Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Prima lettera ai Tessalonicesi - (מכתב ראשון לסלוניקים) 6


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 אִם־כֵּן מַה־נֹּאמַר הֲנַעֲמֹד בַּחֵטְא לְמַעַן יִרְבֶּה הֶחָסֶד1 Τι λοιπον θελομεν ειπει; θελομεν επιμενει εν τη αμαρτια, δια να περισσευση η χαρις;
2 חָלִילָה לָּנוּ כִּי מַתְנוּ לַחֵטְא וְאֵיךְ נוֹסִיף לִחְיוֹת בּוֹ2 Μη γενοιτο? ημεις, οιτινες απεθανομεν κατα την αμαρτιαν, πως θελομεν ζησει πλεον εν αυτη;
3 אוֹ הַאֵינְכֶם יֹדְעִים כִּי כֻלָּנוּ הַנִּטְבָּלִים לַמָּשִׁיחַ יֵשׁוּעַ לְמוֹתוֹ נִטְבָּלְנוּ3 Η αγνοειτε οτι οσοι εβαπτισθημεν εις Χριστον Ιησουν, εις τον θανατον αυτου εβαπτισθημεν;
4 לָכֵן נִקְבַּרְנוּ אִתּוֹ בַּטְּבִילָה לַמָּוֶת לְמַעַן כַּאֲשֶׁר נֵעוֹר הַמָּשִׁיחַ מִן־הַמֵּתִים בִּכְבוֹד הָאָב כֵּן נִתְהַלֵּךְ גַּם־אֲנַחְנוּ בְּחַיִּים מְחֻדָּשִׁים4 Συνεταφημεν λοιπον μετ' αυτου δια του βαπτισματος εις τον θανατον, ινα καθως ο Χριστος ανεστη εκ νεκρων δια της δοξης του Πατρος, ουτω και ημεις περιπατησωμεν εις νεαν ζωην.
5 כִּי אִם־נִדְבַּקְנוּ בְּדִמְיוֹן מוֹתוֹ אָכֵן גַּם־נִהְיֶה דְבוּקִים לִתְחִיָּתוֹ5 Διοτι εαν εγειναμεν συμφυτοι με αυτον κατα την ομοιοτητα του θανατου αυτου, θελομεν εισθαι και κατα την ομοιοτητα της αναστασεως,
6 בַּאֲשֶׁר יֹדְעִים אֲנַחְנוּ כִּי־נִצְלַב אִתּוֹ הָאָדָם הַיָּשָׁן אֲשֶׁר בָּנוּ לְמַעַן תְּבֻטַּל גְּוִיַּת הַחֵטְא לְבִלְתִּי הֱיוֹתֵנוּ עוֹד עֲבָדִים לַחֵטְא6 τουτο γινωσκοντες, οτι ο παλαιος ημων ανθρωπος συνεσταυρωθη, δια να καταργηθη το σωμα της αμαρτιας, ωστε να μη ημεθα πλεον δουλοι της αμαρτιας?
7 כִּי אֲשֶׁר מֵת הוּא נִקָּה מִן־הַחֵטְא7 διοτι ο αποθανων ηλευθερωθη απο της αμαρτιας.
8 וְהִנֵּה אִם־מַתְנוּ עִם־הַמָּשִׁיחַ נַאֲמִין כִּי גַם־נִחְיֶה עִמּוֹ8 Εαν δε απεθανομεν μετα του Χριστου, πιστευομεν οτι και θελομεν συζησει μετ' αυτου,
9 בַּאֲשֶׁר יָדַעְנוּ כִּי הַמָּשִׁיחַ אַחֲרֵי אֲשֶׁר נֵעוֹר מִן־הַמֵּתִים לֹא יָמוּת עוֹד וְהַמָּוֶת לֹא יִשְׁלֹט בּוֹ עוֹד9 γινωσκοντες οτι ο Χριστος αναστας εκ νεκρων δεν αποθνησκει πλεον, θανατος αυτον δεν κυριευει πλεον.
10 כִּי אֲשֶׁר מֵת מֵת לַחֵטְא פַּעַם אֶחָת וַאֲשֶׁר חַי חַי הוּא לֵאלֹהִים10 Διοτι καθ' ο απεθανεν, απεθανεν απαξ δια την αμαρτιαν, αλλα καθ' ο ζη, ζη εις τον Θεον.
11 וְכֵן גַּם־אַתֶּם חִשְׁבוּ אֶתְכֶם מֵתִים לַחֵטְא וְחַיִּים לֵאלֹהִים בַּמָּשִׁיחַ יֵשׁוּעַ אֲדֹנֵינוּ11 Ουτω και σεις φρονειτε εαυτους οτι εισθε νεκροι μεν κατα την αμαρτιαν, ζωντες δε εις τον Θεον δια Ιησου Χριστου του Κυριου ημων.
12 אִם־כֵּן אֵפוֹא אַל־תִּמְלֹךְ הַחַטָּאת בְּגוּפְכֶם אֲשֶׁר יָמוּת לִנְטוֹת אַחֲרֶיהָ בְּתַאֲוֺתָיו12 Ας μη βασιλευη λοιπον η αμαρτια εν τω θνητω υμων σωματι, ωστε κατα τας επιθυμιας αυτου να υπακουητε εις αυτην,
13 גַּם אַל־תָּכִינוּ אֶת־אֵבָרֵיכֶם לִהְיוֹת כְּלֵי־עָוֶל לַחֵטְא אַךְ תָּכִינוּ אֶת־נַפְשְׁכֶם לֵאלֹהִים כַּחַיִּים מֵעִם הַמֵּתִים וְאֵבָרֵיכֶם כְּלֵי צְדָקָה לֵאלֹהִים13 μηδε παριστανετε τα μελη σας οπλα αδικιας εις την αμαρτιαν, αλλα παραστησατε εαυτους εις τον Θεον ως ζωντας εκ νεκρων, και τα μελη σας οπλα δικαιοσυνης εις τον Θεον.
14 כִּי הַחֵטְא לֹא יוּכַל לִמְשֹׁל עוֹד בָּכֶם יַעַן אֵינְכֶם תַּחַת יַד־הַתּוֹרָה כִּי אִם־תַּחַת יַד־הֶחָסֶד14 Διοτι η αμαρτια δεν θελει σας κυριευσει? επειδη δεν εισθε υπο νομον, αλλ' υπο χαριν.
15 וְעַתָּה מָה הֲנֶחֱטָא יַעַן אֵינֶנּוּ תַּחַת יַד־הַתּוֹרָה כִּי אִם־תַּחַת יַד־הֶחָסֶד חָלִילָה15 Τι λοιπον; θελομεν αμαρτησει διοτι δεν ειμεθα υπο νομον, αλλ' υπο χαριν; μη γενοιτο.
16 הֲלֹא יְדַעְתֶּם כִּי לַאֲשֶׁר תִּתְּנוּ אֶת־נַפְשְׁכֶם לִהְיוֹת עֲבָדָיו לָסוּר לְמִשְׁמַעְתּוֹ הֵן עֲבָדִים אַתֶּם לַאֲשֶׁר תִּשְׁמְעוּ־לוֹ אִם־לַחֵטְא אֱלֵי־מָוֶת אִם־לַמִּשְׁמַעַת אֱלֵי־צְדָקָה16 Δεν εξευρετε οτι εις οντινα παριστανετε εαυτους δουλους προς υπακοην, εισθε δουλοι εκεινου εις τον οποιον υπακουετε, η της αμαρτιας προς θανατον η της υπακοης προς δικαιοσυνην;
17 אֲבָל תּוֹדֹת לֵאלֹהִים כִּי־הֱיִיתֶם עַבְדֵי הַחֵטְא וְאַחַר שְׁמַעְתֶּם בְּכָל־לְבַבְכֶם אֶל־תְּכוּנַת הַלֶּקַח אֲשֶׁר נִמְסַרְתֶּם לוֹ17 Χαρις ομως εις τον Θεον, διοτι υπηρχετε δουλοι της αμαρτιας, πλην υπηκουσατε εκ καρδιας εις τον τυπον της διδαχης, εις τον οποιον παρεδοθητε,
18 שֻׁחְרַרְתֶּם מִידֵי הַחֵטְא לָכֵן הִשְׁתַּעְבַּדְתֶּם לַצְּדָקָה18 ελευθερωθεντες δε απο της αμαρτιας, εδουλωθητε εις την δικαιοσυνην?
19 כְּדֶרֶךְ בְּנֵי־אָדָם אֲנִי מְדַבֵּר מִפְּנֵי רִפְיוֹן בְּשַׂרְכֶם כִּי כַּאֲשֶׁר לְפָנִים הֲכִינוֹתֶם אֶת־אֵבָרֵיכֶם לַעֲבוֹדַת הַטֻּמְאָה וְהָרֶשַׁע לְהַרְשִׁיעַ כֵּן עַתָּה הָכִינוּ אֶת־אֵבָרֵיכֶם לַעֲבוֹדַת הַצְּדָקָה לְהִתְקַדֵּשׁ19 ανθρωπινως λεγω δια την ασθενειαν της σαρκος σας. Διοτι καθως παρεστησατε τα μελη σας δουλα εις την ακαθαρσιαν και εις την ανομιαν προς την ανομιαν, ουτω τωρα παραστησατε τα μελη σας δουλα εις την δικαιοσυνην προς αγιασμον.
20 כִּי־בְעֵת הֱיוֹתְכֶם עַבְדֵי הַחֵטְא חָפְשִׁים הֱיִיתֶם מִן־הַצְּדָקָה20 Διοτι οτε υπηρχετε δουλοι της αμαρτιας, υπηρχετε ελευθεροι απο της δικαιοσυνης.
21 וּמָה אֵפוֹא הַפְּרִי שֶׁהָיָה לָכֶם אָז מִן־הַמַּעֲשִׂים אֲשֶׁר עַתָּה תֵבשׁוּ מֵהֶם כִּי אַחֲרִיתָם הַמָּוֶת21 Τινα λοιπον καρπον ειχετε τοτε εξ εκεινων των εργων, δια τα οποια τωρα αισχυνεσθε; διοτι το τελος εκεινων ειναι θανατος.
22 אָכֵן עַתָּה בִּהְיוֹתְכֶם מְשֻׁחְרָרִים מִידֵי הַחֵטְא וּמְשֻׁעְבָּדִים לֵאלֹהִים יֵשׁ לָכֶם פֶּרְיְכֶם לִקְדֻשָּׁה וְאַחֲרִיתוֹ חַיֵּי עוֹלָם22 Αλλα τωρα ελευθερωθεντες απο της αμαρτιας και δουλωθεντες εις τον Θεον, εχετε τον καρπον σας εις αγιασμον, το δε τελος ζωην αιωνιον.
23 כִּי־שְׂכַר הַחֵטְא הוּא הַמָּוֶת וּמַתְּנַת חֶסֶד אֱלֹהִים הִיא חַיֵּי הָעוֹלָם בַּמָּשִׁיחַ יֵשׁוּעַ אֲדֹנֵינוּ23 Διοτι ο μισθος της αμαρτιας ειναι θανατος, το δε χαρισμα του Θεου ζωη αιωνιος δια Ιησου Χριστου του Κυριου ημων.