Scrutatio

Lunedi, 3 giugno 2024 - San Carlo Lwanga ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 14


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηρρωστησεν Αβια ο υιος του Ιεροβοαμ.1 E in quel tempo era infermo Abia, figliuolo di Ieroboam.
2 Και ειπεν ο Ιεροβοαμ προς την γυναικα αυτου, Σηκωθητι, παρακαλω, και μετασχηματισθητι, ωστε να μη γνωρισωσιν οτι εισαι γυνη του Ιεροβοαμ, και υπαγε εις Σηλω? ιδου, εκει ειναι Αχια ο προφητης, οστις ειπε προς εμε οτι θελω βασιλευσει επι τον λαον τουτον?2 E disse Ieroboam alla sua moglie: ista su e muta abito, acciò che tu non sii cognosciuta esser moglie di Ieroboam; e vattene in Silo dove che è Aia profeta, il quale mi disse ch' io dovea regnare sopra questo popolo.
3 και λαβε εις την χειρα σου δεκα αρτους και κολλυρια και σταμνιον μελιτος και υπαγε προς αυτον? αυτος θελει σοι αναγγειλει τι θελει γεινει εις το παιδιον.3 E nelle tue mani togli X pani e una crostola e uno vaso di miele, e vattene a lui; egli ti dirà quello che gli debba intervenire, cioè di questo fanciullo.
4 Και εκαμεν ουτως η γυνη του Ιεροβοαμ? και σηκωθεισα, υπηγεν εις Σηλω και ηλθεν εις τον οικον του Αχια. Ο δε Αχια δεν ηδυνατο να βλεπη? διοτι οι οφθαλμοι αυτου ημβλυωπουν εκ του γηρατος αυτου.4 E fece la moglie di Ieroboam sì come egli gli avea detto; e levandosi, se n' andò in Silo nella casa dove che Aia era; ed egli non potea vedere, però che avea gli occhii caliginosi per la vecchiezza.
5 Ειχε δε ειπει ο Κυριος προς τον Αχια, Ιδου, η γυνη του Ιεροβοαμ ερχεται να ζητηση παρα σου λογον περι του υιου αυτης, διοτι ειναι αρρωστος? ουτω και ουτω θελεις λαλησει προς αυτην? διοτι, οταν εισελθη, θελει προσποιηθη οτι ειναι αλλη.5 E disse Iddio ad Aia: ecco, la moglie di Ieroboam viene a te per domandare consiglio, che debba essere del figliuolo (e che debbia fare, il quale figliuolo è) infermo; or gli dirai questo e questo. Entrando ella, e non mostrando d' essere quella ch' era,
6 Και ως ηκουσεν ο Αχια τον ηχον των ποδων αυτης, ενω εισηρχετο εις την θυραν, ειπεν, Εισελθε, γυνη του Ιεροβοαμ? δια τι προσποιεισαι οτι εισαι αλλη; αλλ' εγω ειμαι αποστολος προς σε σκληρων αγγελιων?6 Aia uditte il suono de' piedi suoi entrando per l'uscio, e disse: entra, moglie di Ieroboam, perchè mostri d'essere altra persona? io sono mandato a te, duro messaggio.
7 υπαγε, ειπε προς τον Ιεροβοαμ, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Επειδη εγω σε υψωσα εκ μεσου του λαου και σε κατεστησα ηγεμονα επι τον λαον μου Ισραηλ,7 Va, e di' a Ieroboam: questo dice il Signore Iddio d' Israel: però ch' io t'ho esaltato di mezzo del popolo, e hotti posto duca del popolo mio Israel;
8 και διαρρηξας την βασιλειαν απο του οικου του Δαβιδ, εδωκα αυτην εις σε, και συ δεν εσταθης καθως ο δουλος μου Δαβιδ, οστις εφυλαξε τας εντολας μου και οστις με ηκολουθησεν εξ ολης αυτου της καρδιας, εις το να καμνη μονον το ευθες ενωπιον μου,8 e partii il reame della casa di David, e hollo dato a te, e tu non hai fatto sì come fece il mio servo David, il quale osservò gli miei comandamenti, e con tutto il suo cuore seguitò me, facendo quello che piacea nel mio cospetto;
9 αλλ' υπερεβης εις το κακον παντας οσοι εσταθησαν προτεροι σου, διοτι υπηγες και εκαμες εις σεαυτον αλλους θεους και χωνευτα ειδωλα, δια να με παροργισης, και με απερριψας οπισω της ραχης σου.9 ma tu hai operato male sopra tutti quelli che sono stati dinanzi a te, e hai fatto a te iddii estranei fonduti, a provocare me ad ira, e mi hai tu gittato dopo il corpo;
10 δια τουτο, ιδου, θελω φερει κακον επι τον οικον του Ιεροβοαμ, και θελω εξολοθρευσει του Ιεροβοαμ τον ουρουντα εις τον τοιχον, τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον εν τω Ισραηλ, και θελω σαρωσει κατοπιν του οικου του Ιεροβοαμ, καθως σαρονει τις την κοπρον εωσου εκλειψη?10 imperò io inducerò male sopra la casa di Ieroboam, insino a quello che piscia al muro, e l'ultimo di costoro sì è serrato in Israel; e munderò le reliquie della casa di Ieroboam, sì come si suole mundare il letame, insino al suolo.
11 οστις εκ του Ιεροβοαμ αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι καταφαγει αυτον? και οστις αποθανη εν τω αγρω, τα πετεινα του ουρανου θελουσι καταφαγει αυτον? διοτι ο Κυριος ελαλησε.11 E quelli di Ieroboam, che saranno morti in la cittade, saranno mangiati da' cani; e quelli che saranno morti in campo, saranno divorati dagli uccelli del cielo; però che il Signore dice così.
12 Συ λοιπον σηκωθεισα υπαγε εις την οικιαν σου? ενω οι ποδες σου εμβαινουσιν εις την πολιν, το παιδιον θελει αποθανει12 Tu istà suso, e vanne a casa tua; e nella entrata de' tuoi piedi nella città, morrà il fanciullo.
13 και θελει πενθησει αυτο πας ο Ισραηλ, και θελουσιν ενταφιασει αυτο? διοτι αυτο μονον εκ του Ιεροβοαμ θελει ελθει εις τον ταφον, επειδη εν αυτω ευρεθη τι καλον ενωπιον Κυριου, του Θεου του Ισραηλ, εν τω οικω του Ιεροβοαμ.13 E tutta la città e Israel il piagnerà, e seppellirannolo; solo questi, di quelli di Ieroboam, sarà posto infra la sepoltura, però che buona parola è trovata sopra di lui dal Signore Iddio d' Israel nella casa di Ieroboam.
14 Και θελει αναστησει ο Κυριος εις εαυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, οστις θελει εξολοθρευσει τον οικον του Ιεροβοαμ την ημεραν εκεινην? αλλα τι; τωρα μαλιστα.14 Ma il Signore constituirà uno re sopra Israel, il quale percuoterà la casa di Ieroboam in questo dì e in questo tempo.
15 Και θελει παταξει ο Κυριος τον Ισραηλ, ωστε να κινηται ως καλαμος εν τω υδατι, και θελει εκριζωσει τον Ισραηλ εκ της γης ταυτης της αγαθης, την οποιαν εδωκεν εις τους πατερας αυτων, και διασκορπισει αυτους περαν του ποταμου? επειδη εκαμον τα αλση αυτων, δια να παροργισωσι τον Κυριον?15 E percuoterà il Signore Iddio Israel, sì come si suole muovere la canna nell' acqua; (e caverà) e disvellerà Israel di questa buona terra, la quale diede a' padri loro, e cacceragli [di là] dal fiume; però che fecero boschi a provocare il Signore.
16 και θελει παραδωσει τον Ισραηλ εξ αιτιας των αμαρτιων του Ιεροβοαμ, οστις ημαρτησε και οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση.16 E lascerà il Signore Israel per Ieroboam, il quale peccò e fece peccare Israel.
17 Και εσηκωθη η γυνη του Ιεροβοαμ και ανεχωρησε και ηλθεν εις Θερσα? καθως αυτη επατησε το κατωφλιον της θυρας του οικου, απεθανε το παιδιον?17 E la moglie di Ieroboam si levò, e andossene in Tersa; ed entrando ella il sogliaro della casa, il fanciullo morìo.
18 και εθαψαν αυτο? και επενθησεν αυτο πας ο Ισραηλ, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Αχια του προφητου.18 E sotterraronlo; e tutto Israel il pianse, secondo la parola del Signore, la quale egli parlò per mano di Aia profeta.
19 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ιεροβοαμ, πως επολεμησε και τινι τροπω εβασιλευσεν, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ.19 Tutti gli altri fatti di Ieroboam, com' egli regnò e come combattè, sono scritti nel libro dei re d' Israel.
20 Και αι ημεραι, τας οποιας εβασιλευσεν ο Ιεροβοαμ, ησαν εικοσιδυο ετη? και εκοιμηθη μετα των πατερων αυτου, και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ναδαβ ο υιος αυτου.20 I dì che Ieroboam regnò furono XXII anni; e dormi Ieroboam coi padri suoi; e regnò Nadab suo figliuolo per lui.
21 Ο δε Ροβοαμ ο υιος του Σολομωντος εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν. Τεσσαρακοντα και ενος ετους ητο ο Ροβοαμ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε δεκαεπτα ετη εν Ιερουσαλημ, τη πολει την οποιαν ο Κυριος εξελεξεν εκ πασων των φυλων του Ισραηλ δια να θεση το ονομα αυτου εκει. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Νααμα η Αμμωνιτις.21 Ma Roboam figliuolo di Salomone regnò in Giuda. XLI anno avea Roboam, quando incominciò di regnare; e XVII anni regnò in Ierusalem, la quale città elesse Iddio per porre il suo nome ivi, di tutte le tribù d' Israel. Il nome della sua madre Naama di Amman.
22 Επραξε δε ο Ιουδας πονηρα ενωπιον του Κυριου και παρωξυναν αυτον εις ζηλοτυπιαν με τας αμαρτιας αυτων, τας οποιας ημαρτησαν υπερ παντα οσα επραξαν οι πατερες αυτων.22 E Giuda fece male nel cospetto del Signore; e provocaronlo in tutte quelle cose che aveano fatte i padri loro, nei peccati ne' quali peccarono.
23 Διοτι και αυτοι ωκοδομησαν εις εαυτους τοπους υψηλους, και εκαμον αγαλματα και αλση επι παντος υψηλου λοφου και υποκατω παντος δενδρου πρασινου.23 Però che gli loro altari e statue edificarono, e boschi in ogni colle alto, e sotto ogni legno frondoso.
24 Ησαν δε ετι εν τη γη και σοδομιται και επραττον κατα παντα τα βδελυγματα των εθνων, τα οποια ο Κυριος εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.24 Ed erano in terra sacerdoti castrati (pagani), e fecero ogni abbominazione de' pagani, le quali Iddio distrusse dinanzi al cospetto de' figliuoli d' Israel.
25 Και εν τω πεμπτω ετει της βασιλειας του Ροβοαμ, ανεβη Σισακ ο βασιλευς της Αιγυπτου εναντιον της Ιερουσαλημ.25 E nel quinto anno del regno di Roboam, andò Sesac re d' Egitto in Ierusalem.
26 Και ελαβε τους θησαυρους του οικου του Κυριου και τους θησαυρους του οικου του βασιλεως? τα παντα ελαβεν? ελαβεν ετι πασας τας χρυσας ασπιδας, τας οποιας εκαμεν ο Σολομων.26 E tolse i tesori della casa di Dio, e i tesori del re, e tutto portò via; e le scuda dell' oro, le quali avea fatte Saloinone.
27 Και αντι τουτων ο βασιλευς Ροβοαμ εκαμε χαλκινας ασπιδας και παρεδωκεν αυτας εις τας χειρας των αρχοντων των δορυφορων, οιτινες εφυλαττον την θυραν του οικου του βασιλεως.27 In luogo delle quali Roboam fece scuda d'acciaio, e dielle a' capitani di quelli che guardavano le scuda, e di quelli che vigilavano dinanzi alla casa del re.
28 Και οτε εισηρχετο ο βασιλευς εις τον οικον του Κυριου, εβασταζον αυτας οι δορυφοροι επειτα επανεφερον αυτας εις το οικημα των δορυφορων.28 Ed entrando il re nella casa di Dio, portavano quelle scuda quelli che aveano ufficio [di andare] dinanzi al re; e poi le portavano all' armario delle scuda.
29 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ροβοαμ και παντα οσα εκαμε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;29 Tutte l'altre cose di Roboam, e quello che egli fece, sono scritte nel libro del tempo dei re di Giuda.
30 Ητο δε πολεμος αναμεσον Ροβοαμ και Ιεροβοαμ πασας τας ημερας.30 E tra Roboam e Ieroboam tutta via fue guerra.
31 Και εκοιμηθη ο Ροβοαμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Νααμα η Αμμωνιτις. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αβιαμ ο υιος αυτου.31 E Roboam dormì co' padri suoi, e fu seppellito con esso loro nella città di David. Il nome della sua madre fu Naama di (gente d') Amman. E regnò Abia suo figliuolo per lui.