Cantar de los Cantares 3
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOS | GREEK BIBLE |
---|---|
1 En mi lecho, durante la noche, busqué al amado de mi alma. ¡Lo busqué y no lo encontré! | 1 Την νυκτα επι της κλινης μου εζητησα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον. |
2 Me levantaré y recorreré la ciudad; por las calles y las plazas, buscaré al amado de mi alma. ¡Lo busqué y no lo encontré! | 2 Θελω σηκωθη τωρα και περιελθει την πολιν, εν ταις αγοραις και εν ταις πλατειαις? θελω ζητησει εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον. |
3 Me encontraron los centinelas que hacen la ronda por la ciudad: «¿Han visto al amado de mi alma?». | 3 Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν. Μη ειδετε εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου; |
4 Apenas los había pasado, encontré al amado de mi alma. Lo agarré, y no lo soltaré hasta que lo haya hecho entrar en la casa de mi madre, en la habitación de la que me engendró. [El Amado] | 4 Αφου ολιγον επερασα απ' αυτων, ευρηκα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? επιασα αυτον και δεν αφηκα αυτον, εωσου εισηγαγον αυτον εις τον οικον της μητρος μου, και εις τον κοιτωνα της συλλαβουσης με. |
5 ¡Júrenme, hijas de Jerusalén, por las gacelas y las ciervas del campo, que no despertarán ni desvelarán a mi amor, hasta que ella quiera. [Coro] | 5 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εις τας δορκαδας και εις τας ελαφους του αγρου, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση. |
6 ¿Qué es eso que sube del desierto, como una columna de humo, perfumada de mirra y de incienso y de todos los perfumes exóticos? [La Amada] | 6 Τις αυτη, η αναβαινουσα απο της ερημου ως στυλοι καπνου, τεθυμιαμενη με σμυρναν και λιβανον, με πασαν αρωματικην σκονην του μυρεψου; |
7 ¡Es la litera de Salomón! La rodean setenta guerreros, de los más valientes de Israel: | 7 Ιδου, η κλινη του Σολομωντος? εξηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι περι αυτην, εκ των δυνατων του Ισραηλ? |
8 todos ellos provistos de espada, adiestrados para el combate, cada uno con su espada a la cintura por temor a los peligros de la noche. | 8 Παντες ουτοι κρατουσι ρομφαιαν, δεδιδαγμενοι πολεμον? εκαστος εχει την ρομφαιαν αυτου επι τον μηρον αυτου δια νυκτερινους φοβους. |
9 El rey Salomón se hizo una litera con maderas del Líbano. | 9 Ο βασιλευς Σολομων εκαμεν εις εαυτον φορειον εκ ξυλων του Λιβανου? |
10 Sus columnas las hizo de plata, su respaldo de oro, su asiento de púrpura, con el interior revestido de ébano. Hijas de Jerusalén, | 10 τους στυλους αυτου εκαμεν εξ αργυρου, το ανακλιντηριον αυτου εκ χρυσου, την στρωμνην αυτου εκ πορφυρας? το μεσον αυτου ητο εγκεκοσμημενον ερασμιως υπο των θυγατερων της Ιερουσαλημ. |
11 salgan a contemplar al rey Salomón, con la corona que le ciñó su madre, el día de su boda, el día de su alegría. | 11 Εξελθετε και ιδετε, θυγατερες Σιων, τον βασιλεα Σολομωντα εν τω διαδηματι, με το οποιον εστειλεν αυτον η μητηρ αυτου εν τη ημερα της νυμφευσεως αυτου και εν τη ημερα της ευφροσυνης της καρδιας αυτου. |