Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Hohelied 3


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Des Nachts auf meinem Lager suchte ich ihn,
den meine Seele liebt.
Ich suchte ihn und fand ihn nicht.
1 Την νυκτα επι της κλινης μου εζητησα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον.
2 Aufstehen will ich, die Stadt durchstreifen,
die Gassen und Plätze,
ihn suchen, den meine Seele liebt. Ich suchte ihn und fand ihn nicht.
2 Θελω σηκωθη τωρα και περιελθει την πολιν, εν ταις αγοραις και εν ταις πλατειαις? θελω ζητησει εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον.
3 Mich fanden die Wächter
bei ihrer Runde durch die Stadt. Habt ihr ihn gesehen,
den meine Seele liebt?
3 Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν. Μη ειδετε εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου;
4 Kaum war ich an ihnen vorüber,
fand ich ihn, den meine Seele liebt. Ich packte ihn, ließ ihn nicht mehr los,
bis ich ihn ins Haus meiner Mutter brachte,
in die Kammer derer, die mich geboren hat.
4 Αφου ολιγον επερασα απ' αυτων, ευρηκα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? επιασα αυτον και δεν αφηκα αυτον, εωσου εισηγαγον αυτον εις τον οικον της μητρος μου, και εις τον κοιτωνα της συλλαβουσης με.
5 Bei den Gazellen und Hirschen der Flur
beschwöre ich euch, Jerusalems Töchter: Stört die Liebe nicht auf,
weckt sie nicht,
bis es ihr selbst gefällt.
5 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εις τας δορκαδας και εις τας ελαφους του αγρου, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση.
6 Wer ist sie,
die da aus der Steppe heraufsteigt
in Säulen von Rauch, umwölkt von Myrrhe und Weihrauch,
von allen Wohlgerüchen der Händler?
6 Τις αυτη, η αναβαινουσα απο της ερημου ως στυλοι καπνου, τεθυμιαμενη με σμυρναν και λιβανον, με πασαν αρωματικην σκονην του μυρεψου;
7 Sieh da, das ist Salomos Sänfte; sechzig Helden geleiten sie,
Israels Helden,
7 Ιδου, η κλινη του Σολομωντος? εξηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι περι αυτην, εκ των δυνατων του Ισραηλ?
8 alle vertraut mit dem Schwert,
geschult für den Kampf; jeder trägt sein Schwert an der Hüfte
gegen die Schrecken der Nacht.
8 Παντες ουτοι κρατουσι ρομφαιαν, δεδιδαγμενοι πολεμον? εκαστος εχει την ρομφαιαν αυτου επι τον μηρον αυτου δια νυκτερινους φοβους.
9 Einen Tragsessel ließ König Salomo zimmern
aus Holz vom Libanon,
9 Ο βασιλευς Σολομων εκαμεν εις εαυτον φορειον εκ ξυλων του Λιβανου?
10 die Pfosten in Silber,
die Lehne in Gold,der Sitz in Purpur,
das Innere mit Steinen belegt.
10 τους στυλους αυτου εκαμεν εξ αργυρου, το ανακλιντηριον αυτου εκ χρυσου, την στρωμνην αυτου εκ πορφυρας? το μεσον αυτου ητο εγκεκοσμημενον ερασμιως υπο των θυγατερων της Ιερουσαλημ.
11 Ihr Töchter Jerusalems, kommt heraus
und schaut, ihr Töchter Zions,
König Salomo mit der Krone! Damit hat ihn seine Mutter gekrönt
am Tage seiner Hochzeit,
an dem Tag seiner Herzensfreude.
11 Εξελθετε και ιδετε, θυγατερες Σιων, τον βασιλεα Σολομωντα εν τω διαδηματι, με το οποιον εστειλεν αυτον η μητηρ αυτου εν τη ημερα της νυμφευσεως αυτου και εν τη ημερα της ευφροσυνης της καρδιας αυτου.