Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 19


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις τα Σοδομα το εσπερας? και εκαθητο ο Λωτ παρα την πυλην των Σοδομων? ιδων δε ο Λωτ, εσηκωθη εις συναντησιν αυτων και προσεκυνησεν επι προσωπον εως εδαφους?1 A két angyal este érkezett Szodomába, amikor Lót éppen a város kapujában üldögélt. Amint meglátta őket, felkelt, és eléjük ment. A földig hajtotta arcát előttük,
2 και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας? και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας? οι δε ειπον, Ουχι, αλλ' εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.2 és így szólt: »Könyörgök, uraim, térjetek be szolgátok házába, és szálljatok meg ott! Mossátok meg lábatokat, reggel aztán elmehettek utatokra!« Azok azt mondták: »Nem, majd megalszunk az utcán!«
3 Αφου δε εβιασεν αυτους πολυ, εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου? και εκαμεν εις αυτους συμποσιον, και εψησεν αζυμα και εφαγον.3 De nagyon unszolta őket, így betértek hozzá, és bementek a házába. Ő pedig lakomát készített, kovásztalan kenyeret sütött, és ettek.
4 Πριν δε κοιμηθωσιν, οι ανδρες της πολεως, οι ανδρες των Σοδομων, περιεκυκλωσαν την οικιαν, νεοι και γεροντες, απας ο λαος ομου πανταχοθεν?4 Mielőtt azonban lefeküdni mentek volna, a város lakói, Szodoma férfiai körülvették a házat, gyerektől az aggastyánig az egész nép.
5 και εκραζον προς τον Λωτ και ελεγον προς αυτον, Που ειναι οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα; εκβαλε αυτους προς ημας, δια να γνωρισωμεν αυτους.5 Szólították Lótot, s azt mondták neki: »Hol vannak azok a férfiak, akik betértek hozzád az éjjel? Hozd ki őket ide, hadd ismerjük meg őket!«
6 Εξηλθε δε ο Λωτ προς αυτους εις το προθυρον, και εκλεισε την θυραν οπισω αυτου,6 Kiment erre hozzájuk Lót – maga mögött bezárva az ajtót –, és azt mondta:
7 και ειπε, Μη, αδελφοι μου, μη πραξητε τοιουτον κακον?7 »Kérlek titeket, testvéreim, ne tegyetek ilyen gonoszságot.
8 ιδου, εχω δυο θυγατερας αιτινες δεν εγνωρισαν ανδρα? να σας φερω λοιπον αυτας εξω? και καμετε εις αυτας, οπως φανη εις εσας αρεστον? μονον εις τους ανδρας τουτους μη πραξητε μηδεν, επειδη δια τουτο εισηλθον υπο την σκιαν της στεγης μου.8 Van két leányom, akik még nem ismertek férfit. Kihozom őket hozzátok, és éljetek vissza velük, ahogy nektek tetszik, csak ezekkel a férfiakkal ne tegyetek semmi gonoszat, hiszen hajlékom árnyékába jöttek.«
9 Οι δε ειπον, Φυγε απ' εκει. Και ειπον, ουτος ηλθε δια να παροικηση? θελει να γεινη και κριτης; τωρα θελομεν καποποιησει σε μαλλον παρα εκεινους. Και εβιαζον τον ανθρωπον τον Λωτ καθ' υπερβολην, και επλησιασαν δια να συντριψωσι την θυραν?9 Ám azok azt mondták: »Takarodj innen!« Aztán pedig így szóltak: »Jövevényként jött ide, és ő akar bíráskodni? Majd mindjárt elbánunk veled, alaposabban, mint azokkal!« – Azzal nagy erővel Lótra rohantak, s már majdnem betörték az ajtót.
10 Εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας αυτων εσυραν τον Λωτ προς εαυτους εις την οικιαν, και εκλεισαν την θυραν?10 De íme, azok a férfiak kinyújtották kezüket, behúzták Lótot magukhoz, és bezárták az ajtót.
11 τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.11 A kinn lévőket pedig vaksággal sújtották, az aprajától a nagyjáig, úgyhogy nem tudták megtalálni az ajtót.
12 Και ειπον οι ανδρες προς τον Λωτ, Εχεις εδω αλλον τινα; γαμβρον υιους η θυγατερας η οντινα αλλον εχεις εν τη πολει, εξαγαγε αυτους εκ του τοπου?12 Ekkor így szóltak Lóthoz: »Kid van még itt? Vődet, vagy fiaidat, vagy leányaidat, vagy bárkidet, akid van, vidd ki ebből a városból!
13 διοτι ημεις καταστρεφομεν τον τοπον τουτον, επειδη η κραυγη αυτων εμεγαλυνεν ενωπιον του Κυριου? και απεστειλεν ημας ο Κυριος δια να καταστρεψωμεν αυτον.13 Mi ugyanis eltöröljük ezt a helyet, mivel megsokasodott a jajkiáltás ellenük az Úr előtt, s ő elküldött minket, hogy pusztítsuk el.«
14 Εξηλθε λοιπον ο Λωτ και ελαλησε προς τους γαμβρους αυτου, τους μελλοντας να λαβωσι τας θυγατερας αυτου, και ειπε, Σηκωθητε, εξελθετε εκ του τοπου τουτου? διοτι καταστρεφει ο Κυριος την πολιν. Αλλ' εφανη εις τους γαμβρους αυτου ως αστειζομενος.14 Kiment tehát Lót, és szólt a vejeinek, akik a leányait el akarták venni: »Keljetek fel, menjetek ki ebből a helységből, mert az Úr eltörli ezt a várost!« Ám azok úgy gondolták, hogy csak tréfálkozik.
15 Και οτε εγεινεν αυγη, εβιαζον οι αγγελοι τον Λωτ, λεγοντες? Σηκωθητι, λαβε την γυναικα σου και τας δυο σου θυγατερας, τας ευρισκομενας εδω, δια να μη συναπολεσθης και συ εν τη ανομια της πολεως.15 Amikor aztán megvirradt, így sürgették őt az angyalok: »Kelj fel, vedd feleségedet és két lányodat, hogy el ne vessz te is a város gonoszsága miatt!«
16 Επειδη δε εβραδυνεν, οι ανδρες πιασαντες την χειρα αυτου και την χειρα της γυναικος αυτου και τας χειρας των δυο θυγατερων αυτου, διοτι εσπλαγχνισθη αυτον ο Κυριος, εξηγαγον αυτον και εθεσαν αυτον εξω της πολεως.16 És mivel késedelmeskedett, a férfiak megragadták a kezét, a felesége kezét, és a két leányáét, mert az Úr megkegyelmezett neki.
17 Και οτε εξηγαγον αυτους εξω, ειπεν ο Κυριος, Διασωσον την ζωην σου? μη περιβλεψης οπισω σου, και μη σταθης καθ' ολην την περιχωρον? διασωθητι εις το ορος, δια να μη απολεσθης.17 Kivezették, a városon kívül elengedték, és így szóltak hozzá: »Mentsd az életedet! Ne tekints hátra, és meg ne állj az egész környéken, hanem menekülj a hegyre, hogy el ne vessz te is!«
18 Και ειπεν ο Λωτ προς αυτους, Μη, παρακαλω, Κυριε?18 Ám Lót azt mondta nekik: »Kérlek, uram,
19 ιδου, ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, και εμεγαλυνας το ελεος σου, το οποιον εκαμες προς εμε, φυλαττων την ζωην μου? αλλ' εγω δεν θελω δυνηθη να διασωθω εις το ορος, μηπως με προφθαση το κακον και αποθανω?19 hiszen kegyelmet talált előtted szolgád, s nagy volt irgalmasságod, amelyet velem cselekedtél, hogy megmentsd az életemet! Nem menekülhetek a hegyre, mert akkor utolérhet a veszedelem, és meghalok.
20 ιδου, παρακαλω, η πολις αυτη ειναι πλησιον ωστε να καταφυγω εκει, και ειναι μικρα? εκει, παρακαλω, να διασωθω? δεν ειναι μικρα; και θελει ζησει η ψυχη μου.20 Egy város közel van itt, oda elfuthatnék. Kicsi az, ott megmenekülhetek – ugye valóban kicsi az? – és életben maradhatok.«
21 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ιδου, επηκουσα σου και εις το πραγμα τουτο, να μη καταστρεψω την πολιν, περι της οποιας ελαλησας?21 Erre azt válaszolta neki: »Íme, ebben is meghallgatom kérésedet, s nem dúlom fel azt a várost, amelyért szóltál.
22 ταχυνον, διασωθητι εκει? διοτι δεν θελω δυνηθη να καμω ουδεν, εωσου φθασης εκει? δια τουτο εκαλεσε το ονομα της πολεως Σηγωρ.22 Siess, és menekülj oda, mert semmit sem tehetek, amíg be nem érsz oda.« – Ezért nevezték el azt a várost Coárnak.
23 Ο ηλιος ανετειλεν επι την γην, οτε ο Λωτ εισηλθεν εις Σηγωρ.23 Éppen akkor jött fel a nap a földre, amikor Lót bement Coárba.
24 Και εβρεξεν ο Κυριος επι τα Σοδομα και Γομορρα θειον και πυρ παρα Κυριου εκ του ουρανου?24 Ekkor az Úr kénkövet és tüzet hullatott az Úrtól az égből Szodomára és Gomorrára,
25 και κατεστρεψε τας πολεις ταυτας, και παντα τα περιχωρα και παντας τους κατοικους των πολεων και τα φυτα της γης.25 és elpusztította Isten ezeket a városokat, és az egész környéket, a városok minden lakóját, s a föld minden növényét.
26 Αλλ' γυνη αυτου περιβλεψασα οπισθεν αυτου εγεινε στηλη αλατος.26 Lót felesége pedig, aki hátratekintett, sóoszloppá változott.
27 Ο δε Αβρααμ σηκωθεις ενωρις το πρωι ηλθεν εις τον τοπον οπου ειχε σταθη ενωπιον του Κυριου?27 Amikor aztán Ábrahám felkelt reggel, és onnan, ahol azelőtt az Úrral állt,
28 και βλεψας επι τα Σοδομα και Γομορρα και εφ' ολην την γην της περιχωρου, ειδε, και ιδου, ανεβαινε καπνος απο της γης, ως καπνος καμινου.28 letekintett Szodomára és Gomorrára és a környék egész földjére, azt látta, hogy olyan füst száll fel a földből, mint az olvasztókemence füstje.
29 Ουτω λοιπον, οτε ο Θεος κατεστρεψε τας πολεις της περιχωρου, ενεθυμηθη ο Θεος τον Αβρααμ, και εξαπεστειλε τον Λωτ εκ μεσου της καταστροφης, οτε κατεστρεψε τας πολεις, εις τας οποιας κατωκει ο Λωτ.29 Így tehát Isten, amikor elpusztította a környék városait, megemlékezett Ábrahámról, és kimentette Lótot azoknak a városoknak a pusztulásából, amelyekben lakott.
30 Ανεβη δε ο Λωτ απο Σηγωρ και κατωκησεν εν τω ορει, και μετ' αυτου αι δυο θυγατερες αυτου, διοτι εφοβηθη να κατοικηση εν Σηγωρ? και κατωκησεν εν σπηλαιω, αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου.30 Lót aztán felment Coárból, és a hegyen telepedett le két lányával együtt – félt ugyanis Coárban maradni. Egy barlangban lakott két lányával.
31 Και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ο πατηρ ημων ειναι γερων, και ανθρωπος δεν ειναι επι της γης, δια να εισελθη προς ημας κατα την συνηθειαν πασης της γης?31 A nagyobbik azt mondta a kisebbnek: »Az apánk öreg már, s nincs más férfi ezen a földön, aki be tudna jönni hozzánk, az egész föld szokása szerint.
32 ελθε, ας ποτισωμεν τον πατερα, ημων οινον, και ας κοιμηθωμεν μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.32 Gyere, részegítsük meg őt borral, és aludjunk vele, hogy utódot támasszunk apánktól!«
33 Εποτισαν λοιπον τον πατερα αυτων οινον κατ' εκεινην την νυκτα? και εισηλθεν η πρεσβυτερα και εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.33 Bort adtak tehát inni apjuknak azon az éjszakán, aztán bement a nagyobbik, és az apjával aludt. Az meg nem is vette észre, amikor a lány odafeküdt, sem azt, amikor felkelt.
34 Και την επαυριον ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ιδου, εγω εκοιμηθην χθες την νυκτα μετα του πατρος ημων? ας ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην, και εισελθουσα συ, κοιμηθητι μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.34 Másnap aztán azt mondta a nagyobbik a kisebbnek: »Íme, tegnap én aludtam az apámmal. Adjunk neki ma éjjel is bort inni, s aludj vele te is, hogy utódot támasszunk apánktól!«
35 Εποτισαν λοιπον και την νυκτα εκεινην τον πατερα αυτων οινον, και σηκωθεισα η νεωτερα, εκοιμηθη μετ' αυτου? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.35 Azon az éjszakán is bort adtak inni az apjuknak, aztán bement a kisebbik lány, és vele aludt. Az ezúttal sem érezte meg, amikor a lány odafeküdt, sem azt, amikor felkelt.
36 Και συνελαβον αι δυο θυγατερες του Λωτ εκ του πατρος αυτων.36 Fogant is apjától Lótnak mindkét lánya.
37 Και εγεννησεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωαβ? ουτος ειναι ο πατηρ των Μωαβιτων εως της σημερον.37 A nagyobb fiút szült, és elnevezte Moábnak – ő a mai moabiták apja.
38 Εγεννησε δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Βεν-αμμι? ουτος ειναι ο πατηρ των Αμμωνιτων εως της σημερον.38 A kisebb is fiút szült, s elnevezte Ammonnak, azaz Népem fiának – ő a mai ammoniták apja.