υιους Ισραηλ, οτε εξηλθον εκ γης Αιγυπτου.9 In der Lade befanden sich nur die zwei steinernen Tafeln, die Mose am Horeb hineingelegt hatte, die Tafeln des Bundes, den der Herr mit den Israeliten beim Auszug aus Ägypten geschlossen hatte.
10 Και ως εξηλθον οι ιερεις εκ του αγιαστηριου, η νεφελη ενεπλησε τον οικον του Κυριου?10 Als dann die Priester aus dem Heiligtum traten, erfüllte die Wolke das Haus des Herrn.
11 και δεν ηδυναντο οι ιερεις να σταθωσι δια να λειτουργησωσιν, εξ αιτιας της νεφελης? διοτι η δοξα του Κυριου ενεπλησε τον οικον του Κυριου.11 Sie konnten wegen der Wolke ihren Dienst nicht verrichten; denn die Herrlichkeit des Herrn erfüllte das Haus des Herrn.
12 Τοτε ελαλησεν ο Σολομων, Ο Κυριος ειπεν οτι θελει κατοικει εν γνοφω?12 Damals sagte Salomo: Der Herr hat die Sonne an den Himmel gesetzt;
er selbst wollte im Dunkel wohnen.
13 ωκοδομησα εις σε οικον κατοικησεως, τοπον δια να κατοικης αιωνιως.13 Ich habe ein fürstliches Haus für dich gebaut,
eine Wohnstätte für ewige Zeiten.
14 Και στρεψας ο βασιλευς το προσωπον αυτου, ευλογησε πασαν την συναγωγην του Ισραηλ? πασα δε η συναγωγη του Ισραηλ ιστατο.14 Dann wandte sich der König um und segnete die ganze Versammlung Israels. Alle standen
15 Και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εξετελεσε δια της χειρος αυτου εκεινο το οποιον ελαλησε δια του στοματος αυτου προς Δαβιδ τον πατερα μου, λεγων,15 und er betete: Gepriesen sei der Herr, der Gott Israels. Seine Hand hat ausgeführt, was sein Mund meinem Vater David verheißen hat, als er sprach:
16 Αφ' ης ημερας εξηγαγον τον λαον μου τον Ισραηλ εξ Αιγυπτου, δεν εξελεξα απο πασων των φυλων του Ισραηλ ουδεμιαν πολιν δια να οικοδομηθη οικος, ωστε να ηναι το ονομα μου εκει? αλλ' εξελεξα τον Δαβιδ, δια να ηναι επι τον λαον μου Ισραηλ.16 Seit dem Tag, da ich mein Volk Israel aus Ägypten führte, habe ich aus keinem der Stämme Israels eine Stadt für den Bau eines Hauses erwählt, um meinen Namen dort wohnen zu lassen. David aber habe ich zum Herrscher über mein Volk Israel erwählt.
17 Και ηλθεν εις την καρδιαν Δαβιδ του πατρος μου να οικοδομηση οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ.17 Mein Vater David wollte dem Namen des Herrn, des Gottes Israels, ein Haus bauen.
18 Αλλ' ο Κυριος ειπε προς Δαβιδ τον πατερα μου, Επειδη ηλθεν εις την καρδιαν σου να οικοδομησης οικον εις το ονομα μου, καλως μεν εκαμες οτι συνελαβες τουτο εν τη καρδια σου?18 Doch der Herr sprach zu ihm: Wenn du dir vorgenommen hast, meinem Namen ein Haus zu bauen, hast du einen guten Entschluss gefasst.
19 πλην συ δεν θελεις οικοδομησει τον οικον? αλλ' ο υιος σου, οστις θελει εξελθει εκ της οσφυος σου, ουτος θελει οικοδομησει τον οικον εις το ονομα μου.19 Doch sollst nicht du das Haus bauen; sondern erst dein leiblicher Sohn soll meinem Namen das Haus bauen.
20 Ο Κυριος λοιπον εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε? και εγω ανεστην αντι Δαβιδ του πατρος μου, και εκαθησα επι του θρονου του Ισραηλ, καθως ελαλησεν ο Κυριος, και ωκοδομησα τον οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ.20 Der Herr hat jetzt sein Versprechen, das er gegeben hat, wahr gemacht: Ich bin an die Stelle meines Vaters David getreten und habe den Thron Israels bestiegen, wie es der Herr zugesagt hatte. Ich habe dem Namen des Herrn, des Gottes Israels, das Haus gebaut
21 Και διωρισα εκει τοπον δια την κιβωτον, εν η κειται η διαθηκη του Κυριου, την οποιαν εκαμε προς τους πατερας ημων, οτε εξηγαγεν αυτους εκ γης Αιγυπτου.21 und darin einen Raum für die Lade geschaffen. Sie enthält die Tafeln des Bundes, den der Herr mit unseren Vätern geschlossen hat, als er sie aus Ägypten führte.
22 Και σταθεις ο Σολομων εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, εξετεινε τας χειρας αυτου προς τον ουρανον,22 Dann trat Salomo in Gegenwart der ganzen Versammlung Israels vor den Altar des Herrn, breitete seine Hände zum Himmel aus
23 και ειπε, Κυριε Θεε του Ισραηλ, δεν ειναι Θεος ομοιος σου εκ τω ουρανω ανω και επι της γης κατω, οστις φυλαττεις την διαθηκην και το ελεος προς τους δουλους σου τους περιπατουντας ενωπιον σου εν ολη τη καρδια αυτων?23 und betete: Herr, Gott Israels, im Himmel oben und auf der Erde unten gibt es keinen Gott, der so wie du Bund und Huld seinen Knechten bewahrt, die mit ungeteiltem Herzen vor ihm leben.
24 οστις εφυλαξας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου οσα ελαλησας προς αυτον? και ελαλησας δια του στοματος σου και εξετελεσας δια της χειρος σου, καθως την ημεραν ταυτην.24 Du hast das Versprechen gehalten, das du deinem Knecht, meinem Vater David, gegeben hast. Deine Hand hat heute erfüllt, was dein Mund versprochen hat.
25 Και τωρα, Κυριε Θεε του Ισραηλ, φυλαξον προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου εκεινο το οποιον υπεσχεθης προς αυτον, λεγων, Δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ απ' εμπροσθεν μου καθημενος επι του θρονου του Ισραηλ, μονον εαν προσεχωσιν οι υιοι σου εις την οδον αυτων, δια να περιπατωσιν ενωπιον μου, καθως συ περιεπατησας ενωπιον μου.25 Und nun, Herr, Gott Israels, halte auch das andere Versprechen, das du deinem Knecht David, meinem Vater, gegeben hast, als du sagtest: Es soll dir nie an einem Nachkommen fehlen, der vor mir auf dem Thron Israels sitzt, wenn nur deine Söhne darauf achten, ihren Weg so vor mir zu gehen, wie du es getan hast.
26 Τωρα λοιπον, Θεε του Ισραηλ, ας αληθευση, δεομαι, ο λογος σου, τον οποιον ελαλησας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου.26 Gott Israels, möge sich jetzt dein Wort, das du deinem Knecht David, meinem Vater, gegeben hast, als wahr erweisen.
27 Αλλα θελει αληθως κατοικησει Θεος επι της γης; ιδου, ο ουρανος και ο ουρανος των ουρανων δεν ειναι ικανοι να σε χωρεσωσι? ποσον ολιγωτερον ο οικος ουτος, τον οποιον ωκοδομησα.27 Wohnt denn Gott wirklich auf der Erde? Siehe, selbst der Himmel und die Himmel der Himmel fassen dich nicht, wie viel weniger dieses Haus, das ich gebaut habe.
28 Πλην επιβλεψον επι την προσευχην του δουλου σου και επι την δεησιν αυτου, Κυριε Θεε μου, ωστε να εισακουσης της κραυγης και της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου δεεται ενωπιον σου την σημερον.28 Wende dich, Herr, mein Gott, dem Beten und Flehen deines Knechtes zu! Höre auf das Rufen und auf das Gebet, das dein Knecht heute vor dir verrichtet.
29 δια να ηναι οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι προς τον οικον τουτον νυκτα και ημεραν, προς τον τοπον περι του οποιου ειπας, Το ονομα μου θελει εισθαι εκει? δια να εισακουης της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου θελει δεεσθαι εν τω τοπω τουτω.29 Halte deine Augen offen über diesem Haus bei Nacht und bei Tag, über der Stätte, von der du gesagt hast, dass dein Name hier wohnen soll. Höre auf das Gebet, das dein Knecht an dieser Stätte verrichtet.
30 Και επακουε της δεησεως του δουλου σου και του λαου σου Ισραηλ, οταν προσευχωνται εν τω τοπω τουτω? και ακουε συ εκ του τοπου της κατοικησεως σου, εκ του ουρανου? και ακουων, γινου ιλεως.30 Achte auf das Flehen deines Knechtes und deines Volkes Israel, wenn sie an dieser Stätte beten. Höre sie im Himmel, dem Ort, wo du wohnst. Höre sie und verzeih!
31 Εαν αμαρτηση τις ανθρωπος εις τον πλησιον αυτου και ζητηση ορκον παρ' αυτου δια να καμη αυτον να ορκισθη, και ο ορκος ελθη εμπροσθεν του θυσιαστηριου σου εν τω οικω τουτω,31 Wenn sich jemand gegen seinen Nächsten verfehlt und dieser ihm einen Eid abverlangt, den er schwören muss, und er dann kommt und vor deinem Altar in diesem Haus schwört,
32 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και ενεργησον και κρινον τους δουλους σου, καταδικαζων μεν τον ανομον, ωστε να στρεψης κατα της κεφαλης αυτου την πραξιν αυτου, δικαιονων δε τον δικαιον, ωστε να αποδωσης εις αυτον κατα την δικαιοσυνην αυτου.32 so höre du es im Himmel und greif ein! Verschaff deinen Knechten Recht; verurteile den Schuldigen und lass sein Tun auf ihn selbst zurückfallen! Den Schuldlosen aber sprich frei und vergilt ihm, wie es seiner Gerechtigkeit entspricht.
33 Οταν κτυπηθη ο λαος σου Ισραηλ εμπροσθεν του εχθρου, διοτι ημαρτησαν εις σε, και επιστρεψωσι προς σε και δοξασωσι το ονομα σου και προσευχηθωσι και δεηθωσιν ενωπιον σου εν τω οικω τουτω,33 Wenn dein Volk Israel von einem Feind geschlagen wird, weil es gegen dich gesündigt hat, und dann wieder zu dir umkehrt, deinen Namen preist und in diesem Haus zu dir betet und fleht,
34 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν του λαου σου Ισραηλ, και επαναγαγε αυτους εις την γην, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων.34 so höre du es im Himmel! Vergib deinem Volk Israel seine Sünde; lass sie in das Land zurückkommen, das du ihren Vätern gegeben hast.
35 Οταν ο ουρανος κλεισθη, και δεν γινηται βροχη, διοτι ημαρτησαν εις σε, εαν προσευχηθωσι προς τον τοπον τουτον και δοξασωσι το ονομα σου και επιστρεψωσιν απο των αμαρτιων αυτων, αφου ταπεινωσης αυτους,35 Wenn der Himmel verschlossen ist und kein Regen fällt, weil sie gegen dich gesündigt haben, und wenn sie dann an diesem Ort beten, deinen Namen preisen und von ihrer Sünde lassen, weil du sie demütigst,
36 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν των δουλων σου και του λαου σου Ισραηλ, διδαξας αυτους την οδον την αγαθην, εις την οποιαν πρεπει να περιπατωσι, και δος βροχην επι την γην σου, την οποιαν εδωκας εις τον λαον σου δια κληρονομιαν.36 so höre du sie im Himmel! Vergib deinen Knechten und deinem Volk Israel ihre Sünden; denn du führst sie den guten Weg, den sie gehen sollen. Spende Regen deinem Land, das du deinem Volk zum Erbbesitz gegeben hast.
37 Πεινα εαν γεινη εν τη γη, θανατικον εαν γεινη, ανεμοφθορια, ερυσιβη, ακρις, βρουχος εαν γεινη, ο εχθρος αυτων εαν πολιορκηση αυτους εν τω τοπω της κατοικιας αυτων, οποιαδηποτε πληγη, οποιαδηποτε νοσος γεινη,37 Wenn im Land Hungersnot herrscht, wenn Pest ausbricht, wenn Getreidebrand, Rost, Heuschrecken und Ungeziefer auftreten, wenn Feinde sie im eigenen Land bedrängen, wenn irgendeine Plage oder Krankheit sie trifft,
38 πασαν προσευχην, πασαν δεησιν γινομενην υπο παντος ανθρωπου, υπο παντος του λαου σου Ισραηλ, οταν γνωριση εκαστος την πληγην της καρδιας αυτου και εκτεινη τας χειρας αυτου προς τον οικον τουτον,38 (so höre du) jedes Gebet und Flehen eines jeden einzelnen und deines ganzen Volkes Israel; denn sie alle kennen die Not ihres Herzens und erheben ihre Hände zu diesem Haus.
39 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και συγχωρησον και ενεργησον και δος εις εκαστον κατα πασας τας οδους αυτου, οπως γνωριζεις την καρδιαν αυτου, διοτι συ, μονος συ, γνωριζεις τας καρδιας παντων των υιων ανθρωπων.39 Höre sie dann im Himmel, dem Ort, wo du wohnst, und verzeih! Greif ein, und vergilt jedem, wie es sein Tun verdient. Du kennst ja ihre Herzen; denn du allein kennst die Herzen aller Menschen.
40 δια να σε φοβωνται πασας τας ημερας οσας ζωσιν επι προσωπου της γης, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας ημων.40 So werden sie dich fürchten, solange sie in dem Land leben, das du unseren Vätern gegeben hast.
41 Και τον ξενον ετι, οστις δεν ειναι εκ του λαου σου Ισραηλ, αλλ' ερχεται απο γης μακρας δια το ονομα σου,41 Auch Fremde, die nicht zu deinem Volk Israel gehören, werden wegen deines Namens aus fernen Ländern kommen;
42 διοτι θελουσιν ακουσει το ονομα σου το μεγα και την χειρα σου την κραταιαν και τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον, οταν ελθη και προσευχηθη προς τον οικον τουτον,42 denn sie werden von deinem großen Namen, deiner starken Hand und deinem hoch erhobenen Arm hören. Sie werden kommen und in diesem Haus beten.
43 συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και ενεργησον κατα παντα περι οσων ο ξενος σε επικαλεσθη? δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης το ονομα σου, να σε φοβωνται, καθως ο λαος σου Ισραηλ? και δια να γνωρισωσιν οτι το ονομα σου εκληθη επι τον οικον τουτον, τον οποιον ωκοδομησα.43 Höre sie dann im Himmel, dem Ort, wo du wohnst, und tu alles, weswegen der Fremde zu dir ruft. Dann werden alle Völker der Erde deinen Namen erkennen. Sie werden dich fürchten, wie dein Volk Israel dich fürchtet, und erfahren, dass dein Name ausgerufen ist über diesem Haus, das ich gebaut habe.
44 Οταν ο λαος σου εξελθη εις πολεμον εναντιον των εχθρων αυτων, οπου αποστειλης αυτους, και προσευχηθωσιν εις τον Κυριον, προς την πολιν, την οποιαν εξελεξας, και τον οικον, τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,44 Wenn dein Volk auf dem Weg, den du es führst, gegen seine Feinde in den Krieg zieht und wenn es dann zu dir betet, zur Stadt hingewendet, die du erwählt hast, und zu dem Haus hin, das ich deinem Namen gebaut habe,
45 τοτε επακουσον εκ του ουρανου της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων, και καμε το δικαιον αυτων.45 so höre du im Himmel sein Beten und Flehen und verschaff ihm Recht.
46 Οταν αμαρτησωσιν εις σε, διοτι ουδεις ανθρωπος ειναι αναμαρτητος, και οργισθης εις αυτους και παραδωσης αυτους εις τον εχθρον, ωστε οι αιχμαλωτισται να φερωσιν αυτους αιχμαλωτους εις την γην του εχθρου, μακραν η πλησιον,46 Wenn sie gegen dich sündigen - es gibt ja niemand, der nicht sündigt - und du ihnen zürnst, sie ihren Bedrängern preisgibst und ihre Feinde sie gefangen fortführen in ein fernes oder nahes Land,
47 και ελθωσιν εις εαυτους εν τη γη, οπου εφερθησαν αιχμαλωτοι, και επιστρεψωσι και δεηθωσι προς σε εν τη γη των αιχμαλωτισαντων αυτους, λεγοντες, Ημαρτομεν, ηνομησαμεν, ηδικησαμεν,47 so werden sie im Land ihrer Gefangenschaft in sich gehen. Sie werden im Land ihrer Gefangenschaft umkehren, zu dir flehen und rufen: Wir haben gesündigt, Unrecht getan und gefrevelt.
48 και επιστρεψωσι προς σε εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, εν τη γη των εχθρων των αιχμαλωτισαντων αυτους, και προσευχηθωσι προς σε προς την γην αυτων την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων, την πολιν την οποιαν εξελεξας, και τον οικον τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,48 Mit ganzem Herzen und ganzer Seele werden sie im Land ihrer Feinde, von denen sie als Gefangene weggeführt wurden, zu dir umkehren und zu dir beten, zum Land hingewendet, das du ihren Vätern gegeben hast, zur Stadt hin, die du erwählt hast, und zum Haus hin, das ich deinem Namen gebaut habe.
49 τοτε επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων και καμε το δικαιον αυτων,49 Höre dann im Himmel, dem Ort, wo du wohnst, ihr Beten und Flehen! Verschaff ihnen Recht
50 και συγχωρησον εις τον λαον σου, τον αμαρτησαντα εις σε, και αφες πασας τας παραβασεις αυτων, δια των οποιων εγειναν παραβαται εναντιον σου, και κινησον εις οικτιρμον αυτων τους αιχμαλωτισαντας αυτους ωστε να οικτειρωσιν αυτους?50 und verzeih deinem Volk, was es gegen dich gesündigt hat; verzeih ihm alle Frevel, die es gegen dich begangen hat. Lass sie bei ihren Unterdrückern Mitleid und Erbarmen finden!
51 διοτι λαος σου και κληρονομια σου ειναι, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου, εκ μεσου του σιδηρου χωνευτηριου.51 Sie sind ja dein Volk und dein Eigentum, das du aus dem Schmelzofen, aus Ägypten, herausgeführt hast.
52 Ας ηναι λοιπον οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι εις την δεησιν του δουλου σου και εις την δεησιν του λαου σου Ισραηλ, δια να εισακουης αυτους περι οσων σε επικαλεσθωσι,52 Halte deine Augen offen für das Flehen deines Knechtes und für das Flehen deines Volkes Israel! Erhöre sie, sooft sie zu dir rufen.
53 διοτι συ εξεχωρισας αυτους απο παντων των λαων της γης, δια να ηναι κληρονομια σου, καθως ελαλησας δια χειρος Μωυσεως του δουλου σου, οτε εξηγαγες τους πατερας ημων εξ Αιγυπτου, Δεσποτα Κυριε.53 Du hast dir Israel unter allen Völkern der Erde als Eigentum ausgewählt, wie du es durch deinen Knecht Mose verkündet hast, als du unsere Väter aus Ägypten geführt hast, Herr und Gott.
54 Και αφου ετελειωσεν ο Σολομων να καμνη ολην την προσευχην και την δεησιν ταυτην προς τον Κυριον, εσηκωθη απ' εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, οπου ητο γονυπετης με τας χειρας αυτου εξηπλωμενας προς τον ουρανον.54 Als Salomo dieses flehentliche Gebet zum Herrn beendet hatte, erhob er sich auf dem Platz vor dem Altar des Herrn, wo er niedergekniet war und die Hände zum Himmel ausgebreitet hatte.
55 Και εσταθη και ευλογησε πασαν την συναξιν του Ισραηλ μετα φωνης μεγαλης, λεγων,55 Er trat vor die ganze Versammlung Israels, segnete sie und rief mit lauter Stimme:
56 Ευλογητος Κυριος, οστις εδωκεν αναπαυσιν εις τον λαον αυτου Ισραηλ, κατα παντα οσα υπεσχεθη? δεν επεσεν ουδε εις εκ παντων των λογων των αγαθων, τους οποιους ελαλησε δια χειρος Μωυσεως του δουλου αυτου.56 Gepriesen sei der Herr, der seinem Volk Israel Ruhe geschenkt hat, wie er es versprochen hat. Von all den herrlichen Verheißungen, die er durch seinen Knecht Mose verkündet hat, ist nicht eine hinfällig geworden.
57 Γενοιτο Κυριος ο Θεος ημων μεθ' ημων, καθως ητο μετα των πατερων ημων να μη αφηση ημας, μηδε να εγκαταλειψη ημας?57 Der Herr, unser Gott, sei mit uns, wie er mit unseren Vätern war. Er verlasse uns nicht und verstoße uns nicht.
58 δια να επικλινη τας καρδιας ημων εις εαυτον ωστε να περιπατωμεν εις πασας τας οδους αυτου και να φυλαττωμεν τας εντολας αυτου και τα διαταγματα αυτου και τας κρισεις αυτου, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων.58 Er lenke unsere Herzen zu sich hin, damit wir auf seinen Wegen gehen und die Gebote, Befehle und Anordnungen befolgen, die er unseren Vätern gegeben hat.
59 Και ουτοι οι λογοι μου, τους οποιους εδεηθην ενωπιον του Κυριου, να ηναι ημεραν και νυκτα πλησιον Κυριου του Θεου ημων, δια να καμνη το δικαιον του δουλου αυτου και το δικαιον του λαου αυτου Ισραηλ, κατα την αναγκην εκαστης ημερας?59 Mögen diese Worte, die ich flehend vor dem Herrn, unserem Gott, gesprochen habe, ihm Tag und Nacht gegenwärtig bleiben. Möge er seinem Knecht und seinem Volk Israel Recht verschaffen, wie es jeder Tag verlangt,
60 δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης, οτι ο Κυριος, αυτος ειναι ο Θεος, ουδεις αλλος.60 damit alle Völker der Erde erkennen, dass niemand Gott ist als der Herr allein.
61 Ας ηναι λοιπον η καρδια σας τελεια προς Κυριον τον Θεον ημων, δια να περιπατητε εις τα διαταγματα αυτου και να φυλαττητε τας εντολας αυτου, καθως εν τη ημερα ταυτη.61 Euer Herz aber bleibe ungeteilt beim Herrn, unserem Gott, sodass ihr seinen Gesetzen folgt und auf seine Gebote achtet, wie es heute geschieht.
62 Και ο βασιλευς και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, προσεφεραν θυσιαν ενωπιον του Κυριου.62 Dann brachten der König und mit ihm ganz Israel vor dem Herrn Opfer dar.
63 Και εθυσιασεν Σολομων τας θυσιας τας ειρηνικας, τας οποιας προσεφερεν εις τον Κυριον, εικοσιδυο χιλιαδας βοων και εκατον εικοσι χιλιαδας προβατων? ουτως εγκαινιασαν τον οικον του Κυριου ο βασιλευς και παντες οι υιοι Ισραηλ.63 Zweiundzwanzigtausend Rinder und hundertzwanzigtausend Schafe ließ Salomo als Heilsopfer für den Herrn schlachten. So vollzogen der König und alle Israeliten die Weihe des Hauses des Herrn.
64 Την αυτην ημεραν καθιερωσεν ο βασιλευς το μεσον της αυλης της κατα προσωπον του οικου του Κυριου? διοτι εκει προσεφερε τα ολοκαυτωματα και την εξ αλφιτων προσφοραν και το στεαρ των ειρηνικων προσφορων? επειδη το θυσιαστηριον το χαλκινον, το κατ' εμπροσθεν του Κυριου, ητο μικρον ωστε να χωρεση τα ολοκαυτωματα και την εξ αλφιτων προσφοραν και το στεαρ των ειρηνικων προσφορων.64 An jenem Tag weihte der König auch die Mitte des Hofes, der vor dem Haus des Herrn war, als er dort das Brandopfer, das Speiseopfer und die Fettstücke der Heilsopfer darbrachte. Der bronzene Altar, der vor dem (Tempel des) Herrn stand, war nämlich zu klein, um das Brandopfer, das Speiseopfer und die Fettstücke der Heilsopfer fassen zu können.
65 Και κατ' εκεινον τον καιρον εκαμεν Σολομων την εορτην, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, συναξις μεγαλη, απο της εισοδου Αιμαθ μεχρι του ποταμου Αιγυπτου, ενωπιον Κυριου του Θεου ημων, επτα ημερας και επτα ημερας, δεκατεσσαρας ημερας.65 Salomo feierte damals mit ganz Israel, das von Lebo-Hamat bis zum Grenzbach Ägyptens zu einer großen Versammlung vor dem Herrn, unserem Gott, erschienen war, das (Laubhütten-)Fest sieben Tage lang [und nochmals sieben Tage, zusammen vierzehn Tage].
66 την ογδοην ημεραν απελυσε τον λαον? και ευλογησαν τον βασιλεα και ανεχωρησαν εις τας σκηνας αυτων, χαιροντες και ευφραινομενοι εκ καρδιας, δια παντα τα αγαθα οσα ο Κυριος εκαμε προς Δαβιδ τον δουλον αυτου και προς Ισραηλ τον λαον αυτου.66 Am achten Tag entließ er das Volk. Sie priesen den König und gingen zu ihren Zelten, frohen Mutes und voll Freude über all das Gute, das der Herr an seinem Knecht David und seinem Volk Israel getan hatte.(Der Kasten des Gestells) war eineinhalb Ellen hoch. Auch an seiner Öffnung waren Verzierungen. Die Querleisten waren nicht rund, sondern viereckig.