Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Lettera di Giuda - (מכתב יהודה) 2


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 לָכֵן אֲנַחְנוּ חַיָּבִים בְּיוֹתֵר לְהָכִין לְבָבֵנוּ אֶל־אֲשֶׁר שָׁמָעְנוּ פֶּן־יָלוּז וְיֹאבַד מִמֶּנּוּ1 Δια τουτο πρεπει ημεις να προσεχωμεν περισσοτερον εις οσα ηκουσαμεν, δια να μη εκπεσωμεν ποτε.
2 כִּי אִם־הַדָּבָר הַנֶּאֱמָר עַל־יְדֵי הַמַּלְאָכִים הָיָה קַיָּם וְכָל־פֶּשַׁע וּמְרִי נָשָׂא אֶת־עָנְשׁוֹ כַּמִּשְׁפָּט2 Διοτι εαν ο λογος ο λαληθεις δι' αγγελων εγεινε βεβαιος, και πασα παραβασις και παρακοη ελαβε δικαιαν μισθαποδοσιαν,
3 אֵיךְ נִמָּלֵט אֲנַחְנוּ אִם־לֹא נָשִׂים לֵב לִתְשׁוּעָה גְדוֹלָה אֲשֶׁר כָּזֹאת הַנֶּאֱמָרָה מִתְּחִלָּה בְּפִי הָאָדוֹן וַתְּקֻיַּם־לָנוּ עַל־יְדֵי שֹׁמְעֶיהָ3 πως ημεις θελομεν εκφυγει, εαν αμελησωμεν τοσον μεγαλην σωτηριαν; ητις αρχισασα να λαληται δια του Κυριου, εβεβαιωθη εις ημας υπο των ακουσαντων,
4 וְגַם־אֱלֹהִים הֵעִיד עָלֶיהָ בְּאֹתוֹת וּבְמוֹפְתִים וּבִגְבוּרוֹת שֹׁנוֹת וּבְהַאֲצִיל מֵרוּחַ קָדְשׁוֹ כִּרְצוֹנוֹ4 και ο Θεος συνεπεμαρτυρει με σημεια και τερατα και με διαφορα θαυματα και με διανομας του Αγιου Πνευματος κατα την θελησιν αυτου.
5 כִּי לֹא תַחַת יַד־הַמַּלְאָכִים שָׁת אֶת־הָעוֹלָם הַבָּא אֲשֶׁר אֲנַחְנוּ מְדַבְּרִים עָלָיו5 Διοτι δεν υπεταξεν εις αγγελους την οικουμενην την μελλουσαν, περι της οποιας λαλουμεν.
6 כִּי אִם־כַּאֲשֶׁר הֵעִיד הָאֹמֵר בְּמָקוֹם אֶחָד מָה־אֱנוֹשׁ כִּי־תִזְכְּרֶנּוּ וּבֶן־אָדָם כִּי תִפְקְדֶנּוּ6 Εμαρτυρησε δε τις εν τινι μερει, λεγων? Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε να ενθυμησαι αυτον, Η ο υιος του ανθρωπου, ωστε να επισκεπτησαι αυτον;
7 וַתְּחַסְּרֵהוּ מְעַט מֵאֱלֹהִים וְכָבוֹד וְהָדָר תְּעַטְּרֵהוּ וַתַּמְשִׁילֵהוּ בְּמַעֲשֵׂי יָדֶיךָ כֹּל שַׁתָּה תַחַת־רַגְלָיו7 Εκαμες αυτον ολιγον τι κατωτερον των αγγελων, με δοξαν και τιμην εστεφανωσας αυτον και κατεστησας αυτον επι τα εργα των χειρων σου?
8 הִנֵּה בַּאֲשֶׁר שָׁת כֹּל תַּחְתָּיו לֹא־הִשְׁאִיר דָּבָר שֶׁלֹּא־שָׁת תַּחְתָּיו וְעַתָּה זֶה לֹא רָאִינוּ עֲדַיִן כִּי־כֹל הוּשַׁת תַּחְתָּיו8 Παντα υπεταξας υποκατω των ποδων αυτου. Διοτι υποταξας εις αυτον τα παντα, δεν αφηκεν ουδεν ανυποτακτον εις αυτον. Τωρα ομως δεν βλεπομεν ετι τα παντα υποτεταγμενα εις αυτον?
9 אֲבָל יֵשׁוּעַ הַמְחֻסָּר מְעַט מִמַּלְאָכִים אוֹתוֹ רָאִינוּ מְעֻטָּר בְּכָבוֹד וְהָדָר מִפְּנֵי עֻנּוּתוֹ עַד־מָוֶת לְמַעַן אֲשֶׁר יִטְעַם בְּחֶסֶד אֱלֹהִים אֶת־הַמָּוֶת בְּעַד כֻּלָּם9 τον δε ολιγον τι παρα τους αγγελους ηλαττωμενον Ιησουν βλεπομεν δια το παθημα του θανατου με δοξαν και τιμην εστεφανωμενον, δια να γευθη θανατον υπερ παντος ανθρωπου δια της χαριτος του Θεου.
10 כִּי־נָאֶה הָיָה לוֹ אֲשֶׁר הַכֹּל לְמַעֲנוֹ וְהַכֹּל עַל־יָדוֹ בְּהַנְחֹתוֹ בָּנִים רַבִּים לְכָבוֹד לְהַשְׁלִים בְּעִנּוּיִם אֶת־שַׂר יְשׁוּעָתָם10 Διοτι επρεπεν εις αυτον, δια τον οποιον ειναι τα παντα και δια του οποιου εγειναν τα παντα, φερων εις την δοξαν πολλους υιους, να καμη τελειον τον αρχηγον της σωτηριας αυτων δια των παθηματων.
11 כִּי גַם־הַמְקַדֵּשׁ גַּם־הַמְקֻדָּשִׁים כֻּלָּם מֵאֶחָד הֵמָּה וְעַל־כֵּן לֹא בוֹשׁ מִקְּרֹא לָהֶם אַחִים11 Επειδη και ο αγιαζων και οι αγιαζομενοι εξ ενος ειναι παντες? δι' ην αιτιαν δεν επαισχυνεται να ονομαζη αυτους αδελφους,
12 בְּאָמְרוֹ אֲסַפְּרָה שִׁמְךָ לְאֶחָי בְּתוֹךְ קָהָל אֲהַלֲלֶךָּ12 λεγων? Θελω απαγγειλει το ονομα σου προς τους αδελφους μου, εν μεσω εκκλησιας θελω σε υμνησει?
13 וְעוֹד וְקִוֵּיתִי לוֹ וְעוֹד הִנֵּה אָנֹכִי וְהַיְלָדִים אֲשֶׁר נָתַן־לִי יְהוָֹה13 και παλιν? Εγω θελω εχει την πεποιθησιν μου επ' αυτον? και παλιν? Ιδου, εγω και τα παιδια, τα οποια μοι εδωκεν ο Θεος.
14 וְיַעַן כִּי הַיְלָדִים כֻּלָּם יַחְדָּו בָּשָׂר וָדָם אַף־הוּא לָבַשׁ בָּשָׂר וָדָם כְּמוֹהֶם לְמַעַן אֲשֶׁר יְבַטֵּל עַל־יְדֵי הַמָּוֶת אֵת אֲשֶׁר־לוֹ מֶמְשֶׁלֶת הַמָּוֶת הוּא הַשָּׂטָן14 Επειδη λοιπον τα παιδια εμεθεξαν απο σαρκος και αιματος, και αυτος παρομοιως μετελαβεν απο των αυτων, δια να καταργηση δια του θανατου τον εχοντα το κρατος του θανατου, τουτεστι τον διαβολον,
15 וּלְהַתִּיר אֶת־אֵלֶּה אֲשֶׁר מֵאֵימַת הַמָּוֶת הָיוּ נְתֻנִים לְעַבְדוּת כָּל־יְמֵי חַיֵּיהֶם15 και ελευθερωση εκεινους, οσοι δια τον φοβον του θανατου ησαν δια παντος του βιου υποκειμενοι εις την δουλειαν.
16 כִּי אָמְנָם לֹא בְּמַלְאָכִים הֶחֱזִיק כִּי אִם־בְּזֶרַע אַבְרָהָם הֶחֱזִיק16 Διοτι βεβαιως δεν ανελαβεν αγγελων φυσιν, αλλα σπερματος Αβρααμ ανελαβεν.
17 עַל־כֵּן הָיָה עָלָיו לְהִדָּמוֹת לְאֶחָיו בְּכָל־דָּבָר לְמַעַן אֲשֶׁר־יִהְיֶה כֹּהֵן גָּדוֹל רַחֲמָן וְנֶאֱמָן בְּעִנְיְנֵי אֱלֹהִים לְכַפֵּר עַל־חַטֹּאת הָעָם17 Οθεν επρεπε να ομοιωθη κατα παντα με τους αδελφους, δια να γεινη ελεημων και πιστος αρχιερευς εις τα προς τον Θεον, δια να καμνη εξιλεωσιν υπερ των αμαρτιων του λαου.
18 כִּי בַאֲשֶׁר הוּא בְעַצְמוֹ עֻנָּה וְנִתְנַסֶּה יָכֹל לַעֲזֹר אֶת־הַמְנֻסִּים18 Επειδη καθ' οτι αυτος επαθε πειρασθεις, δυναται να βοηθηση τους πειραζομενους.