Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Évangile selon Jean 18


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Après avoir dit cela, Jésus sortit avec ses disciples et traversa le torrent du Cédron. Il y avait là un jardin où il entra avec ses disciples.1 Αφου ειπε ταυτα ο Ιησους, εξηλθε μετα των μαθητων αυτου περαν του χειμαρρου των Κεδρων, οπου ητο κηπος, εις τον οποιον εισηλθεν αυτος και οι μαθηται αυτου.
2 Judas qui le trahissait connaissait ce lieu, parce que Jésus s’était souvent retrouvé là avec ses disciples.2 Ηξευρε δε τον τοπον και Ιουδας ο παραδιδων αυτον? διοτι πολλακις συνηλθεν εκει ο Ιησους μετα των μαθητων αυτου.
3 Judas prit donc avec lui des soldats de la garnison et des gardes fournis par les grands prêtres et les Pharisiens, et il arrive avec des torches, des lampes et des armes.3 Ο Ιουδας λοιπον, λαβων το ταγμα και εκ των αρχιερεων και Φαρισαιων υπηρετας, ερχεται εκει μετα φανων και λαμπαδων και οπλων.
4 Jésus savait tout ce qui allait lui arriver. Il s’avança et leur dit: "Qui cherchez-vous?”4 Ο δε Ιησους, εξευρων παντα τα ερχομενα επ' αυτον, εξηλθε και ειπε προς αυτους? Τινα ζητειτε;
5 Ils lui répondirent: "Jésus le Nazôréen.” Il leur dit: "C’est moi.” Judas, le traître, se tenait là aussi avec eux.5 Απεκριθησαν προς αυτον? Ιησουν τον Ναζωραιον. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Εγω ειμαι. Ιστατο δε μετ' αυτων και Ιουδας ο παραδιδων αυτον.
6 À cette parole de Jésus: ‘C’est moi’, ils reculèrent et tombèrent à terre.6 Καθως λοιπον ειπε προς αυτους οτι εγω ειμαι, απεσυρθησαν εις τα οπισω και επεσον χαμαι.
7 Jésus leur demanda de nouveau: "Qui cherchez-vous?” Ils répondirent: "Jésus le Nazôréen.”7 Παλιν λοιπον ηρωτησεν αυτους? Τινα ζητειτε; Οι δε ειπον? Ιησουν τον Ναζωραιον.
8 Jésus leur dit: "Je vous l’ai déjà dit: c’est moi. Si c’est moi que vous cherchez, laissez ceux-là s’en aller.”8 Απεκριθη ο Ιησους? Σας ειπον οτι εγω ειμαι. Εαν λοιπον εμε ζητητε, αφησατε τουτους να υπαγωσι?
9 Ainsi devait s’accomplir la parole que Jésus avait dite: "Je n’ai laissé perdre aucun de ceux que tu m’as donnés.”9 δια να πληρωθη ο λογος, τον οποιον ειπεν, Οτι εξ εκεινων τους οποιους μοι εδωκας, δεν απωλεσα ουδενα.
10 Simon-Pierre avait une épée, il la tira pour frapper le serviteur du Grand Prêtre et lui coupa l’oreille droite. Ce serviteur s’appelait Malkus.10 Τοτε ο Σιμων Πετρος εχων μαχαιραν εσυρεν αυτην και εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψεν αυτου το ωτιον το δεξιον? ητο δε το ονομα του δουλου Μαλχος.
11 Alors Jésus dit à Pierre: "Remets l’épée au fourreau. Est-ce que je peux ne pas boire la coupe que mon Père m’a donnée?”11 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς τον Πετρον? Βαλε την μαχαιραν σου εις την θηκην? το ποτηριον, το οποιον μοι εδωκεν ο Πατηρ, δεν θελω πιει αυτο;
12 Les soldats de la garnison et leur commandant, avec les policiers des Juifs, se saisirent alors de Jésus et le lièrent avec des cordes.12 Το ταγμα λοιπον και ο χιλιαρχος και οι υπηρεται των Ιουδαιων συνελαβον τον Ιησουν και εδεσαν αυτον,
13 Ils le conduisirent d’abord chez Anne, le beau-père de Caïphe qui était Grand Prêtre cette année-là.13 και εφεραν αυτον εις τον Ανναν πρωτον? διοτι ητο πενθερος του Καιαφα, οστις ητο αρχιερευς του ενιαυτου εκεινου.
14 Et c’était Caïphe qui avait donné aux Juifs cet argument: “Il vaut mieux qu’un homme meure à la place du peuple.”14 Ητο δε ο Καιαφας ο συμβουλευσας τους Ιουδαιους οτι συμφερει να απολεσθη εις ανθρωπος υπερ του λαου.
15 Simon-Pierre et un autre disciple suivaient Jésus. Comme ce disciple était connu du Grand Prêtre, il entra avec Jésus dans la cour du Grand Prêtre,15 Ηκολουθει δε τον Ιησουν ο Σιμων Πετρος και ο αλλος μαθητης. Ο δε μαθητης εκεινος ητο γνωστος εις τον αρχιερεα και εισηλθε μετα του Ιησου εις την αυλην του αρχιερεως.
16 et Pierre restait dehors à la porte. Mais l’autre disciple connu du Grand Prêtre, ressortit et dit un mot à la gardienne, et il fit entrer Pierre.16 Ο δε Πετρος ιστατο εξω πλησιον της θυρας. Εξηλθε λοιπον ο μαθητης ο αλλος, οστις ητο γνωστος εις τον αρχιερεα, και ωμιλησεν εις την θυρωρον, και εισηγαγε τον Πετρον.
17 Alors cette jeune servante qui gardait la porte dit à Pierre: "Toi aussi tu es un des disciples de cet homme?” Mais lui répondit: "Je n’en suis pas!”17 Λεγει λοιπον η δουλη η θυρωρος προς τον Πετρον? Μηπως και συ εισαι εκ των μαθητων του ανθρωπου τουτου; Λεγει εκεινος? Δεν ειμαι.
18 Les serviteurs et les gardes étaient là. Ils avaient fait du feu pour se chauffer car il faisait froid, et Pierre était là à se chauffer avec eux.18 Ισταντο δε οι δουλοι και οι υπηρεται, οιτινες ειχον καμει ανθρακιαν, διοτι ητο ψυχος, και εθερμαινοντο? και μετ' αυτων ιστατο ο Πετρος και εθερμαινετο.
19 Pendant ce temps le Grand Prêtre interrogeait Jésus sur ses disciples et sur son enseignement.19 Ο αρχιερευς λοιπον ηρωτησε τον Ιησουν περι των μαθητων αυτου και περι της διδαχης αυτου.
20 Jésus lui répondit: "J’ai parlé ouvertement au monde; j’ai constamment enseigné dans la synagogue et dans le Temple, là où les Juifs se réunissent, et je n’ai rien dit en secret.20 Απεκριθη προς αυτον ο Ιησους? Εγω παρρησια ελαλησα εις τον κοσμον? εγω παντοτε εδιδαξα εν τη συναγωγη και εν τω ιερω, οπου οι Ιουδαιοι συνερχονται παντοτε, και εν κρυπτω δεν ελαλησα ουδεν.
21 Pourquoi m’interroges-tu? Demande à ceux qui m’ont écouté ce que je leur ai dit.”21 Τι με ερωτας; ερωτησον τους ακουσαντας, τι ελαλησα προς αυτους? ιδου, ουτοι εξευρουσιν οσα ειπον εγω.
22 À ce moment, un des gardes qui étaient là donna un coup à Jésus, en lui disant: "C’est ainsi que tu réponds au Grand Prêtre?”22 Οτε δε ειπε ταυτα, εις των υπηρετων ισταμενος πλησιον εδωκε ραπισμα εις τον Ιησουν, ειπων? Ουτως αποκρινεσαι προς τον αρχιερεα;
23 Jésus lui répondit: "Si j’ai mal parlé, montre où est le mal; mais si j’ai bien parlé, pourquoi me frappes-tu?”23 Απεκριθη προς αυτον ο Ιησους? Εαν κακως ελαλησα, μαρτυρησον περι του κακου? εαν δε καλως, τι με δερεις;
24 Finalement, Anne envoya Jésus chez Caïphe; on l’avait lié.24 Ειχε δε αποστειλει αυτον ο Αννας δεδεμενον προς Καιαφαν τον αρχιερεα.
25 Simon-Pierre était toujours là à se chauffer. On lui dit: "Bien sûr, toi aussi tu fais partie de ses disciples.” Mais il le nia et il répondit: "Je n’en suis pas.”25 Ο δε Σιμων Πετρος ιστατο και εθερμαινετο? ειπον λοιπον προς αυτον? Μηπως και συ εκ των μαθητων αυτου εισαι; Ηρνηθη εκεινος και ειπε? Δεν ειμαι.
26 Un des serviteurs du Grand Prêtre, un parent de celui à qui Pierre avait coupé l’oreille, affirma alors: "Mais oui, je t’ai vu avec lui dans le jardin!”26 Λεγει εις εκ των δουλων του αρχιερεως, οστις ητο συγγενης εκεινου, του οποιου ο Πετρος απεκοψε το ωτιον? Δεν σε ειδον εγω εν τω κηπω μετ' αυτου;
27 De nouveau Pierre nia et, aussitôt après, le coq chanta.27 Παλιν λοιπον ηρνηθη ο Πετρος, και ευθυς εφωναξεν ο αλεκτωρ.
28 On emmena donc Jésus de chez Caïphe au palais du gouverneur romain. C’était le matin. Les Juifs n’entrèrent pas car ce lieu les aurait souillés, et ils voulaient pouvoir manger la Pâque.28 Φερουσι λοιπον τον Ιησουν απο του Καιαφα εις το πραιτωριον? ητο δε πρωι? και αυτοι δεν εισηλθον εις το πραιτωριον, δια να μη μιανθωσιν, αλλα δια να φαγωσι το πασχα.
29 Pilate sortit donc vers eux à l’extérieur et leur demanda: "De quoi accusez-vous cet homme?”29 Εξηλθε λοιπον ο Πιλατος προς αυτους και ειπε? Τινα κατηγοριαν φερετε κατα του ανθρωπου τουτου;
30 Ils lui répondirent: "S’il ne faisait rien de mal, nous ne serions pas venus te l’amener.”30 Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον? Εαν ουτος δεν ητο κακοποιος, δεν ηθελομεν σοι παραδωσει αυτον.
31 Pilate leur dit: "Gardez-le donc, et jugez-le selon votre loi.” Les Juifs lui dirent: "Mais nous n’avons pas le droit de condamner quelqu’un à mort.”31 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Πιλατος? Λαβετε αυτον σεις και κατα τον νομον σας κρινατε αυτον. Ειπον δε προς αυτον οι Ιουδαιοι? ημεις δεν εχομεν εξουσιαν να θανατωσωμεν ουδενα.
32 C’est ainsi que devait se réaliser la parole de Jésus à propos du genre de supplice où il allait mourir.32 Δια να πληρωθη ο λογος του Ιησου, τον οποιον ειπε, δεικνυων με ποιον θανατον εμελλε να αποθανη.
33 Pilate rentre donc dans le palais. Il fait appeler Jésus et lui demande: "C’est toi le roi des Juifs?”33 Εισηλθε παλιν εις το πραιτωριον ο Πιλατος και εφωναξε τον Ιησουν και ειπε προς αυτον? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων;
34 Jésus répond: "Ce que tu me dis là, est-ce que tu le penses, ou est-ce que d’autres te l’ont dit de moi?”34 Απεκριθη προς αυτον ο Ιησους? Αφ' εαυτου λεγεις συ τουτο, η αλλοι σοι ειπον περι εμου;
35 Pilate dit alors: "Est-ce que je suis juif, par hasard? C’est ton peuple, ce sont les chefs des prêtres qui t’amènent devant moi. Qu’as-tu fait?”35 Απεκριθη ο Πιλατος? Μηπως εγω ειμαι Ιουδαιος; το εθνος το ιδικον σου και οι αρχιερεις σε παρεδωκαν εις εμε? τι εκαμες;
36 Jésus répond: "Ma royauté n’est pas de ce monde. Si ma royauté était de ce monde, mes gens auraient combattu pour que je ne sois pas livré aux Juifs. Mais non, ma royauté n’est pas d’ici-bas.”36 Απεκριθη ο Ιησους? Η βασιλεια η εμη δεν ειναι εκ του κοσμου τουτου? εαν η βασιλεια η εμη ητο εκ του κοσμου τουτου, οι υπηρεται μου ηθελον αγωνιζεσθαι, δια να μη παραδωθω εις τους Ιουδαιους? τωρα δε η βασιλεια η εμη δεν ειναι εντευθεν.
37 Alors Pilate lui dit: "Donc, tout de même, tu es roi?” Jésus répond: "Tu dis bien: je suis roi. Je rends témoignage à la vérité, c’est pour cela que je suis né et que je suis venu dans le monde. Tous ceux qui sont pour la vérité écoutent ma voix.”37 Και ο Πιλατος ειπε προς αυτον? Λοιπον βασιλευς εισαι συ; Απεκριθη ο Ιησους? Συ λεγεις οτι βασιλευς ειμαι εγω. Εγω δια τουτο εγεννηθην και δια τουτο ηλθον εις τον κοσμον, δια να μαρτυρησω εις την αληθειαν. Πας οστις ειναι εκ της αληθειας ακουει την φωνην μου.
38 Alors Pilate lui dit: "Où est la vérité?” Il sortit de nouveau vers les Juifs et leur dit: "Je ne trouve rien à condamner chez cet homme.38 Λεγει προς αυτον ο Πιλατος? Τι ειναι αληθεια; Και τουτο ειπων, παλιν εξηλθε προς τους Ιουδαιους και λεγει προς αυτους? Εγω δεν ευρισκω ουδεν εγκλημα εν αυτω?
39 D’ailleurs c’est une coutume chez vous que je vous relâche un prisonnier pour la fête de la Pâque. Si vous le voulez, je vais relâcher le roi des Juifs.”39 ειναι δε συνηθεια εις εσας να σας απολυσω ενα εν τω πασχα? θελετε λοιπον να σας απολυσω τον βασιλεα των Ιουδαιων;
40 Mais de nouveau ce furent des cris: "Pas celui-ci! Relâche Barabbas!” Ce Barabbas était un bandit.40 Παλιν λοιπον εκραυγασαν παντες, λεγοντες? Μη τουτον, αλλα τον Βαραββαν. Ητο δε ο Βαραββας ληστης.