Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 11


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Environ un mois plus tard, Nahach l’Ammonite vint établir son camp contre Yabech de Galaad. Tous les gens de Yabech dirent à Nahach: “Fais la paix avec nous et nous te servirons.”1 Ανεβη δε Ναας ο Αμμωνιτης και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Ιαβεις-γαλααδ? και ειπον παντες οι ανδρες της Ιαβεις εις τον Ναας, Καμε συνθηκην προς ημας, και θελομεν σε δουλευει.
2 Mais Nahach l’Ammonite répondit: “Voici à quelle condition je ferai la paix avec vous: je vous crèverai à tous l’œil droit, et ce sera une humiliation pour tout Israël.”2 Και ειπε προς αυτους Ναας ο Αμμωνιτης, Με τουτο θελω καμει συνθηκην προς εσας, να εξορυξω παντας τους δεξιους οφθαλμους σας, και να βαλω τουτο ονειδος επι παντα τον Ισραηλ.
3 Les anciens de Yabech lui dirent: “Laisse-nous un répit de sept jours pour que nous envoyions des messagers dans tout le pays d’Israël. Et si personne ne vient nous délivrer, nous nous rendrons à toi.”3 Και ειπον προς αυτον οι πρεσβυτεροι της Ιαβεις, Δος εις ημας επτα ημερων αναβολην, δια να αποστειλωμεν μηνυτας εις παντα τα ορια του Ισραηλ? και τοτε, εαν δεν ηναι τις να μας σωση, θελομεν εξελθει προς σε.
4 Les messagers arrivèrent à Guibéa de Saül et rapportèrent au peuple toute cette affaire: tout le peuple poussa une grande lamentation et pleura.4 Ηλθον λοιπον οι μηνυται εις Γαβαα του Σαουλ και ειπον τους λογους εις τα ωτα του λαου? και υψωσαν πας ο λαος την φωνην αυτων και εκλαυσαν.
5 Or c’était le moment où Saül rentrait de la campagne derrière ses bœufs. Il demanda: “Pourquoi le peuple pleure-t-il ainsi?” Et on lui répéta les paroles des gens de Yabech.5 Και ιδου, ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν της αγελης εκ του αγρου? και ειπεν ο Σαουλ, Τι εχει ο λαος και κλαιει; Και διηγηθησαν προς αυτον τους λογους των ανδρων της Ιαβεις.
6 Quand Saül entendit ces paroles, l’esprit de Dieu fondit sur lui et il se mit en colère.6 Και επηλθεν επι τον Σαουλ πνευμα Θεου, οτε ηκουσε τους λογους εκεινους? και εξηφθη η οργη αυτου σφοδρα.
7 Il prit une paire de bœufs, il la dépeça et en fit porter les morceaux dans tout le territoire d’Israël par les messagers de Yabech; ils étaient chargés de dire: “Celui qui ne marchera pas à la suite de Saül et à la suite de Samuel, je lui ferai ce que j’ai fait à ces bœufs.” Alors la crainte de Yahvé s’empara de tout le peuple et tous marchèrent comme un seul homme.7 Και ελαβε ζευγος βοων, και κατακοψας αυτους εις τμηματα, απεστειλεν αυτα κατα παντα τα ορια του Ισραηλ δια χειρος μηνυτων, λεγων, Οστις δεν εξελθη κατοπιν του Σαουλ και κατοπιν του Σαμουηλ, ουτω θελει γεινει εις τους βοας αυτου. Και επεπεσε φοβος Κυριου επι τον λαον, και εξηλθον ως εις ανθρωπος.
8 Saül les passa en revue à Bézek, les Israélites étaient 300 000 et les hommes de Juda 30 000.8 Και οτε απηριθμησεν αυτους εν Βεζεκ, οι υιοι Ισραηλ ησαν τριακοσιαι χιλιαδες και οι ανδρες Ιουδα τριακοντα χιλιαδες.
9 On donna donc cette réponse aux messagers qui étaient venus: “Voici ce que vous direz aux gens de Yabech de Galaad: Demain, lorsque le soleil commencera à chauffer, vous recevrez du secours.” Les messagers rapportèrent cette nouvelle aux gens de Yabech qui en furent tout heureux.9 Και ειπον προς τους ελθοντας μηνυτας, Ουτω θελετε ειπει προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ? Αυριον, καθως ο ηλιος θερμανη, θελει εισθαι εις εσας σωτηρια. Και ηλθον οι μηνυται και ανηγγειλαν προς τους ανδρας της Ιαβεις? και υπερεχαρησαν.
10 Aussitôt ils dirent à Nahach: “Demain nous nous rendrons à toi et tu nous feras tout ce qui te semble bon.”10 Και ειπον οι ανδρες της Ιαβεις, Αυριον θελομεν εξελθει προς εσας, και θελετε καμει εις ημας παν ο, τι σας φαινεται καλον.
11 Le lendemain Saül répartit le peuple en trois groupes qui envahirent le camp des Ammonites au petit matin et les combattirent jusqu’au plus chaud du jour. Ceux qui échappèrent se dispersèrent et il n’en resta pas deux ensemble.11 Και την επαυριον διηρεσεν ο Σαουλ τον λαον εις τρια ταγματα? και εισηλθον εις το μεσον του στρατοπεδου, εν τη πρωινη φυλακη, και επαταξαν τους Αμμωνιτας εωσου θερμανη η ημερα? και οι εναπολειφθεντες διεσκορπισθησαν, ωστε ουδε δυο εξ αυτων δεν εμειναν ηνωμενοι.
12 Le peuple dit alors à Samuel: “Qui osait dire: ‘Saül ne régnera pas sur nous?’ Livrez-nous ces hommes pour que nous les mettions à mort.”12 Και ειπεν ο λαος προς τον Σαμουηλ, Τις ειναι εκεινος οστις ειπεν, Ο Σαουλ θελει βασιλευσει εφ' ημας; παραδωσατε τους ανδρας, δια να θανατωσωμεν αυτους.
13 Mais Samuel répondit: “Personne ne sera mis à mort aujourd’hui, car c’est un jour où Yahvé a sauvé Israël.”13 Και ειπεν ο Σαουλ, Δεν θελει θανατωθη ουδεις την ημεραν ταυτην? διοτι σημερον εκαμεν ο Κυριος σωτηριαν εν τω Ισραηλ.
14 Samuel ajouta: “Venez et rendons-nous à Guilgal: nous allons inaugurer la royauté.”14 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον, Ελθετε, και ας υπαγωμεν εις Γαλγαλα και ας εγκαινισωμεν εκει την βασιλειαν.
15 Tout le peuple se réunit à Guilgal et Saül y fut proclamé roi devant Yahvé. On offrit à Yahvé des sacrifices de communion, et ce fut une très grande fête pour Saül et tous les Israélites.15 Και υπηγε πας ο λαος εις Γαλγαλα? και εκει εκαμον τον Σαουλ βασιλεα ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις? και εκει εθυσιασαν θυσιας ειρηνικας ενωπιον του Κυριου? και εκει ευφρανθησαν ο Σαουλ και παντες οι ανδρες Ισραηλ σφοδρα.