1 Volví a alzar los ojos y tuve una visión: Era un rollo volando. | 1 Και παλιν υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, τομος πετωμενος. |
2 Y me dijo el ángel: «¿Qué ves?» Respondí: «Veo un rollo volando, de veinte codos de largo y veinte de ancho». | 2 Και ειπε προς εμε, Τι βλεπεις συ; Και απεκριθην, Βλεπω τομον πετωμενον, το μηκος αυτου εικοσι πηχων και το πλατος αυτου δεκα πηχων. |
3 Me dijo: «Eso es la Maldición que sale sobre la haz de toda esta tierra. Pues todo ladrón será, según ella, echado de aquí, y todo el que jura será, según ella, echado de aquí. | 3 Και ειπε προς εμε, Αυτη ειναι η καταρα η εξερχομενη επι το προσωπον πασης της γης? διοτι πας οστις κλεπτει θελει εξολοθρευθη, ως γραφεται εν αυτω εντευθεν? και πας οστις ομνυει θελει εξολοθρευθη, ως γραφεται εν αυτω εκειθεν. |
4 Yo la he hecho salir - oráculo de Yahveh Sebaot - para que entre en casa del ladrón y en casa del que jura por mi nombre en falso, para que se aloje en medio de su casa y la consuma, con su maderamen y sus piedras». | 4 Θελω εκφερει αυτην, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και θελει εισελθει εις τον οικον του κλεπτου και εις τον οικον του ομνυοντος εις το ονομα μου ψευδως? και θελει διαμεινει εν μεσω του οικου αυτου, και θελει εξολοθρευσει αυτον και τα ξυλα αυτου και τους λιθους αυτου. |
5 Salió el ángel que hablaba conmigo y me dijo: «Alza ahora tus ojos y mira qué es eso que sale». | 5 Και ο αγγελος ο λαλων μετ' εμου εξηλθε και ειπε προς εμε, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου και ιδε τι ειναι τουτο το εξερχομενον. |
6 Yo dije: «¿Qué es?» Dijo: «Es la medida que sale». Y añadió: «Esta es la culpa de ellos en todo el país». | 6 Και ειπα, Τι ειναι τουτο; Ο δε ειπε, τουτο το οποιον εξερχεται ειναι εφα? και ειπε, Τουτο ειναι η παραστασις αυτων καθ' ολην την γην. |
7 En esto, se levantó la tapa de plomo y había una Mujer sentada en medio de la medida. | 7 Και ιδου, εσηκονετο ταλαντον μολυβδου? και ιδου, μια γυνη εκαθητο εν τω μεσω του εφα. |
8 Dijo él: «Esta es la Maldad». La echó dentro de la medida y volvió a poner la tapa de plomo en su boca. | 8 Και ειπεν, Αυτη ειναι η ασεβεια. Και ερριψεν αυτην εις το μεσον του εφα, και ερριψε το μολυβδινον ζυγιον εις το στομα αυτου. |
9 Alcé luego los ojos y tuve una visión: Dos mujeres aparecieron, con viento en sus alas, porque tenían alas como de cigüeña. Y levantaron la medida entre la tierra y el cielo. | 9 Τοτε υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, εξηρχοντο δυο γυναικες και ανεμος ητο εν ταις πτερυξιν αυτων, διοτι αυται ειχον πτερυγας ως πτερυγας πελαργου? και εσηκωσαν το εφα αναμεσον της γης και του ουρανου. |
10 Dije entonces al ángel que hablaba conmigo: «¿A dónde llevan ésas la medida?» | 10 Και ειπα προς τον αγγελον τον λαλουντα μετ' εμου, Που φερουσιν αυται το εφα; |
11 Me respondió: «Van a edificarle una casa en el país de Senaar, y cuando esté a punto será colocada allí sobre su base». | 11 Και ειπε προς εμε, Δια να οικοδομησωσι δι' αυτο οικον εν τη γη Σεννααρ? και θελει στηριχθη και θελει τεθη εκει επι την βασιν αυτου. |