Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Amós 8


font
EL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOSGREEK BIBLE
1 El Señor me hizo ver esto: Había una canasta de frutos maduros.1 Ουτως εδειξεν εις εμε Κυριος ο Θεος? και ιδου, κανιστρον καρπου θερινου.
2 Y él me preguntó: «¿Qué ves, Amós?». Yo respondí: «Una canasta de frutos maduros». El Señor me dijo: «Mi pueblo Israel está maduro para su fin, ya no voy a perdonarlo más».2 Και ειπε, Τι βλεπεις συ, Αμως; Και ειπα, Κανιστρον καρπου θερινου. Τοτε ειπε Κυριος προς εμε, Ηλθε το τελος επι τον λαον μου Ισραηλ? δεν θελω πλεον παρατρεξει αυτον του λοιπου.
3 Aquel día, los cantos del palacio se convertirán en gemidos –oráculo del Señor–. ¡Serán tantos los cadáveres, que se los arrojará en cualquier lugar!3 Και τα ασματα του ναου θελουσιν εισθαι ολολυγμοι εν τη ημερα εκεινη, λεγει Κυριος ο Θεος? πολλα πτωματα θελουσιν εισθαι εν παντι τοπω? θελουσιν εκριψει αυτα εν σιωπη.
4 Escuchen esto, ustedes, los que pisotean al indigente para hacer desaparecer a los pobres del país.4 Ακουσατε τουτο, οι ροφουντες τους πενητας και οι αφανιζοντες τους πτωχους του τοπου,
5 Ustedes dicen: «¿Cuándo pasará el novilunio para que podamos vender el grano, y el sábado, para dar salida al trigo? Disminuiremos la medida, aumentaremos el precio, falsearemos las balanzas para defraudar;5 λεγοντες, Ποτε θελει παρελθει ο μην, δια να πωλησωμεν γεννηματα; και το σαββατον, δια να ανοιξωμεν σιτον, σμικρυνοντες το εφα και μεγαλυνοντες τον σικλον και νοθευοντες τα ζυγια της απατης;
6 compraremos a los débiles con dinero y al indigente por un par de sandalias, y venderemos hasta los desechos del trigo».6 δια να αγορασωμεν τους πτωχους με αργυριον και τον πενητα δια ζευγος υποδηματων, και να πωλησωμεν τα σκυβαλα του σιτου;
7 El Señor lo ha jurado por el orgullo de Jacob: Jamás olvidaré ninguna de sus acciones.7 Ο Κυριος ωμοσεν εις την δοξαν του Ιακωβ, λεγων, Βεβαιως δεν θελω λησμονησει ποτε ουδεν εκ των εργων αυτων.
8 ¿No temblará la tierra a causa de esto y estarán de duelo todos sus habitantes? Crecerá toda entera como el Nilo, se hinchará y bajará como el Río de Egipto.8 Η γη δεν θελει ταραχθη δια τουτο και πενθησει πας ο κατοικων εν αυτη; και δεν θελει υπερεκχειλισει ολη ως ποταμος και δεν θελει απορριφθη και καταποντισθη ως υπο του ποταμου της Αιγυπτου;
9 Aquel día –oráculo del Señor– yo haré que el sol se ponga al mediodía, y en pleno día cubriré la tierra de tinieblas;9 Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει Κυριος ο Θεος, θελω καμει τον ηλιον να δυση εν καιρω μεσημβριας και θελω συσκοτασει την γην εν φωτεινη ημερα.
10 cambiaré sus fiestas en duelo y todos sus cantos en lamentaciones; haré que todos se ciñan un sayal y que se rapen todas las cabezas; haré que estén de duelo como por un hijo único, y su final será como un día de amargura.10 Και θελω μεταστρεψει τας εορτας σας εις πενθος και παντα τα ασματα σας εις θρηνον, και θελω αναβιβασει σακκον επι πασαν οσφυν και φαλακρωμα επι πασαν κεφαλην, και θελω καταστησει αυτον ως τον πενθουντα υιον μονογενη και το τελος αυτου θελει εισθαι ως ημερα πικριας.
11 Vendrán días –oráculo del Señor– en que enviaré hambre sobre el país, no hambre de pan, ni sed de agua, sino de escuchar la palabra del Señor.11 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος ο Θεος, και θελω εξαποστειλει πειναν επι την γην? ουχι πειναν αρτου ουδε διψαν υδατος, αλλ' ακροασεως των λογων του Κυριου.
12 Se arrastrarán de un mar a otro e irán errantes del norte al este, buscando la palabra del Señor, pero no la encontrarán.12 Και θελουσι περιπλανασθαι απο θαλασσης εως θαλασσης, και απο βορρα εως ανατολης θελουσι περιτρεχει, ζητουντες τον λογον του Κυριου, και δεν θελουσιν ευρει.
13 Aquel día, desfallecerán de sed las jóvenes hermosas y los jóvenes.13 Εν τη ημερα εκεινη θελουσι λιποθυμησει αι ωραιαι παρθενοι και οι νεανισκοι υπο διψης,
14 Los que juran por el Idolo de Samaría, diciendo: «¡Por la vida de tu Dios, Dan!» y ¡Por la vida de tu Poder, Berseba!», todos ellos caerán para no levantarse más.14 οι ομνυοντες εις την αμαρτιαν της Σαμαρειας και οι λεγοντες, Ζη ο Θεος σου, Δαν, και, Ζη η οδος της Βηρσαβεε, και θελουσι πεσει και δεν θελουσι σηκωθη πλεον.