Giobbe 15
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Elifaz il Temanita prese a dire: | 1 Τοτε απεκριθη Ελιφας ο Θαιμανιτης και ειπεν? |
2 Potrebbe il saggio rispondere con ragioni campate in aria e riempirsi il ventre di vento d'oriente? | 2 Επρεπε σοφος να προφερη στοχασμους ματαιους και να γεμιζη την κοιλιαν αυτου απο ανατολικου ανεμου; |
3 Si difende egli con parole senza costrutto e con discorsi inutili? | 3 Επρεπε να φιλονεικη δια λογων ματαιων και ομιλιων ανωφελων; |
4 Tu anzi distruggi la religione e abolisci la preghiera innanzi a Dio. | 4 Βεβαιως συ απορριπτεις τον φοβον και αποκλειεις την δεησιν ενωπιον του Θεου. |
5 Sì, la tua malizia suggerisce alla tua bocca e scegli il linguaggio degli astuti. | 5 Διοτι το στομα σου αποδεικνυει την ανομιαν σου, και εξελεξας την γλωσσαν των πανουργων. |
6 Non io, ma la tua bocca ti condanna e le tue labbra attestano contro di te. | 6 Το στομα σου σε καταδικαζει, και ουχι εγω? και τα χειλη σου καταμαρτυρουσιν εναντιον σου. |
7 Sei forse tu il primo uomo che è nato, o, prima dei monti, sei venuto al mondo? | 7 Μη πρωτος ανθρωπος εγεννηθης; η προ των βουνων επλασθης; |
8 Hai avuto accesso ai segreti consigli di Dio e ti sei appropriata tu solo la sapienza? | 8 Μηπως ηκουσας τας βουλας του Θεου; και εξηντλησας εις σεαυτον την σοφιαν; |
9 Che cosa sai tu che noi non sappiamo? Che cosa capisci che da noi non si comprenda? | 9 Τι εξευρεις, και δεν εξευρομεν; τι εννοεις, και δεν εννοουμεν; |
10 Anche fra di noi c'è il vecchio e c'è il canuto più di tuo padre, carico d'anni. | 10 Υπαρχουσι και μεταξυ ημων πολιοι και γεροντες, γεροντοτεροι του πατρος σου. |
11 Poca cosa sono per te le consolazioni di Dio e una parola moderata a te rivolta? | 11 Αι παρηγοριαι του Θεου φαινονται μικρον πραγμα εις σε; η εχεις τι αποκρυφον εν σεαυτω; |
12 Perché il tuo cuore ti trasporta e perché fanno cenni i tuoi occhi, | 12 Δια τι σε αποπλανα η καρδια σου; και δια τι παραφερονται οι οφθαλμοι σου, |
13 quando volgi contro Dio il tuo animo e fai uscire tali parole dalla tua bocca? | 13 ωστε στρεφεις το πνευμα σου κατα του Θεου και αφινεις να εξερχωνται τοιουτοι λογοι εκ του στοματος σου; |
14 Che cos'è l'uomo perché si ritenga puro, perché si dica giusto un nato di donna? | 14 Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε να ηναι καθαρος; και ο γεγεννημενος εκ γυναικος, ωστε να ηναι δικαιος; |
15 Ecco, neppure dei suoi santi egli ha fiducia e i cieli non sono puri ai suoi occhi; | 15 Ιδου, εις τους αγιους αυτου δεν εμπιστευεται? και οι ουρανοι δεν ειναι καθαροι εις τους οφθαλμους αυτου? |
16 quanto meno un essere abominevole e corrotto, l'uomo, che beve l'iniquità come acqua. | 16 ποσω μαλλον βδελυρος και ακαθαρτος ειναι ο ανθρωπος, ο πινων ανομιαν ως υδωρ; |
17 Voglio spiegartelo, ascoltami, ti racconterò quel che ho visto, | 17 Εγω θελω σε διδαξει? ακουσον μου? τουτο βεβαιως ειδον και θελω φανερωσει, |
18 quello che i saggi riferiscono, non celato ad essi dai loro padri; | 18 το οποιον οι σοφοι ανηγγειλαν παρα των πατερων αυτων, και δεν εκρυψαν? |
19 a essi soli fu concessa questa terra, né straniero alcuno era passato in mezzo a loro. | 19 εις τους οποιους μονους εδοθη η γη, και ξενος δεν επερασε δια μεσου αυτων. |
20 Per tutti i giorni della vita il malvagio si tormenta; sono contati gli anni riservati al violento. | 20 Ο ασεβης βασανιζεται πασας τας ημερας, και αριθμητα ετη ειναι πεφυλαγμενα δια τον τυραννον. |
21 Voci di spavento gli risuonano agli orecchi e in piena pace si vede assalito dal predone. | 21 Ηχος φοβου ειναι εις τα ωτα αυτου? εν μεσω ειρηνης θελει επελθει επ' αυτον ο εξολοθρευτης. |
22 Non crede di potersi sottrarre alle tenebre, egli si sente destinato alla spada. | 22 Δεν πιστευει οτι θελει επιστρεψει εκ του σκοτους, και περιμενει την μαχαιραν. |
23 Destinato in pasto agli avvoltoi, sa che gli è preparata la rovina. | 23 Περιπλαναται δια αρτον, και που; εξευρει οτι η ημερα του σκοτους ειναι ετοιμη πλησιον αυτου. |
24 Un giorno tenebroso lo spaventa, la miseria e l'angoscia l'assalgono come un re pronto all'attacco, | 24 Θλιψις και στενοχωρια θελουσι καταπληττει αυτον? θελουσιν υπερισχυσει κατ' αυτου, ως βασιλευς εις μαχην παρεσκευασμενος? |
25 perché ha steso contro Dio la sua mano, ha osato farsi forte contro l'Onnipotente; | 25 διοτι εξηπλωσε την χειρα αυτου κατα του Θεου και ηλαζονευθη κατα του Παντοδυναμου? |
26 correva contro di lui a testa alta, al riparo del curvo spessore del suo scudo; | 26 ωρμησε κατ' αυτου με τραχηλον επηρμενον, με την πεπυκνωμενην ραχιν των ασπιδων αυτου? |
27 poiché aveva la faccia coperta di grasso e pinguedine intorno ai suoi fianchi. | 27 διοτι εσκεπασε το προσωπον αυτου με το παχος αυτου και υπερεπαχυνε τα πλευρα αυτου? |
28 Avrà dimora in città diroccate, in case dove non si abita più, destinate a diventare macerie. | 28 και κατωκησεν εις πολεις ερημους, εις οικους ακατοικητους, ετοιμους δια σωρους. |
29 Non arricchirà, non durerà la sua fortuna, non metterà radici sulla terra. | 29 δεν θελει πλουτισθη, ουδε θελουσι διαμενει τα υπαρχοντα αυτου, ουδε θελει εκτανθη η αφθονια αυτων επι την γην. |
30 Alle tenebre non sfuggirà, la vampa seccherà i suoi germogli e dal vento sarà involato il suo frutto. | 30 Δεν θελει χωρισθη εκ του σκοτους? φλοξ θελει ξηρανει τους βλαστους αυτου, και με την πνοην του στοματος αυτου θελει απελθει. |
31 Non confidi in una vanità fallace, perché sarà una rovina. | 31 Ας μη πιστευση εις την ματαιοτητα ο ηπατημενος, διοτι ματαιοτης θελει εισθαι η αμοιβη αυτου. |
32 La sua fronda sarà tagliata prima del tempo e i suoi rami non rinverdiranno più. | 32 Προ του καιρου αυτου θελει φθαρη, και ο κλαδος αυτου δεν θελει πρασινισει. |
33 Sarà spogliato come vigna della sua uva ancor acerba e getterà via come ulivo i suoi fiori, | 33 Θελει αποβαλει την αωρον σταφυλην αυτου ως η αμπελος, και θελει ριψει το ανθος αυτου ως η ελαια. |
34 poiché la stirpe dell'empio è sterile e il fuoco divora le tende dell'uomo venale. | 34 Διοτι η συναξις των υποκριτων θελει ερημωθη, και πυρ θελει καταφαγει τας σκηνας της δωροληψιας. |
35 Concepisce malizia e genera sventura e nel suo seno alleva delusione. | 35 Συλλαμβανουσι πονηριαν και γεννωσι ματαιοτητα, και η καρδια αυτων μηχαναται δολον. |