Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 19


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ανηγγελθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, ο βασιλευς κλαιει και πενθει δια τον Αβεσσαλωμ.1 Alors le roi se troubla, il monta à la chambre haute de la porte et se mit à pleurer. Tout en marchant il parlait ainsi: “Mon fils Absalom! Mon fils! Mon fils Absalom! Pourquoi ne suis-je pas mort à ta place? Absalom, mon fils! Mon fils!”
2 Και εν τη ημερα εκεινη η σωτηρια μετεβληθη εις πενθος εν παντι τω λαω? διοτι ηκουσεν ο λαος να λεγωσιν εν τη ημερα εκεινη, Ο βασιλευς ειναι περιλυπος δια τον υιον αυτου.2 On le dit à Joab: “Le roi pleure et se lamente sur Absalom.”
3 Και εισηρχετο ο λαος εν τη ημερα εκεινη κρυφιως εις την πολιν, ως λαος οστις κρυπτεται αισχυνομενος, οταν εν τη μαχη τραπη εις φυγην.3 Ce jour-là la victoire se changea en deuil pour tout le peuple, car tout le peuple apprit que le roi était désespéré à cause de son fils.
4 Ο δε βασιλευς εκαλυψε το προσωπον αυτου, και εβοα ο βασιλευς εν φωνη μεγαλη, Υιε μου Αβεσσαλωμ, Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου.4 C’est pourquoi ce jour-là le peuple rentra sans bruit dans la ville, comme des gens qui ont fui pendant la bataille et qui rentrent tout honteux sans se faire remarquer.
5 Και εισελθων ο Ιωαβ εις τον οικον προς τον βασιλεα, ειπε, Κατησχυνας σημερον τα προσωπα παντων των δουλων σου, οιτινες εσωσαν σημερον την ζωην σου και την ζωην των υιων σου και των θυγατερων σου και την ζωην των γυναικων σου και την ζωην των παλλακων σου?5 Le roi, lui, s’était voilé la face et il criait à haute voix: “Mon fils Absalom! Absalom, mon fils! Mon fils!”
6 επειδη αγαπας τους μισουντας σε και μισεις τους αγαπωντας σε? διοτι εδειξας σημερον, οτι δεν ειναι παρα σοι ουδεν οι αρχοντες σου και οι δουλοι σου? διοτι σημερον εγνωρισα, οτι εαν ο Αβεσσαλωμ εζη και ημεις παντες απεθνησκομεν σημερον, τοτε ηθελεν εισθαι αρεστον εις σε?6 Joab entra dans la chambre du roi et lui dit: “Aujourd’hui tu couvres de honte tous tes serviteurs. Ils t’ont sauvé la vie, la vie des tes fils et de tes filles, la vie de tes femmes et de tes concubines.
7 τωρα λοιπον σηκωθητι, εξελθε και λαλησον κατα την καρδιαν των δουλων σου? διοτι ομνυω εις τον Κυριον, εαν δεν εξελθης, δεν θελει μεινει μετα σου την νυκτα ταυτην ουδε εις? και τουτο θελει εισθαι εις σε χειροτεραν υπερ παντα τα κακα, οσα ηλθον επι σε εκ νεοτητος σου μεχρι του νυν.7 Mais tu aimes ceux qui te haïssent et tu hais ceux qui t’aiment. Tu le montres bien aujourd’hui: tes serviteurs et leurs chefs ne sont rien pour toi et si aujourd’hui Absalom était en vie, et que tous nous soyons morts, tu serais très content.
8 Τοτε εσηκωθη ο βασιλευς και εκαθησεν εν τη πυλη. Και ανηγγειλαν προς παντα τον λαον, λεγοντες, Ιδου, ο βασιλευς καθηται εν τη πυλη. Και ηλθε πας ο λαος εμπροσθεν του βασιλεως. Ο δε Ισραηλ εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου.8 Maintenant lève-toi, sors et parle à tes serviteurs! Je le jure par Yahvé, si tu ne sors pas, personne ne restera près de toi cette nuit, et ce serait pour toi un plus grand malheur que tous ceux qui t’ont frappé depuis ta jeunesse jusqu’à aujourd’hui.”
9 Και ητο πας ο λαος εις εριδα κατα πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγοντες, Ο βασιλευς εσωσεν ημας εκ χειρος των εχθρων ημων? και αυτος ηλευθερωσεν ημας εκ χειρος των Φιλισταιων? και τωρα εφυγεν εκ του τοπου εξ αιτιας του Αβεσσαλωμ?9 Alors le roi se leva et vint s’asseoir à la porte. On l’annonça à tout le peuple: “Voici, le roi est assis à la porte.” Et tout le peuple se présenta devant le roi. Tous les gens d’Israël s’étaient enfui chez eux,
10 ο δε Αβεσσαλωμ, τον οποιον εχρισαμεν βασιλεα εφ' ημας, απεθανεν εν τη μαχη? τωρα λοιπον δια τι δεν λαλειτε να επιστρεψωμεν τον βασιλεα;10 et dans toutes les tribus d’Israël on discutait. On disait: “C’est le roi qui nous a délivrés de la main de tous nos ennemis, c’est lui qui nous a délivrés des Philistins, et maintenant à cause d’Absalom il a dû s’enfuir du pays.
11 Και απεστειλεν ο βασιλευς Δαβιδ προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, λεγων, Λαλησατε προς τους πρεσβυτερους του Ιουδα, λεγοντες, Δια τι εισθε οι εσχατοι εις το να επιστρεψητε τον βασιλεα εις τον οικον αυτου; διοτι οι λογοι παντος του Ισραηλ εφθασαν προς τον βασιλεα εις τον οικον αυτου?11 Cet Absalom que nous avions consacré comme roi, il est mort dans la bataille, alors, ne ferez-vous rien pour ramener le roi?”
12 σεις εισθε αδελφοι μου, σεις οστα μου και σαρξ μου? δια τι λοιπον εισθε οι εσχατοι εις το να επιστρεψητε τον βασιλεα;12 Ce que l’on disait dans tout Israël arriva aux oreilles du roi. Le roi David donna cette mission aux prêtres Sadoq et Ébyatar: “Faites passer ce message aux anciens de Juda: Pourquoi seriez-vous les derniers à faire revenir le roi chez lui?
13 προς τον Αμασα μαλιστα ειπατε, Δεν εισαι συ οστουν μου και σαρξ μου; ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν δεν γεινης αρχιστρατηγος παντοτε εμπροσθεν μου αντι του Ιωαβ.13 N’êtes-vous pas mes frères? N’êtes-vous pas de ma chair et de mes os? Pourquoi seriez-vous les derniers à faire revenir le roi?
14 Και εκλινε την καρδιαν παντων των ανδρων Ιουδα ως ενος ανθρωπου? και απεστειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Επιστρεψον συ και παντες οι δουλοι σου.14 Vous direz aussi à Amasa: N’es-tu pas de ma chair et de mes os? Que Dieu me maudisse et me maudisse encore si je ne te fais pas chef de l’armée à la place de Joab.”
15 Επεστρεψε λοιπον ο βασιλευς και ηλθεν εως του Ιορδανου. Και ο Ιουδας ηλθεν εις Γαλγαλα, δια να υπαγη εις συναντησιν του βασιλεως, να διαβιβαση τον βασιλεα δια του Ιορδανου.15 Par ces paroles il gagna la confiance de tous les hommes de Juda, et d’un commun accord ils envoyèrent ce message au roi: “Reviens avec tous tes serviteurs.”
16 Εσπευσε δε Σιμει ο υιος του Γηρα, ο Βενιαμιτης, εκ Βαουρειμ, και κατεβη μετα των ανδρων Ιουδα εις συναντησιν του βασιλεως Δαβιδ.16 Le roi revint donc. Il atteignait le Jourdain lorsque les gens de Juda arrivèrent à Guilgal, venant à la rencontre du roi pour l’aider à traverser le Jourdain.
17 Και ησαν μετ' αυτου χιλιοι ανδρες εκ του Βενιαμιν, και Σιβα ο δουλος του οικου του Σαουλ, και οι δεκαπεντε υιοι αυτου και εικοσι δουλοι αυτου μετ' αυτου? και διεβησαν τον Ιορδανην ενωπιον του βασιλεως.17 Chiméï fils de Guéra, le Benjaminite de Bahourim, descendait avec les gens de Juda au-devant du roi David,
18 Επειτα επερασεν η λεμβος δια να διαβιβαση την οικογενειαν του βασιλεως, και να καμη ο, τι ηθελε φανη εις αυτον αρεστον. Και Σιμει ο υιος του Γηρα επεσεν ενωπιον του βασιλεως, ενω διεβαινε τον Ιορδανην?18 amenant avec lui 1 000 hommes de la tribu de Benjamin. Siba, l’intendant de la maison de Saül, était descendu dans le Jourdain avec ses 15 fils et ses 20 serviteurs au devant du roi David,
19 και ειπε προς τον βασιλεα, Ας μη λογαριαση ο κυριος μου ανομιαν εις εμε, και μη ενθυμηθης την ανομιαν, την οποιαν επραξεν ο δουλος σου, καθ' ην ημεραν εξηρχετο ο κυριος μου ο βασιλευς εξ Ιερουσαλημ, ωστε να βαλη τουτο ο βασιλευς εν τη καρδια αυτου?19 pour faire traverser la famille du roi, et pour toute autre chose qu’il pouvait désirer. Chiméï fils de Guéra se jeta aux pieds du roi au moment où il traversait le Jourdain.
20 διοτι ο δουλος σου εγνωρισεν οτι εγω ημαρτον? και ιδου εγω ηλθον σημερον προτερος παντος του οικου Ιωσηφ, δια να καταβω εις συναντησιν του κυριου μου του βασιλεως.20 Il dit au roi: “Que mon seigneur oublie ma faute, ne m’en garde pas rancune. Oublie le mal que ton serviteur a fait à mon seigneur le roi, le jour où il sortait de Jérusalem.
21 Και απεκριθη ο Αβισαι ο υιος της Σερουιας, λεγων, Δεν πρεπει ο Σιμει να θανατωθη δια τουτο, διοτι κατηρασθη τον κεχρισμενον του Κυριου;21 Ton serviteur sait bien qu’il a péché, mais aujourd’hui il est venu le premier de toute la maison de Joseph pour descendre à la rencontre de mon seigneur le roi.”
22 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε, Τι μεταξυ εμου και υμων, υιοι της Σερουιας, ωστε γινεσθε σημερον επιβουλοι εις εμε; πρεπει την ημεραν ταυτην να θανατωθη ανθρωπος εν Ισραηλ; διοτι δεν γνωριζω εγω οτι σημερον ειμαι βασιλευς επι τον Ισραηλ;22 Abisaï fils de Sérouya prit la parole et dit: “Chiméï mérite la mort, car il a maudit le roi consacré par Yahvé.”
23 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιμει, Δεν θελεις αποθανει. Και ωμοσε προς αυτον ο βασιλευς.23 Mais David répondit: “Ne vous mêlez pas de mes affaires, fils de Sérouya, vous me feriez du tort aujourd’hui si quelqu’un était mis à mort en Israël. Je sais très bien qu’aujourd’hui je suis roi de tout Israël.”
24 Και Μεμφιβοσθε, ο υιος του Σαουλ, κατεβη εις συναντησιν του βασιλεως? και ουτε τους ποδας αυτου ειχε νιψει ουτε τον πωγωνα αυτου ευπρεπισει ουτε τα ιματια αυτου ειχε πλυνει, αφ' ης ημερας ο βασιλευς ανεχωρησε μεχρι της ημερας καθ' ην επεστρεψεν εν ειρηνη.24 Et le roi fit à Chiméï ce serment: “Tu ne mourras pas.”
25 Και οτε ηλθεν εις Ιερουσαλημ προς συναντησιν του βασιλεως, ο βασιλευς ειπε προς αυτον, Δια τι δεν ηλθες μετ' εμου, Μεμφιβοσθε;25 Méribaal, le fils de Saül, était descendu lui aussi à la rencontre du roi. Depuis le jour où le roi était parti, jusqu’à ce jour où il revenait en paix, Méribaal ne s’était pas lavé les pieds ni les mains, il n’avait pas taillé sa moustache ni lavé ses vêtements.
26 Ο δε απεκριθη, Κυριε μου βασιλευ, ο δουλος μου με ηπατησε? διοτι ο δουλος σου ειπε, Θελω στρωσει δι' εμαυτον τον ονον, και θελω αναβη επ' αυτον και υπαγει προς τον βασιλεα? διοτι ο δουλος σου ειναι χωλος?26 Comme il arrivait de Jérusalem au-devant du roi, le roi lui demanda: “Pourquoi n’es-tu pas venu avec moi Méribaal?”
27 και εσυκοφαντησε τον δουλον σου προς τον κυριον μου τον βασιλεα? πλην ο κυριος μου ο βασιλευς ειναι ως αγγελος Θεου? καμε λοιπον το αρεστον εις τους οφθαλμους σου?27 Il répondit: “Mon seigneur le roi, c’est mon serviteur qui m’a trompé. Je lui avais dit: Selle mon ânesse, je la monterai pour rejoindre le roi, car tu le sais, ton serviteur est infirme.
28 διοτι πας ο οικος του πατρος μου δεν ητο παρα αξιος θανατου ενωπιον του κυριου μου του βασιλεως? συ ομως κατεταξας τον δουλον σου μεταξυ εκεινων οιτινες ετρωγον επι της τραπεζης σου? και τι δικαιον εχω εγω πλεον, και δια τι να παραπονωμαι ετι προς τον βασιλεα;28 Et voilà qu’il m’a calomnié auprès de mon seigneur le roi. Mais mon seigneur le roi est comme l’ange de Yahvé, qu’il agisse aujourd’hui comme bon lui semble.
29 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Δια τι λαλεις ετι περι των πραγματων σου; εγω ειπα, Συ και ο Σιβα διαμοιρασθητε τους αγρους.29 La famille de mon père ne pouvait rien attendre de mon seigneur le roi sinon la mort, et cependant tu m’as admis parmi ceux qui mangent à ta table. De quel droit pourrais-je encore demander quelque chose au roi?”
30 Και ειπεν ο Μεμφιβοσθε προς τον βασιλεα, Και τα παντα ας λαβη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς επεστρεψεν εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.30 Le roi lui dit: “Assez de discours! Toi et Siba, vous partagerez les terres.”
31 Και ο Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης κατεβη απο Ρωγελλιμ και διεβη τον Ιορδανην μετα του βασιλεως, δια να συμπροπεμψη αυτον εως περαν του Ιορδανου.31 Méribaal dit au roi: “Qu’il garde tout, puisque mon seigneur le roi est rentré chez lui en paix.”
32 Ητο δε ο Βαρζελλαι ανθρωπος γερων σφοδρα, ογδοηκοντα ετων ηλικιας? και διετρεφε τον βασιλεα, οτε εκαθητο εν Μαχαναιμ? διοτι ητο ανθρωπος μεγας σφοδρα.32 Barzillaï de Galaad était descendu de Roglim, il avait passé le Jourdain avec le roi avant de prendre congé de lui.
33 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Βαρζελλαι, Διαβα συ μετ' εμου, και θελω σε τρεφει μετ' εμου εν Ιερουσαλημ.33 Or Barzillaï était très vieux, il avait 80 ans; c’est lui qui avait ravitaillé le roi alors qu’il était à Mahanayim, car c’était un homme très riche.
34 Ο δε Βαρζελλαι ειπε προς τον βασιλεα, Ποσαι ειναι αι ημεραι των ετων της ζωης μου, ωστε να αναβω μετα του βασιλεως εις Ιερουσαλημ;34 Le roi dit à Barzillaï: “Reste avec moi et je te nourrirai à Jérusalem.”
35 ειμαι σημερον ογδοηκοντα ετων ηλικιας? δυναμαι να καμω διακρισιν μεταξυ καλου και κακου; δυναται ο δουλος σου να αισθανθη τι τρωγω, η τι πινω; δυναμαι να ακουσω πλεον την φωνην των αδοντων η των αδουσων; δια τι λοιπον ο δουλος σου να ηναι ετι και φορτιον εις τον κυριον μου τον βασιλεα;35 Mais Barzillaï dit au roi: “Combien de jours, combien d’années me reste-t-il à vivre pour que je vienne avec le roi à Jérusalem?
36 ο δουλος σου θελει διαβη τον Ιορδανην μετα του βασιλεως μεχρις ολιγου διαστηματος? και δια τι ο βασιλευς ηθελε καμει εις εμε την ανταποδοσιν ταυτην;36 J’ai maintenant 80 ans et je ne distingue plus ce qui est bon et ce qui est mauvais, je n’ai plus le goût de ce que je mange ou de ce que je bois, je n’entends plus la voix des chanteurs et des chanteuses. Pourquoi donc ton serviteur serait-il encore à charge à mon seigneur le roi?
37 ας επιστρεψη ο δουλος σου, παρακαλω, δια να αποθανω εν τη πολει μου και να ενταφιασθω πλησιον του ταφου του πατρος μου και της μητρος μου? πλην ιδου, ο δουλος σου Χιμαμ? ας διαβη μετα του κυριου μου του βασιλεως? και καμε εις αυτον ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους σου.37 Ton serviteur t’accompagnera encore un peu au-delà du Jourdain, mais pourquoi le roi me donnerait-il une telle récompense?
38 Και ειπεν ο βασιλευς, Μετ' εμου θελει διαβη ο Χιμαμ, και εγω θελω καμει εις αυτον ο, τι φαινεται αρεστον εις τους οφθαλμους σου? και εις σε θελω καμει παν ο, τι ζητησης παρ' εμου.38 Permets-moi de retourner et de mourir dans ma ville, près du tombeau de mon père et de ma mère. Mais mon fils Kinham, ton serviteur, continuera avec mon seigneur le roi et tu feras pour lui ce qui te semblera bon.”
39 Και διεβη πας ο λαος τον Ιορδανην. Και οτε διεβη ο βασιλευς, κατεφιλησεν ο βασιλευς τον Βαρζελλαι και ευλογησεν αυτον? ο δε επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.39 Le roi dit: “Que Kinham reste avec moi. Je ferai pour lui ce que tu voudras, et tout ce que tu me demanderas, je le ferai pour toi.”
40 Τοτε διεβη ο βασιλευς εις Γαλγαλα, και ο Χιμαμ διεβη μετ' αυτου? και πας ο λαος του Ιουδα και ετι το ημισυ του λαου Ισραηλ διεβιβασαν τον βασιλεα.40 Tout le peuple traversa le Jourdain après le roi. Lui embrassa Barzillaï et le bénit, et celui-ci s’en retourna chez lui.
41 Και ιδου, παντες οι ανδρες Ισραηλ ηλθον προς τον βασιλεα και ειπον προς τον βασιλεα, Δια τι σε εκλεψαν οι αδελφοι ημων, οι ανδρες Ιουδα, και διεβιβασαν τον βασιλεα και την οικογενειαν αυτου, δια του Ιορδανου, και παντας τους ανδρας του Δαβιδ μετ' αυτου;41 Le roi marcha vers Guilgal en compagnie de Kinham; tout le peuple de Juda accompagnait le roi, ainsi que la moitié du peuple d’Israël.
42 Και απεκριθησαν παντες οι ανδρες Ιουδα προς τους ανδρας Ισραηλ, Διοτι ο βασιλευς ειναι συγγενης ημων? και τι θυμονετε δια το πραγμα τουτο; μηπως εφαγομεν τι εκ του βασιλεως; η εδωκεν εις ημας δωρον;42 C’est alors que les hommes d’Israël vinrent auprès du roi et lui dirent: “Pourquoi nos frères, les hommes de Juda, t’ont-ils enlevé avec ta famille pour te faire traverser le Jourdain, alors que tu avais là toute ta garde avec toi?”
43 Και απεκριθησαν οι ανδρες Ισραηλ προς τους ανδρας Ιουδα και ειπον, Ημεις εχομεν δεκα μερη εις τον βασιλεα, και μαλιστα εχομεν εις τον Δαβιδ πλειοτερον παρα σεις? δια τι λοιπον περιφρονειτε ημας; και δεν ελαλησαμεν ημεις πρωτοι μεταξυ ημων περι της επιστροφης του βασιλεως ημων; Και οι λογοι των ανδρων Ιουδα ησαν σκληροτεροι παρα τους λογους των ανδρων Ισραηλ.43 Les hommes de Juda répondirent aux Israélites: “Le roi n’est-il pas de notre tribu? Pourquoi vous mettre en colère? Est-ce que le roi nous a donné à manger, ou quelque chose d’autre?”
44 Les Israélites répondirent aux hommes de Juda: “Nous avons dix fois plus de droits que vous sur le roi. Pourquoi donc nous avoir méprisés? C’est nous qui avons demandé les premiers le retour de notre roi.” Mais les hommes de Juda leur répondirent durement, plus qu’eux-mêmes ne l’avaient fait.