Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Giudici 16


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 OR Sansone andò in Gaza, e vide quivi una meretrice, ed entrò da lei.1 Και υπηγεν ο Σαμψων εις την Γαζαν, και ειδεν εκει γυναικα πορνην και εισηλθε προς αυτην.
2 E fu detto a que’ di Gaza: Sansone è venuto qua. Ed essi l’intorniarono, e gli posero insidie tutta quella notte, stando alla porta della città, e stettero cheti tutta quella notte, dicendo: Aspettiamo fino allo schiarir della mattina; allora l’uccideremo.2 Ανηγγειλαν δε προς τους Γαζαιους, λεγοντες, Ο Σαμψων ηλθεν ενταυθα. Και αυτοι περικυκλωσαντες ενεδρευον αυτον ολην την νυκτα εν τη πυλη της πολεως? και ησυχαζον ολην την νυκτα, λεγοντες, Ας προσμενωμεν εως της αυγης της πρωιας και θελομεν φονευσει αυτον.
3 Ma Sansone, giaciuto fino a mezza notte, in su la mezza notte si levò, e diè di piglio alle reggi delle porte della città, e alla due imposte, e le levò via, insieme con la sbarra; e, recatelesi in ispalla, le portò in su la sommità del monte, ch’è dirimpetto ad Hebron3 Ο δε Σαμψων εκοιμηθη εως μεσονυκτιου? και σηκωθεις περι το μεσονυκτιον επιασε τας θυρας της πυλης της πολεως, και τους δυο παραστατας, και αποσπασας αυτας μετα του μοχλου, επεθεσεν επι των ωμων αυτου και ανεβιβασεν αυτας επι την κορυφην του ορους του κατεναντι της Χεβρων.
4 Egli avvenne poi, ch’egli amò una donna, della valle di Sorec, il cui nome era Delila.4 Και μετα ταυτα ηγαπησε γυναικα τινα εν τη κοιλαδι Σωρηκ, της οποιας το ονομα ητο Δαλιδα.
5 E i principi de’ Filistei salirono a lei, e le dissero: Lusingalo, e vedi in che consiste quella sua gran forza, e come noi potremmo superarlo, acciocchè lo leghiamo, per domarlo; e ciascun di noi ti donerà mille e cento sicli d’argento.5 Και ανεβησαν προς αυτην οι αρχοντες των Φιλισταιων και ειπον προς αυτην, Κολακευσον αυτον και ιδε εις τι ισταται η δυναμις αυτου η μεγαλη, και τινι τροπω δυναμεθα να υπερισχυσωμεν κατ' αυτου, ωστε να δεσωμεν αυτον, δια να δαμασωμεν αυτον? και ημεις θελομεν σοι δωσει εκαστος χιλια εκατον αργυρια.
6 Delila adunque disse a Sansone: Deh! dichiarami in che consiste la tua gran forza, e come tu potresti esser legato, per esser domato.6 Και ειπεν η Δαλιδα προς τον Σαμψων, Φανερωσον μοι, παρακαλω, εις τι ισταται η δυναμις σου η μεγαλη, και με τι ηθελες δεθη δια να δαμασθης.
7 E Sansone le disse: Se io fossi legato di sette ritorte fresche, che non fossero ancora secche, io diventerei fiacco, e sarei come un altr’uomo.7 Και ειπε προς αυτην ο Σαμψων, Εαν με δεσωσι με επτα χορδας υγρας, αιτινες δεν εξηρανθησαν, τοτε θελω αδυνατησει και θελω εισθαι ως εις των ανθρωπων.
8 E i principi de’ Filistei le portarono sette ritorte fresche, che non erano ancora secche; ed ella lo legò con esse.8 Τοτε εφεραν προς αυτην οι αρχοντες των Φιλισταιων επτα χορδας υγρας, αιτινες δεν ειχον ξηρανθη, και εδεσεν αυτον με αυτας.
9 Or ella avea posto un agguato nella sua camera. Ed ella gli disse: O Sansone, i Filistei ti sono addosso. Ed egli ruppe le ritorte, come si rompe un fil di stoppa, quando sente il fuoco. E non fu conosciuto in che consistesse la sua forza.9 Ενεδρευον δε ανθρωποι καθημενοι μετ' αυτης εν τω κοιτωνι. Και ειπε προς αυτον, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Και εκεινος εκοψε τας χορδας, καθως ηθελε κοπη νημα στυπιου, οταν μυρισθη το πυρ. Και δεν εγνωρισθη η δυναμις αυτου.
10 E Delila disse a Sansone: Ecco, tu mi hai beffata, e mi hai dette delle bugie; ora dunque, dichiarami, ti prego, con che tu potresti esser legato.10 Και ειπεν η Δαλιδα προς τον Σαμψων, Ιδου, με εγελασας και ελαλησας προς εμε ψευδη? ειπε μοι λοιπον, παρακαλω, με τι ηθελες δεθη.
11 Ed egli le disse: Se io fossi legato ben bene con grosse corde nuove, le quali non fossero ancora state adoperate, io diventerei fiacco, e sarei come un altr’uomo.11 Και ειπε προς αυτην, Εαν με δεσωσι δυνατα με νεα σχοινια, με τα οποια δεν εγεινεν εργασια, τοτε θελω αδυνατησει και θελω εισθαι ως εις των ανθρωπων.
12 E Delila prese delle grosse corde nuove, e lo legò; poi gli disse: O Sansone, i Filistei ti sono addosso. Or l’agguato era posto nella camera. Ed egli ruppe quelle corde d’in su le sue braccia, come refe.12 Ελαβε λοιπον η Δαλιδα σχοινια νεα, και εδεσεν αυτον με αυτα και ειπε προς αυτον, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Ενεδρευον δε ανθρωποι καθημενοι εν τω κοιτωνι. Και εκοψεν αυτα απο των βραχιονων αυτου ως νημα.
13 Poi Delila gli disse: Tu mi hai beffata fino ad ora, e mi hai dette delle bugie; dichiarami con che tu potresti esser legato. Ed egli le disse: Se tu tessessi le sette ciocche del mio capo ad un subbio.13 Και ειπεν η Δαλιδα προς τον Σαμψων, Μεχρι τουδε με εγελασας και με ειπας ψευδη? ειπε μοι με τι ηθελες δεθη. Και ειπε προς αυτην, Εαν πλεξης τους επτα πλοκαμους της κεφαλης μου εις το διασμα.
14 Ed ella conficcò il subbio con la caviglia, e gli disse: O Sansone, i Filistei ti sono addosso. Ed egli, svegliatosi dal suo sonno, se ne andò con la caviglia del telaro, e col subbio.14 Και αυτη επερασεν αυτους, εμπηγουσα και τον πασσαλον? και ειπε προς αυτον, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Και εξυπνησεν εκ του υπνου αυτου και ανεσπασε τον πασσαλον του υφασματος με το διασμα.
15 Ed ella gli disse: Come dici: Io t’amo; e pure il tuo cuore non è meco? Già tre volte tu mi hai beffata, e non mi hai dichiarato in che consiste la tua gran forza.15 Τοτε ειπε προς αυτον, Πως λεγεις, σε αγαπω, ενω η καρδια σου δεν ειναι μετ' εμου; συ με εγελασας τριτην ταυτην την φοραν, και δεν με εφανερωσας εις τι ισταται η δυναμις σου η μεγαλη.
16 Or avvenne che, premendolo essa ogni giorno con le sue parole, e molestandolo, sì ch’egli si ne accorava l’animo fino alla morte,16 Και επειδη εστενοχωρει αυτον καθ' ημεραν με τους λογους αυτης και εβιαζεν αυτον, ωστε η ψυχη αυτου απεκαμε μεχρι θανατου,
17 egli le dichiarò tutto il suo cuore, e le disse: Rasoio non salì mai in sul mio capo; perciocchè io son Nazireo a Dio dal seno di mia madre; se io fossi raso, la mia forza si partirebbe da me, e diventerei fiacco, e sarei come qualunque altr’uomo17 εφανερωσε προς αυτην ολην την καρδιαν αυτου και ειπε προς αυτην, ξυραφιον δεν ανεβη επι την κεφαλην μου? διοτι εγω ειμαι Ναζηραιος εις τον Θεον εκ κοιλιας μητρος μου. Εαν ξυρισθω, τοτε η δυναμις μου θελει φυγει απ' εμου, και θελω αδυνατισει και κατασταθη ως παντες οι ανθρωποι.
18 Delila adunque, veduto ch’egli le avea dichiarato tutto il cuor suo, mandò a chiamare i principi de’ Filistei, dicendo: Venite questa volta; perciocchè egli mi ha dichiarato tutto il cuor suo. E i principi de’ Filistei salirono a lei, recando in mano i danari.18 Και ιδουσα η Δαλιδα, οτι εφανερωσε προς αυτην ολην την καρδιαν αυτου, εστειλε και εκαλεσε τους αρχοντας των Φιλισταιων, λεγουσα, Αναβητε ταυτην την φοραν? διοτι μοι εφανερωσεν ολην την καρδιαν αυτου. Τοτε ανεβησαν προς αυτην οι αρχοντες των Φιλισταιων, φεροντες και το αργυριον εις τας χειρας αυτων.
19 Ed ella addormentò Sansone sopra le sue ginocchia; poi, chiamato un uomo, gli fece radere le sette ciocche del capo; e così fu la prima a domarlo, e la sua forza si partì da lui.19 Και απεκοιμησεν αυτον επι των γονατων αυτης? και εκαλεσεν ανθρωπον και εξυρισε τους επτα πλοκαμους της κεφαλης αυτου? και ηρχισε να δαμαζη αυτον, και η δυναμις αυτου εφυγεν απ' αυτου.
20 Allora ella gli disse: O Sansone, i Filistei ti sono addosso. Ed egli, risvegliatosi dal suo sonno, disse: Io uscirò come l’altre volte, e mi riscoterò; ma egli non sapeva che il Signore si era partito da lui.20 Και αυτη ειπεν, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Και αυτος εξυπνησεν εκ του υπνου αυτου και ειπε, Θελω εξελθει καθως αλλοτε και θελω εκτιναχθη. Αλλ' αυτος δεν εγνωρισεν οτι ο Κυριος ειχεν απομακρυνθη απ' αυτου.
21 E i Filistei lo presero, e gli abbacinarono gli occhi, e lo menarono in Gaza, e lo legarono con due catene di rame. Ed egli se ne stava macinando nella prigione21 Και επιασαν αυτον οι Φιλισταιοι και εξωρυξαν τους οφθαλμους αυτου και κατεβιβασαν αυτον εις Γαζαν και εδεσαν αυτον με δυο χαλκινας αλυσεις? και ηλεθεν εν τω οικω του δεσμωτηριου.
22 Or i capelli del capo ricominciandogli a crescere, come erano quando fu raso,22 Αι δε τριχες της κεφαλης αυτου ηρχισαν να εκφυωνται παλιν, αφου εξυρισθη.
23 i principi de’ Filistei si adunarono per fare un gran sacrificio a Dagon, loro dio, e per rallegrarsi; e dissero: Il nostro dio ci ha dato nelle mani Sansone, nostro nemico.23 Συνηχθησαν δε οι αρχοντες των Φιλισταιων, δια να προσφερωσι θυσιαν μεγαλην εις Δαγων τον θεον αυτων και να ευφρανθωσι διοτι ειπον, Ο Θεος ημων παρεδωκεν εις την χειρα ημων τον Σαμψων τον εχθρον ημων.
24 Il popolo anch’esso, avendolo veduto, avea lodato il suo dio; perciocchè dicevano: Il nostro dio ci ha dato nelle mani il nostro nemico, e il distruggitore del nostro paese, il quale ha uccisi tanti di noi.24 Και οτε ειδεν αυτον ο λαος, εδοξασαν τον θεον αυτων, λεγοντες, Ο θεος ημων παρεδωκεν εις την χειρα ημων τον εχθρον ημων και τον ολοθρευτην της γης ημων και τον φονευσαντα πληθος εξ ημων.
25 E, quando ebbero il cuore allegro, dissero: Chiamate Sansone, acciocchè ci faccia ridere. Sansone adunque fu chiamato dalla prigione, e giocava in presenza loro. Ed essi lo fecero stare in piè fra le colonne.25 Και οτε ευθυμησεν η καρδια αυτων, ειπαν, Καλεσατε τον Σαμψων, δια να παιξη εις ημας. Και εκαλεσαν τον Σαμψων εκ του οικου του δεσμωτηριου, και επαιξεν εμπροσθεν αυτων? και εστησαν αυτον αναμεσον των στυλων.
26 E Sansone disse al fanciullo che lo teneva per la mano: Lasciami, e fammi toccar le colonne, sopra le quali la casa è posta; acciocchè io mi appoggi ad esse.26 Και ειπεν ο Σαμψων προς το παιδιον, το οποιον εκρατει αυτον εκ της χειρος, Αφες με να ψηλαφησω τους στυλους, επι των οποιων ισταται ο οικος, δια να στηριχθω επ' αυτους.
27 Or la casa era piena d’uomini e di donne; e tutti i principi de’ Filistei erano quivi; e in sul tetto v’erano intorno a tremila persone, uomini e donne, che stavano a veder Sansone, che giocava.27 Ο δε οικος ητο πληρης ανδρων και γυναικων? και ησαν εκει παντες οι αρχοντες των Φιλισταιων? και επι του δωματος περιπου τρεις χιλιαδες ανδρων και γυναικων, οιτινες εθεωρουν τον Σαμψων παιζοντα.
28 Allora Sansone invocò il Signore, e disse: Signore Iddio, ricordati, ti prego, di me, e fortificami pur questa volta, o Dio; acciocchè ad un tratto io mi vendichi de’ Filistei, per li miei due occhi.28 Και εβοησεν ο Σαμψων προς τον Κυριον και ειπε, Δεσποτα Κυριε, ενθυμηθητι με, δεομαι και ενισχυσον με, παρακαλω, μονον ταυτην την φοραν, Θεε, δια να εκδικηθω κατα των Φιλισταιων δια μιας υπερ των δυο οφθαλμων μου.
29 Poi, abbracciate le due colonne di mezzo, sopra le quali la casa era posta, pontò, attenendosi ad esse, avendo l’una alla man destra, e l’altra alla sinistra.29 Και ενηγκαλισθη ο Σαμψων τους δυο μεσους στυλους, επι των οποιων ιστατο ο οικος, και επεστηριχθη επ' αυτους, τον ενα με την δεξιαν αυτου και τον αλλον με την αριστεραν αυτου.
30 E disse: Muoia io pur co’ Filistei. E, inchinatosi di forza, la casa cadde addosso a’ principi, e addosso a tutto il popolo che v’era dentro. E più furono quelli che Sansone fece morire alla sua morte, che quelli ch’egli avea fatti morire in vita sua.30 Και ειπεν ο Σαμψων, Αποθανετω η ψυχη μου μετα των Φιλισταιων. Και εκαμφθη με δυναμιν? και ο οικος επεσεν επι τους αρχοντας και επι παντα τον λαον τον εν αυτω. Οι δε αποθανοντες, τους οποιους εθανατωσεν εν τω θανατω αυτου, ησαν περισσοτεροι παρα οσους εθανατωσεν εν τη ζωη αυτου.
31 Poi i suoi fratelli, e tutta la casa di suo padre, vennero, e lo portarono via; e salirono, e lo seppellirono fra Sorea ed Estaol, nella sepoltura di Manoa, suo padre. Or egli giudicò Israele venti anni31 Τοτε κατεβησαν οι αδελφοι αυτου και πας ο οικος του πατρος αυτου και εσηκωσαν αυτον? και ανεβιβασαν και εθαψαν αυτον μεταξυ Σαραα και Εσθαολ, εν τω ταφω Μανωε του πατρος αυτου. Εκρινε δε ουτος τον Ισραηλ εικοσι ετη.