Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

Livre d'Esther 6


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Mais cette nuit-là, le roi n’arrivait pas à s’endormir. Il se fit apporter le Livre des mémoires, les Chroniques, et on en fit la lecture devant le roi.1 Εν εκεινη τη νυκτι ο υπνος εφυγεν απο του βασιλεως? και προσεταξε να φερωσι το βιβλιον των υπομνηματων των χρονικων? και ανεγινωσκοντο ενωπιον του βασιλεως.
2 On tomba sur le passage où l’on racontait comment Mardochée avait dénoncé les deux eunuques du roi, Bigtan et Térech, les gardiens de la Porte qui avaient voulu assassiner le roi Assuérus.2 Και ευρεθη γεγραμμενον οτι ο Μαροδοχαιος απηγγειλε περι του Βιχθαν και Θερες, δυο εκ των ευνουχων του βασιλεως, θυρωρων, οιτινες εζητησαν να επιβαλωσι χειρα επι τον βασιλεα Ασσουηρην.
3 Le roi dit alors: "A-t-on fait quelque chose de spécial pour Mardochée? Lui a-t-on donné de l’avancement?” Les serviteurs du roi répondirent: "On n’a rien fait pour lui.”3 Και ειπεν ο βασιλευς, Ποια τιμη και αξιοπρεπεια εγεινεν εις τον Μαροδοχαιον δια τουτο; Και ειπον οι δουλοι του βασιλεως οι υπηρετουντες αυτον, Δεν εγεινεν ουδεν εις αυτον.
4 Alors le roi dit: "Qui est dans la cour?” Et justement c’était Aman qui franchissait la cour extérieure du palais royal pour demander au roi de faire pendre Mardochée à la potence qu’il avait dressée pour lui.4 Και ειπεν ο βασιλευς, Τις ειναι εν τη αυλη; ειχε δε ελθει ο Αμαν εις την εξωτεραν αυλην του βασιλικου οικου, δια να ειπη προς τον βασιλεα να κρεμαση τον Μαροδοχαιον εις το ξυλον το οποιον ητοιμασε δι' αυτον.
5 Les serviteurs du roi répondirent: "C’est Aman qui est dans la cour.” Le roi dit: "Faites-le entrer.”5 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως, Ιδου, ο Αμαν ισταται εν τη αυλη. Και ειπεν ο βασιλευς, Ας εισελθη.
6 Aman entra et le roi lui demanda: "Que peut-on faire pour un homme que le roi veut honorer?” Aman se dit en lui-même: "Quel autre que moi le roi pourrait-il bien honorer?”6 Και οτε εισηλθεν ο Αμαν, ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Τι πρεπει να γεινη εις τον ανθρωπον, τον οποιον ευαρεστειται ο βασιλευς να τιμηση; Ο δε Αμαν εστοχασθη εν τη καρδια αυτου, εις ποιον αλλον ο βασιλευς ηθελεν ευαρεστηθη να καμη τιμην, παρα εις εμε;
7 Il répondit au roi: "Le roi veut-il honorer quelqu’un?7 Απεκριθη λοιπον ο Αμαν προς τον βασιλεα, Περι του ανθρωπου, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση,
8 Qu’il fasse apporter un vêtement royal que le roi a porté, un cheval que le roi a monté et sur la tête duquel on a déjà placé une couronne royale.8 ας φερωσι την βασιλικην στολην, την οποιαν ο βασιλευς ενδυεται, και τον ιππον επι του οποιου ο βασιλευς ιππευει, και να τεθη το βασιλικον διαδημα επι της κεφαλης αυτου?
9 Qu’on remette le vêtement et le cheval à l’un des principaux ministres du roi, qu’on en habille l’homme que le roi veut honorer, qu’on le fasse monter sur le cheval et qu’on le fasse promener à travers toute la ville. Quelqu’un criera devant lui: Voici ce que l’on fait à l’homme que le roi veut honorer.”9 και η στολη αυτη και ο ιππος ας δοθωσιν εις την χειρα τινος εκ των μεγαλητερων αρχοντων του βασιλεως, δια να στολιση τον ανθρωπον τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση? και φερων αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως ας κηρυττη εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.
10 Le roi dit alors à Aman: "Dépêche-toi, prends ce vêtement et le cheval comme tu l’as dit, et fais tout cela pour Mardochée, le Juif, qui est assis à la porte du roi. N’oublie rien de ce que tu as dit.”10 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αμαν, Σπευσον, λαβε την στολην και τον ιππον, ως ειπας, και καμε ουτως εις τον Μαροδοχαιον τον Ιουδαιον τον καθημενον εν τη βασιλικη πυλη? ας μη λειψη μηδεν εκ παντων οσα ειπας.
11 Aman prit donc le vêtement et le cheval, il en fit revêtir Mardochée et le promena à cheval à travers la ville, et il proclamait devant lui: "Voici ce que l’on fait à l’homme que le roi veut honorer!”11 Και ελαβεν ο Αμαν την στολην και τον ιππον, και εστολισε τον Μαροδοχαιον και εφερεν αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως, κηρυττων εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.
12 Puis Mardochée retourna à la Porte du roi, tandis qu’Aman rentrait chez lui précipitamment, honteux et la tête voilée.12 Και επανηλθεν ο Μαροδοχαιος εις την πυλην του βασιλεως? ο δε Αμαν εσπευσε προς τον οικον αυτου περιλυπος και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην.
13 Aman raconta en détail à sa femme Zérech et à tous ses amis ce qui venait de se passer. Ces hommes sages lui dirent, ainsi que sa femme Zérech: "Si Mardochée est de race juive et que tu as commencé de basculer, tu ne pourras rien contre lui. Tu tomberas devant lui.”13 Και διηγηθη ο Αμαν προς Ζερες την γυναικα αυτου και προς παντας τους φιλους αυτου παν ο, τι συνεβη εις αυτον. Και ειπον προς αυτον οι σοφοι αυτου και Ζερες η γυνη αυτου, Εαν ο Μαροδοχαιος, εμπροσθεν του οποιου ηρχισας να εκπιπτης, ηναι εκ του σπερματος των Ιουδαιων, δεν θελεις κατισχυσει εναντιον αυτου, αλλ' εξαπαντος θελεις πεσει εμπροσθεν αυτου.
14 Ils parlaient encore lorsque les eunuques arrivèrent et prirent Aman avec eux pour le conduire au festin qu’Esther avait préparé.14 Ενω ελαλουν ετι μετ' αυτου, εφθασαν οι ευνουχοι του βασιλεως και εσπευσαν να φερωσι τον Αμαν εις το συμποσιον, το οποιον ητοιμασεν η Εσθηρ.