Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 11


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Ηγαπησε δε ο βασιλευς Σολομων πολλας ξενας γυναικας, εκτος της θυγατρος του Φαραω, Μωαβιτιδας, Αμμωνιτιδας, Ιδουμαιας, Σιδωνιας, Χετταιας?1 Salamon király azonban sok idegen nőt szeretett meg: a fáraó lányán kívül moabita, ammonita, edomita, szidoni és hetita nőket,
2 εκ των εθνων περι των οποιων ο Κυριος ειπε προς τους υιους Ισραηλ, Δεν θελετε εισελθει προς αυτα, ουδε αυτα θελουσιν εισελθει προς εσας, μηποτε εκκλινωσι τας καρδιας σας κατοπιν των θεων αυτων? εις αυτα ο Σολομων προσεκολληθη με ερωτα.2 azok közül a népek közül való nőket, amelyek felől azt mondta az Úr Izrael fiainak: »Ne menjetek be lányaikhoz, s közülük se menjen be senki sem a ti lányaitokhoz, mert bizonnyal elfordítják szíveteket, hogy az ő isteneiket kövessétek.« Ezekhez ragaszkodott Salamon forró szerelemmel.
3 Και ειχε γυναικας βασιλιδας επτακοσιας και παλλακας τριακοσιας? και αι γυναικες αυτου εξεκλιναν την καρδιαν αυτου.3 Hétszáz királynői rangban levő felesége és háromszáz mellékfelesége volt és feleségei elfordították szívét az Úrtól.
4 Διοτι οτε εγηρασεν ο Σολομων, αι γυναικες αυτου εξεκλιναν την καρδιαν αυτου κατοπιν αλλων θεων? και η καρδια αυτου δεν ητο τελεια μετα του Κυριου του Θεου αυτου, ως η καρδια Δαβιδ του πατρος αυτου.4 Amikor ugyanis már vén volt, feleségei arra csábították szívét, hogy más isteneket kövessen, s így szíve nem volt teljesen az Úrral, az ő Istenével, mint Dávidnak, apjának a szíve,
5 Και επορευθη ο Σολομων κατοπιν της Ασταρτης, της θεας των Σιδωνιων, και κατοπιν του Μελχωμ, του βδελυγματος των Αμμωνιτων.5 hanem Astartét, a szidoniak istennőjét s Molokot, az ammoniták bálványát tisztelte Salamon,
6 Και επραξεν ο Σολομων πονηρα ενωπιον του Κυριου και δεν επορευθη εντελως κατοπιν του Κυριου, ως Δαβιδ ο πατηρ αυτου.6 és azt cselekedte Salamon, ami nem tetszett az Úrnak, s nem követte oly teljesen az Urat, mint apja, Dávid.
7 Τοτε ωκοδομησεν ο Σολομων υψηλον τοπον εις τον Χεμως, το βδελυγμα του Μωαβ, εν τω ορει τω απεναντι της Ιερουσαλημ, και εις τον Μολοχ, το βδελυγμα των υιων Αμμων.7 Ekkoriban építtetett Salamon templomot Kámosnak, a moabiták bálványának, a Jeruzsálemmel szemben levő hegyen, meg Moloknak, Ammon fiai bálványának,
8 Και ουτως εκαμε δι' ολας τας γυναικας αυτου τας ξενας, αιτινες εθυμιαζον και εθυσιαζον εις τους θεους αυτων.8 s ugyanígy járt el minden idegen feleségével, akik az ő isteneiknek tömjéneztek, s áldoztak.
9 Και ωργισθη ο Κυριος κατα του Σολομωντος επειδη η καρδια αυτου εξεκλινεν απο του Κυριου του Θεου του Ισραηλ, οστις εφανερωθη δις εις αυτον,9 Megharagudott erre az Úr Salamonra, hogy elfordult az elméje az Úrtól, Izrael Istenétől, aki kétszer is megjelent neki,
10 και προσεταξεν εις αυτον περι του πραγματος τουτου, να μη υπαγη κατοπιν αλλων θεων? δεν εφυλαξεν ομως εκεινο, το οποιον ο Κυριος προσεταξε.10 s éppen azt parancsolta meg, hogy ne kövessen más isteneket, s ő mégsem tartotta meg, amit az Úr megparancsolt neki.
11 Δια τουτο ειπεν ο Κυριος εις τον Σολομωντα, Επειδη τουτο ευρεθη εν σοι, και δεν εφυλαξας την διαθηκην μου και τα διαταγματα μου, τα οποια προσεταξα εις σε, θελω εξαπαντος διαρρηξει την βασιλειαν απο σου και δωσει αυτην εις τον δουλον σου?11 Azt mondta azért az Úr Salamonnak: »Mivel ezt tudtad, s mégsem tartottad meg szövetségemet s parancsaimat, amelyeket meghagytam neked, azért elszakítom tőled királyságodat és szolgádnak adom.
12 πλην εν ταις ημεραις σου δεν θελω καμει τουτο, χαριν Δαβιδ του πατρος σου? εκ της χειρος του υιου σου θελω διαρρηξει αυτην?12 Mindazonáltal apád, Dávid miatt nem a te napjaidban cselekszem meg ezt, hanem fiad kezéből szakítom majd el,
13 δεν θελω ομως διαρρηξει πασαν την βασιλειαν? μιαν φυλην θελω δωσει εις τον υιον σου, χαριν Δαβιδ του δουλου μου, και χαριν της Ιερουσαλημ, την οποιαν εξελεξα.13 s nem is veszem el az egész királyságot, hanem egy törzset meghagyok fiadnak, szolgám, Dávid miatt s Jeruzsálem miatt, amelyet kiválasztottam.«
14 Και εσηκωσεν ο Κυριος αντιπαλον εις τον Σολομωντα, τον Αδαδ τον Ιδουμαιον? ουτος ητο εκ του σπερματος των βασιλεων της Ιδουμαιας.14 Ezért ellenséget támasztott az Úr Salamonnak az edomita Ádádban, aki az edomi királyi nemzetségből való volt.
15 Διοτι, οτε ητο ο Δαβιδ εν τη Ιδουμαια και Ιωαβ ο αρχιστρατηγος ανεβη να θαψη τους θανατωθεντας και επαταξε παν αρσενικον εν τη Ιδουμαια,15 Amikor ugyanis Dávid Edomban volt és Joáb, a sereg fővezére felment, hogy eltemettesse azokat, akiket megöltek, s Edomban mindenkit felkoncolt, aki férfi nemen volt
16 επειδη εξ μηνας εκαθησεν εκει ο Ιωαβ μετα παντος του Ισραηλ, εωσου εξωλοθρευσε παν αρσενικον εκ της Ιδουμαιας,16 (hat hónapig tartózkodott ott Joáb és egész Izrael, amíg el nem pusztított Edomban mindenkit, aki férfi nemen volt),
17 τοτε ο Αδαδ εφυγεν, αυτος και μετ' αυτου τινες Ιδουμαιοι εκ των δουλων του πατρος αυτου, δια να υπαγωσιν εις την Αιγυπτον? ητο δε ο Αδαδ μικρον παιδιον.17 Ádád s vele néhány edomita férfi, apja szolgái közül, elmenekült és Egyiptomba tartott; Ádád ekkor kis gyermek volt.
18 Και εσηκωθησαν εκ της Μαδιαμ και ηλθον εις Φαραν? και ελαβον μεθ' εαυτων ανδρας εκ Φαραν και ηλθον εις Αιγυπτον προς τον Φαραω βασιλεα της Αιγυπτου? οστις εδωκεν εις αυτον οικιαν και διεταξεν εις αυτον τροφας και γην εδωκεν εις αυτον.18 Miután pedig felszedelőzködtek Mádiánból, elmentek Páránba, s maguk mellé vettek néhányat Párán férfiai közül, s bementek Egyiptomba a fáraóhoz, Egyiptom királyához, s az házat adott, eleséget rendelt és földet jelölt ki neki,
19 Και ευρηκεν ο Αδαδ μεγαλην χαριν ενωπιον του Φαραω, ωστε εδωκεν εις αυτον γυναικα την αδελφην της γυναικος αυτου, την αδελφην της Ταχπενες της βασιλισσης.19 sőt Ádád akkora kegyelmet talált a fáraó előtt, hogy az feleségül adta neki feleségének, Táfnesz királynénak édes nővérét.
20 Και εγεννησεν εις αυτον η αδελφη της Ταχπενες τον Γενουβαθ τον υιον αυτου, τον οποιον η Ταχπενες απεγαλακτισεν εντος του οικου του Φαραω? και ητο ο Γενουβαθ εν τω οικω του Φαραω, μεταξυ των υιων του Φαραω.20 Táfnesz nővére aztán fiút szült neki, Genubátot, s azt Táfnesz a fáraó házában neveltette. Genubát a fáraónál lakott, annak fiai között.
21 Και οτε ηκουσεν ο Αδαδ εν Αιγυπτω οτι εκοιμηθη ο Δαβιδ μετα των πατερων αυτου και οτι απεθανεν Ιωαβ ο αρχιστρατηγος, ειπεν ο Αδαδ προς τον Φαραω, Εξαποστειλον με, δια να απελθω εις την γην μου.21 Amikor aztán Ádád Egyiptomban meghallotta, hogy Dávid aludni tért atyáihoz, s hogy Joáb, a sereg fővezére is meghalt, azt mondta a fáraónak: »Bocsáss el, hadd menjek földemre.«
22 Και ειπε προς αυτον ο Φαραω, Αλλα τι σοι λειπει πλησιον μου, και ιδου, συ ζητεις να απελθης εις την γην σου; Και απεκριθη, Ουδεν? αλλ' εξαποστειλον με, παρακαλω.22 Azt mondta erre neki a fáraó: »Mid hiányzik nálam, hogy földedre akarsz menni?« Ő azt felelte: »Semmi, de kérlek, csak bocsáss el engem.«
23 Και εσηκωσεν ο Θεος εις αυτον και αλλον αντιπαλον, τον Ρεζων, υιον του Ελιαδα, οστις ειχε φυγει απο του κυριου αυτου Αδαδεζερ, βασιλεως της Σωβα?23 Ellenséget támasztott továbbá neki Isten Rázonban, Eljáda fiában. Ez ugyanis megszökött Adarézertől, Szóba királyától, a gazdájától,
24 και συναθροισας εις εαυτον ανδρας, εγεινεν αρχηγος συμμοριας, οτε επαταξεν ο Δαβιδ τους απο Σωβα? και υπηγαν εις Δαμασκον και κατωκησαν εκει και εβασιλευσαν εν Δαμασκω?24 s embereket gyűjtött ellene, s e rablók vezére lett, amikor Dávid a szóbaiakat megölte. Ezek aztán elmentek Damaszkuszba, s ott letelepedtek, s őt Damaszkusz királyává tették.
25 και ητο αντιπαλος του Ισραηλ πασας τας ημερας του Σολομωντος, εκτος των κακων, τα οποια εκαμεν ο Αδαδ? και επηρεαζε τον Ισραηλ, βασιλευων επι της Συριας.25 Ő Salamon valamennyi napja alatt ellensége volt Izraelnek, s ugyanannyi bajt szerzett, mint Ádád és gyűlölte Izraelt; végül is Szíria királya lett.
26 Και ο Ιεροβοαμ, υιος του Ναβατ, Εφραθαιος απο Σαρηδα, δουλος του Σολομωντος, του οποιου η μητηρ ωνομαζετο Σερουα, γυνη χηρα, και ουτος εσηκωσε χειρα κατα του βασιλεως.26 Jeroboám, Nábát fia, egy Száredából való efraimita, – özvegyasszony anyját Száruának hívták –, Salamon egyik szolgája is felemelte kezét a király ellen.
27 Αυτη δε ητο η αιτια, δια την οποιαν εσηκωσε χειρα κατα του βασιλεως? ο Σολομων ωκοδομει την Μιλλω και εκλεισε το χαλασμα της πολεως Δαβιδ του πατρος αυτου?27 Annak pedig, hogy fellázadt ellene, a következő volt az oka. Salamon kiépíttette a Millót, s betemettette apja, Dávid városának szakadékát.
28 και ητο ο ανθρωπος Ιεροβοαμ δυνατος εν ισχυι? και ειδεν ο Σολομων τον νεον οτι ητο φιλεργος και κατεστησεν αυτον επιστατην επι παντα τα φορτια του οικου Ιωσηφ.28 Jeroboám bátor és erős ember volt, s amikor Salamon látta, hogy jóravaló és szorgalmas ifjú, József egész házának robotfelügyelőjévé tette.
29 Και κατ' εκεινον τον καιρον, οτε ο Ιεροβοαμ εξηλθεν εξ Ιερουσαλημ, ευρηκεν αυτον καθ' οδον ο προφητης Αχια ο Σηλωνιτης, ενδεδυμενος ιματιον νεον? και ησαν οι δυο μονοι εν τη πεδιαδι.29 Történt már most ebben az időben, hogy Jeroboám kiment Jeruzsálemből, s az úton találkozott vele a Silóból való Ahiás próféta, akin új palást volt és csak ők ketten voltak a mezőn.
30 Και επιασεν ο Αχια το νεον ιματιον, το οποιον εφορει, και εσχισεν αυτο εις δωδεκα τμηματα?30 Ekkor Ahiás megragadta rajta levő új palástját és tizenkét darabra szakította
31 και ειπε προς τον Ιεροβοαμ, Λαβε εις σεαυτον δεκα τμηματα? διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, θελω διαρρηξει την βασιλειαν εκ της χειρος του Σολομωντος και δωσει τας δεκα φυλας εις σε?31 és azt mondta Jeroboámnak: »Vegyél magadnak tíz darabot, mert ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Íme, én elszakítom a királyságot Salamon kezétől, s neked adok tíz törzset –
32 θελει μενει ομως εις αυτον μια φυλη, χαριν του δουλου μου Δαβιδ και χαριν της Ιερουσαλημ, της πολεως, την οποιαν εξελεξα εκ πασων των φυλων του Ισραηλ?32 egy törzs azonban maradjon meg neki szolgám, Dávid miatt és Jeruzsálem városa miatt, amelyet kiválasztottam Izrael minden törzse közül –,
33 διοτι με εγκατελιπον και ελατρευσαν Ασταρτην την θεαν των Σιδωνιων, Χεμως τον θεον των Μωαβιτων και Μελχωμ τον θεον των υιων Αμμων? και δεν περιεπατησαν εις τας οδους μου δια να πραττωσι το ευθες ενωπιον μου, και να φυλαττωσι τα διαταγματα μου και τας κρισεις μου, ως Δαβιδ ο πατηρ αυτου?33 mivel elhagyott engem s Astartét, a szidoniak istennőjét és Kámost, a moabiták istenét s Molokot, Ammon fiainak istenét imádta, s nem járt az én útjaimon, s nem tette meg azt, ami igaz én előttem: parancsaimat s rendeleteimet, miként apja, Dávid.
34 δεν θελω ομως λαβει πασαν την βασιλειαν εκ της χειρος αυτου, αλλα θελω διατηρησει αυτον ηγεμονα πασας τας ημερας της ζωης αυτου, χαριν Δαβιδ του δουλου μου, τον οποιον εξελεξα, διοτι εφυλαττε τας εντολας μου και τα διαταγματα μου?34 De nem veszem el az egész királyságot kezéből, sőt fejedelemnek is meghagyom élete valamennyi napjára, szolgám, Dávid miatt, akit kiválasztottam, s aki megtartotta törvényeimet és parancsolataimat.
35 θελω ομως λαβει την βασιλειαν εκ της χειρος του υιου αυτου και δωσει αυτην εις σε, τας δεκα φυλας?35 Fia kezéből azonban elveszem a királyságot, s neked adok tíz törzset,
36 εις δε τον υιον αυτου θελω δωσει μιαν φυλην, δια να εχη Δαβιδ ο δουλος μου λυχνον παντοτε εμπροσθεν μου εν Ιερουσαλημ, τη πολει την οποιαν εξελεξα εις εμαυτον δια να θεσω το ονομα μου εκει.36 bár fiának is adok egy törzset, hogy minden időben szövétneke maradjon előttem szolgámnak, Dávidnak Jeruzsálem városában, amelyet kiválasztottam, hogy ott legyen nevem.
37 και σε θελω λαβει, και θελεις βασιλευσει κατα παντα οσα η ψυχη σου επιθυμει και θελεις εισθαι βασιλευς επι τον Ισραηλ?37 Téged emellek fel tehát, hogy uralkodj mindenen, amit lelked kíván, s király légy Izraelen.
38 και εαν εισακουσης εις παντα οσα σε προσταζω και περιπατης εις τας οδους μου και πραττης το ευθες ενωπιον μου, φυλαττων τα διαταγματα μου και τας εντολας μου, καθως εκαμνε Δαβιδ ο δουλος μου, τοτε θελω εισθαι μετα σου και θελω οικοδομησει εις σε οικον ασφαλη, καθως ωκοδομησα εις τον Δαβιδ, και θελω δωσει τον Ισραηλ εις σε?38 Ha te majd hallgatsz mindarra, amit parancsolok neked, s útjaimon jársz, s azt teszed, ami igaz én előttem, s megtartod törvényeimet és parancsaimat, miként szolgám, Dávid cselekedett: veled leszek, s maradandó házat építek neked, mint ahogy házat építettem Dávidnak is, és neked adom Izraelt.
39 και θελω κακουχησει το σπερμα του Δαβιδ δια τουτο, πλην ουχι δια παντος.39 Ilyen módon sanyargatom meg Dávid ivadékát, ámde nem minden időkre.«
40 Οθεν εζητησεν ο Σολομων να θανατωση τον Ιεροβοαμ. Και σηκωθεις ο Ιεροβοαμ, εφυγεν εις Αιγυπτον προς Σισακ τον βασιλεα της Αιγυπτου, και ητο εν Αιγυπτω εωσου απεθανεν ο Σολομων.40 Salamon ezért meg akarta ölni Jeroboámot, de az felkelt, s Egyiptomba menekült Sesákhoz, Egyiptom királyához, s Egyiptomban volt egészen Salamon haláláig.
41 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Σολομωντος και παντα οσα εκαμε, και η σοφια αυτου, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των πραξεων του Σολομωντος;41 Salamon egyéb dolgai pedig s mindaz, amit cselekedett és a bölcsessége: íme, mind meg van írva Salamon krónikás könyvében.
42 Αι δε ημεραι, οσας εβασιλευσεν ο Σολομων εν Ιερουσαλημ επι παντα τον Ισραηλ, ησαν τεσσαρακοντα ετη.42 Az idő, amely alatt Salamon Jeruzsálemben, egész Izraelen uralkodott: negyven esztendő volt.
43 Και εκοιμηθη ο Σολομων μετα των πατερων αυτου και εταφη εν τη πολει Δαβιδ του πατρος αυτου? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ροβοαμ ο υιος αυτου.43 Aztán Salamon aludni tért atyáihoz, s eltemették apja, Dávid városában, s fia, Roboám lett a király helyette.