Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Ruth 2


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Erat autem viro Elimelech consanguineus, homo potens, et magnarum opum, nomine Booz.1 Ειχε δε η Ναομι συγγενη τινα του ανδρος αυτης, ανθρωπον δυνατον εν ισχυι, εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ? και το ονομα αυτου Βοοζ.
2 Dixitque Ruth Moabitis ad socrum suam : Si jubes, vadam in agrum, et colligam spicas quæ fugerint manus metentium, ubicumque clementis in me patrisfamilias reperero gratiam. Cui illa respondit : Vade, filia mea.2 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις προς την Ναομι, Ας υπαγω, παρακαλω, εις τον αγρον δια να συναξω ασταχυα κατοπιν ουτινος ευρω χαριν εις τους οφθαλμους? και ειπε προς αυτην, Υπαγε, θυγατηρ μου.
3 Abiit itaque et colligebat spicas post terga metentium. Accidit autem ut ager ille haberet dominum nomine Booz, qui erat de cognatione Elimelech.3 Και υπηγε και ελθουσα εσταχυολογει εν τω αγρω κατοπιν των θεριστων? και ετυχεν εν μερει του αγρου του Βοοζ, οστις ητο εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ.
4 Et ecce, ipse veniebat de Bethlehem, dixitque messoribus : Dominus vobiscum. Qui responderunt ei : Benedicat tibi Dominus.4 Και ιδου, ο Βοοζ ηλθεν εκ Βηθλεεμ και ειπε προς τους θεριστας, Κυριος μεθ' υμων. Και απεκριθησαν προς αυτον, Κυριος να σε ευλογηση.
5 Dixitque Booz juveni, qui messoribus præerat : Cujus est hæc puella ?5 Τοτε ειπεν ο Βοοζ προς τον υπηρετην αυτου, τον επιστατην των θεριστων, Τινος ειναι η νεα αυτη;
6 Cui respondit : Hæc est Moabitis, quæ venit cum Noëmi, de regione Moabitide,6 Και ο υπηρετης ο επιστατης των θεριστων απεκριθη και ειπεν, ειναι η νεα η Μωαβιτις, η επιστρεψασα μετα της Ναομι εκ γης Μωαβ?
7 et rogavit ut spicas colligeret remanentes, sequens messorum vestigia : et de mane usque nunc stat in agro, et ne ad momentum quidem domum reversa est.7 και ειπεν, Ας σταχυολογησω, παρακαλω, και ας συναξω τι μεταξυ των δεματιων κατοπιν των θεριστων? και ηλθε και εσταθη απο πρωιας εως ταυτης της ωρας? ολιγον μονον ανεπαυθη εν τη οικια.
8 Et ait Booz ad Ruth : Audi, filia, ne vadas in alterum agrum ad colligendum, nec recedas ab hoc loco : sed jungere puellis meis,8 Και ειπεν ο Βοοζ προς την Ρουθ, Δεν ακουεις, θυγατηρ μου; μη υπαγης να σταχυολογησης εν αλλω αγρω, μηδε να αναχωρησης εντευθεν, αλλα μενε ενταυθα μετα των κορασιων μου?
9 et ubi messuerint, sequere. Mandavi enim pueris meis, ut nemo molestus sit tibi : sed etiam si sitieris, vade ad sarcinulas, et bibe aquas, de quibus et pueri bibunt.9 ας ηναι οι οφθαλμοι σου επι τον αγρον οπου θεριζουσι, και υπαγε κατοπιν αυτων? δεν προσεταξα εγω εις τους νεους να μη σε εγγισωσι; και οταν διψησης υπαγε εις τα αγγεια και πινε απο ο, τι αντλησωσιν οι νεοι.
10 Quæ cadens in faciem suam et adorans super terram, dixit ad eum : Unde mihi hoc, ut invenirem gratiam ante oculos tuos, et nosse me dignareris peregrinam mulierem ?10 Η δε επεσε κατα προσωπον και προσεκυνησεν εως εδαφους και ειπε προς αυτον, Πως εγω ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, ωστε να λαβης προνοιαν περι εμου, ενω ειμαι ξενη;
11 Cui ille respondit : Nuntiata sunt mihi omnia quæ feceris socrui tuæ post mortem viri tui : et quod reliqueris parentes tuos, et terram in qua nata es, et veneris ad populum, quem antea nesciebas.11 Και ο Βοοζ απεκριθη και ειπε προς αυτην, Ανηγγελθησαν προς εμε ακριβως παντα οσα εκαμες εις την πενθεραν σου μετα τον θανατον του ανδρος σου? και οτι αφηκας τον πατερα σου και την μητερα σου και την γην της γεννησεως σου, και ηλθες προς λαον, τον οποιον δεν εγνωριζες προτερον?
12 Reddat tibi Dominus pro opere tuo, et plenam mercedem recipias a Domino Deo Israël, ad quem venisti, et sub cujus confugisti alas.12 ο Κυριος να ανταμειψη το εργον σου, και ο μισθος σου να ηναι πληρης παρα Κυριου του Θεου του Ισραηλ, υπο τας πτερυγας του οποιου ηλθες να σκεπασθης.
13 Quæ ait : Inveni gratiam apud oculos tuos, domine mi, qui consolatus es me, et locutus es ad cor ancillæ tuæ, quæ non sum similis unius puellarum tuarum.13 Η δε ειπεν, Ας ευρω χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου? επειδη με παρηγορησας και επειδη ελαλησας ευμενως προς την δουλην σου, αν και εγω δεν ειμαι ουδε ως μια των θεραπαινιδων σου.
14 Dixitque ad eam Booz : Quando hora vescendi fuerit, veni huc, et comede panem, et intinge buccellam tuam in aceto. Sedit itaque ad messorum latus, et congessit polentam sibi, comeditque et saturata est, et tulit reliquias.14 Και ειπε προς αυτην ο Βοοζ την ωραν του φαγητου, Ελθε και φαγε εκ του αρτου και βρεξον το ψωμιον σου εις το οξος. Και αυτη εκαθισεν εις τα πλαγια των θεριστων? εκεινος δε εδωκεν εις αυτην σιτον πεφρυγανισμενον, και εφαγε και εχορτασθη και επερισσευσε.
15 Atque inde surrexit, ut spicas ex more colligeret. Præcepit autem Booz pueris suis, dicens : Etiamsi vobiscum metere voluerit, ne prohibeatis eam :15 Και εσηκωθη να σταχυολογηση, και προσεταξεν ο Βοοζ εις τους νεους αυτου, λεγων, Και μεταξυ των δεματιων ας σταχυολογη, και μη επιπληττετε αυτην?
16 et de vestris quoque manipulis projicite de industria, et remanere permittite, ut absque rubore colligat, et colligentem nemo corripiat.16 και μαλιστα αφινετε να πιπτη τι απο των χειροβολων δια αυτην και αφινετε να συλλεγη και μη ελεγχετε αυτην.
17 Collegit ergo in agro usque ad vesperam : et quæ collegerat virga cædens et excutiens, invenit hordei quasi ephi mensuram, id est, tres modios.17 Και εσταχυολογησεν εν τω αγρω εως εσπερας και εκοπανισεν οσον εσταχυολογησε? και ητο εως εν εφα κριθης.
18 Quos portans reversa est in civitatem, et ostendit socrui suæ : insuper protulit, et dedit ei de reliquiis cibi sui, quo saturata fuerat.18 Και εσηκωσεν αυτο και εισηλθεν εις την πολιν? και ειδεν η πενθερα αυτης οσον εσταχυολογησε? και εκβαλουσα η Ρουθ, εδωκεν εις αυτην ο, τι ειχε περισσευσει αφου εχορτασθη.
19 Dixitque ei socrus sua : Ubi hodie collegisti, et ubi fecisti opus ? sit benedictus qui misertus est tui. Indicavitque ei apud quem fuisset operata : et nomen dixit viri, quod Booz vocaretur.19 Και ειπε προς αυτην η πενθερα αυτης, Που εσταχυολογησας σημερον; και που εδουλευσας; ευλογημενος να ηναι εκεινος οστις ελαβε προνοιαν περι σου. Και εκεινη εφανερωσε προς την πενθεραν αυτης εις τινος αγρον εδουλευσε και ειπε, το ονομα του ανθρωπου, εις τον οποιον εδουλευσα σημερον, ειναι Βοοζ.
20 Cui respondit Noëmi : Benedictus sit a Domino : quoniam eamdem gratiam, quam præbuerat vivis, servavit et mortuis. Rursumque ait : Propinquus noster est homo.20 Και ειπεν η Ναομι προς την νυμφην αυτης, Ευλογημενος παρα Κυριου εκεινος οστις δεν αφηκε το ελεος αυτου προς τους ζωντας και προς τους τεθνεωτας. Και ειπε προς αυτην η Ναομι, Συγγενης ημων ειναι ο ανθρωπος ουτος εκ των πλησιον συγγενων ημων.
21 Et ait Ruth : Hoc quoque, inquit, præcepit mihi, ut tamdiu messoribus ejus jungerer, donec omnes segetes meterentur.21 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις, Αυτος με ειπε προσετι, Συ θελεις μενει μετα των ανθρωπων μου, εωσου τελειωσωσιν ολον τον θερισμον μου.
22 Cui dixit socrus : Melius est, filia mea, ut cum puellis ejus exeas ad metendum, ne in alieno agro quispiam resistat tibi.22 Και ειπεν η Ναομι προς την Ρουθ την νυμφην αυτης, Ειναι καλον, θυγατηρ μου, να εκβαινης μετα των κορασιων αυτου, και να μη σε απαντησωσιν εν αλλω αγρω.
23 Juncta est itaque puellis Booz : et tamdiu cum eis messuit, donec hordea et triticum in horreis conderentur.23 Και προσεκολληθη εις τα κορασια του Βοοζ δια να σταχυολογη, εωσου τελειωση ο θερισμος των κριθων και ο θερισμος του σιτου? και εκαθητο μετα της πενθερας αυτης.