Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 24


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיֵּרֶד חֲנַנְיָה הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל אַחֲרֵי חֲמֵשֶׁת יָמִים וְאִתּוֹ הַזְּקֵנִים וְטַרְטֻלּוֹס אִישׁ דְּבָרִים וַיּוֹדִיעוּ אֶת־הַנְּצִיב אֶת־דְּבַר רִיבָם עִם־פּוֹלוֹס1 Μετα δε πεντε ημερας κατεβη ο αρχιερευς Ανανιας μετα των πρεσβυτερων και μετα τινος Τερτυλλου ρητορος, οιτινες ενεφανισθησαν εις τον ηγεμονα κατα του Παυλου.
2 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר קָרְאוּ־לוֹ וַיָּחֶל טַרְטֻלּוֹס לְשִׂטְנוֹ וַיֹּאמַר2 Προσκληθεντος δε αυτου, ηρχισε να κατηγορη ο Τερτυλλος, λεγων? Επειδη απολαμβανομεν δια σου πολλην ησυχιαν και γινονται εις το εθνος τουτο λαμπρα πραγματα δια της προνοιας σου,
3 אֵת אֲשֶׁר יָשַׁבְנוּ עַל־יָדְךָ בְּשָׁלוֹם רָב וַאֲשֶׁר נַעֲשֹוּ תַּקָּנוֹת רַבּוֹת לָעָם הַזֶּה בְּהַשְׁגָּחָתֶךָ נְקַבֵּל בְכָל־עֵת וּבְכָל־מָקוֹם בְּכָל־תּוֹדָה פֶלִיקְס הָאַדִּיר3 κατα παντα και πανταχου ευγνωμονουμεν, κρατιστε Φηλιξ, μετα πασης ευχαριστιας.
4 אַךְ לְבִלְתִּי הַלְאוֹתְךָ הַרְבֵּה אֶתְחַנֵּן אֵלֶיךָ אֲשֶׁר תִּשְׁמָעֵנוּ בְּקֹצֶר דְּבָרֵינוּ כְּחֶמְלָתֶךָ4 Αλλα δια να μη σε απασχολω περισσοτερον, παρακαλω να ακουσης ημας συντομως με την επιεικειαν σου.
5 כִּי מָצָאנוּ אֶת־הָאִישׁ הַזֶּה כְּקֶטֶב וּמְגָרֶה מִדְיָנִים בֵּין כָּל־הַיְּהוּדִים עַל־פְּנֵי תֵבֵל וְהוּא רֹאשׁ כַּת הַנָּצְרִים5 Επειδη ευρομεν τον ανθρωπον τουτον οτι ειναι φθοροποιος και διεγειρει στασιν μεταξυ ολων των κατα την οικουμενην Ιουδαιων, και ειναι πρωτοστατης της αιρεσεως των Ναζωραιων,
6 וְהוּא גַם־נִסָּה לְחַלֵּל אֶת־הַמִּקְדָּשׁ וַנִּתְפֹּשׂ אוֹתוֹ וַנַּחְפֹּץ לְשָׁפְטוֹ עַל־פִּי תוֹרָתֵנוּ6 οστις και τον ναον εδοκιμασε να βεβηλωση, τον οποιον και εκρατησαμεν και κατα τον ημετερον νομον ηθελησαμεν να κρινωμεν.
7 וַיָּבֹא עָלֵינוּ לוּסִיאַס שַׂר־הָאֶלֶף בְּרָב־כֹּחַ וַיַּחְטְפֵהוּ מִיָּדֵינוּ7 Ελθων ομως Λυσιας ο χιλιαρχος απεσπασεν αυτον μετα πολλης βιας εκ των χειρων ημων,
8 וַיְצַו אֶת־שׂטְנָיו כִּי־בוֹא יָבֹאוּ לְפָנֶיךָ וְאַתָּה כִּי־תַחֲקֹר אֹתוֹ תּוּכַל לָדַעַת מִפִּיהוּ אֵת כָּל־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה אֲשֶׁר אֲנַחְנוּ טֹעֲנִים עָלָיו8 προσταξας τους κατηγορους αυτου να ελθωσιν ενωπιον σου? παρα του οποιου θελεις δυνηθη εξετασας αυτος να μαθης περι παντων τουτων, περι των οποιων ημεις κατηγορουμεν αυτον.
9 וַיְמַלְאוּ הַיְּהוּדִים אֶת־דְּבָרָיו לֵאמֹר כִּי־כֵן הוּא9 Συνωμολογησαν δε και οι Ιουδαιοι, λεγοντες οτι ταυτα ουτως εχουσι.
10 וַיִּרְמֹז הַנְּצִיב אֶל־פּוֹלוֹס לְדַבֵּר וַיַּעַן וַיֹּאמַר יַעַן אֲשֶׁר־יָדַעְתִּי כִּי זֶה כַּמֶּה שָׁנִים שׁוֹפֵט אַתָּה לָעָם הַזֶּה הִנְנִי מִצְטַדֵּק בְּלֵב בָּטוּחַ עַל־עִנְיָנָי10 Τοτε ο Παυλος, αφου ο ηγεμων ενευσεν εις αυτον να ομιληση, απεκριθη? Επειδη σε γνωριζω οτι εκ πολλων ετων εισαι κριτης εις το εθνος τουτο, απολογουμαι περι εμαυτου προθυμοτερον,
11 אַתָּה תוּכַל לָדַעַת אֲשֶׁר לֹא עָבְרוּ יוֹתֵר מִשְּׁנֵים עָשָׂר יוֹם מֵעֵת עֲלוֹתִי יְרוּשָׁלַיִם לְהִשְׁתַּחֲוֺת11 διοτι δυνασαι να πληροφορηθης οτι δεν ειναι πλειοτεραι των δωδεκα ημερων αφου εγω ανεβην δια να προσκυνησω εν Ιερουσαλημ?
12 וְלֹא בַמִּקְדָּשׁ מְצָאוּנִי מִתְוַכֵּחַ עִם־אִישׁ אוֹ־מְעוֹרֵר מְהוּמָה בָּעָם וְלֹא בְּבָתֵּי הַכְּנֵסִיּוֹת וְלֹא בָעִיר12 και ουτε εν τω ιερω ευρον εμε διαλεγομενον μετα τινος η οχλαγωγουντα, ουτε εν ταις συναγωγαις ουτε εν τη πολει?
13 גַּם אֵין בִּיכָלְתָּם לְהוֹכִיחַ עָלַי אֵת אֲשֶׁר עַתָּה הֵם שׂטְנִים אוֹתִי13 ουδε δυνανται να φερωσιν αποδειξεις περι οσων με κατηγορουσι τωρα.
14 אֲבָל אֶת־זֹאת מוֹדֶה אֲנִי לְפָנֶיךָ כִּי־בַדֶּרֶךְ הַהִיא אֲשֶׁר יִקְרָאוּהָ בְּשֵׁם כַּת בָּהּ אֲנִי עֹבֵד אֶת־אֱלֹהֵי אֲבוֹתֵינוּ בְּהַאֲמִינִי בְּכָל־הַכָּתוּב בַּתּוֹרָה וּבַנְּבִיאִים14 Ομολογω δε τουτο εις σε, οτι κατα την οδον, την οποιαν ουτοι λεγουσιν αιρεσιν, ουτω λατρευω τον Θεον των πατερων μου, πιστευων εις παντα τα γεγραμμενα εν τω νομω και εν τοις προφηταις,
15 וְתִקְוָתִי לֵאלֹהִים אֲשֶׁר גַּם־הֵם יְחַכּוּ־לָהּ זֹאת הִיא כִּי עֲתִידָה לִהְיוֹת תְּחִיַּת הַמֵּתִים לַצַּדִּיקִים וְלָרְשָׁעִים15 ελπιδα εχων εις τον Θεον, την οποιαν και αυτοι ουτοι προσμενουσιν, οτι μελλει να γεινη αναστασις νεκρων, δικαιων τε και αδικων?
16 וּבְזֹאת גַּם־עָמַלְתִּי לִהְיוֹת תְּמִים־לֵב לֵאלֹהִים וְלָאָדָם תָּמִיד16 εις τουτο δε εγω σπουδαζω, εις το να εχω απταιστον συνειδησιν προς τον Θεον και προς τους ανθρωπους διαπαντος.
17 וּמִקֵּץ שָׁנִים רַבּוֹת בָּאתִי לְהָבִיא נְדָבוֹת לְעַמִּי וּלְהַקְרִיב קָרְבָּן17 Μετα πολλα δε ετη ηλθον δια να καμω εις το εθνος μου ελεημοσυνας και προσφορας?
18 וָאֱהִי מִטַּהֵר בַּמִּקְדָּשׁ לֹא בַהֲמוֹן־עָם וְלֹא בִמְהוּמָה וְכֵן מְצָאוּנִי אֲנָשִׁים יְהוּדִים מֵאַסְיָא18 εν τω μεταξυ δε τουτων Ιουδαιοι τινες εκ της Ασιας ευρον με κεκαθαρισμενον εν τω ιερω, ουχι μετα οχλου ουδε μετα θορυβου,
19 אֲשֶׁר עֲלֵיהֶם הָיָה לַעֲמָד־הֵנָּה לְפָנֶיךָ וְלַעֲנוֹת בִּי אִם־הָיָה לָהֶם דָּבָר נֶגְדִּי19 οιτινες επρεπε να παρασταθωσιν ενωπιον σου και να με κατηγορησωσιν, εαν ειχον τι κατ' εμου.
20 אוֹ אֵלֶּה יְדַבְּרוּ־נָא הֵמָּה מַה־מָּצְאוּ בִי עָוֶל בְּעָמְדִי לִפְנֵי הַסַּנְהֶדְרִין20 Η αυτοι ουτοι ας ειπωσιν εαν ευρον εν εμοι τι αδικημα, οτε παρεσταθην ενωπιον του συνεδριου,
21 בִּלְתִּי אִם־הַדָּבָר הָאֶחָד הַהוּא אֲשֶׁר קָרָאתִי בְּעָמְדִי בְתוֹכָם כִּי עַל־תְּחִיַּת הַמֵּתִים אֲנִי נָדוֹן הַיּוֹם לִפְנֵיכֶם21 εκτος εαν ηναι περι ταυτης της μιας φωνης, την οποιαν εφωναξα ισταμενος μεταξυ αυτων, οτι περι αναστασεως νεκρων εγω κρινομαι σημερον απο σας.
22 וַיְהִי כִּשְׁמֹעַ פֶלִיקְס אֶת־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה וַיְאַחֵר אֶת־דִּינָם לְעֵת אַחֶרֶת כִּי עִנְיְנֵי הַדֶּרֶךְ הַזֹּאת נוֹדְעוּ לוֹ הֵיטֵב וַיֹּאמֶר בְּרֶדֶת אֵלַי לוּסִיאַס שַׂר הָאֶלֶף אֶשְׁפֹּט עַל־דְּבַרְכֶם22 Ακουσας δε ταυτα ο Φηλιξ ανεβαλε την κρισιν αυτων, επειδη ηξευρεν ακριβεστερα τα περι της οδου ταυτης, και ειπεν? Οταν Λυσιας ο χιλιαρχος καταβη, θελω αποφασισει περι της διαφορας σας,
23 וַיְצַו אֶת־שַׂר הַמֵּאָה לָשֹוּם אֹתוֹ בַּמִּשְׁמָר וְלָתֶת־לוֹ רְוָחָה וּלְבִלְתִּי מְנֹעַ אִישׁ מִמְּיֻדָּעָיו מִשָּׁרֵת אֹתוֹ וּמִבּוֹא אֵלָיו23 και διεταξε τον εκατονταρχον να φυλαττηται ο Παυλος και να εχη ανεσιν και να μη εμποδιζωσι μηδενα εκ των οικειων αυτου να υπηρετη η να ερχηται προς αυτον.
24 וְאַחֲרֵי יָמִים אֲחָדִים בָּא פֶלִיקְס עִם־אִשְׁתּוֹ דְּרוּסִלָּה וְהִיא יְהוּדִית וַיִּשְׁלַח לִקְרֹא לְפוֹלוֹס וַיִּשְׁמַע אֹתוֹ עַל־דְּבַר הָאֱמוּנָה בַּמָּשִׁיחַ24 Μετα δε ημερας τινας ελθων ο Φηλιξ μετα της Δρουσιλλης της γυναικος αυτου, ητις ητο Ιουδαια, μετεκαλεσε τον Παυλον και ηκουσε παρ' αυτου περι της εις Χριστον πιστεως.
25 וַיְהִי כְּדַבְּרוֹ עַל־הַצֶּדֶק וְהַפְּרִישׁוּת וְעַל־הַדִּין הֶעָתִיד לָבוֹא וֶיֶּחֱרַד פֶלִיקְס וַיַּעַן עַתָּה־זֶה לֵךְ וְלִכְשֶׁאֶפְנֶה אָשׁוּב לִקְרֹא־לָךְ25 Ενω δε αυτος ωμιλει περι δικαιοσυνης και εγκρατειας και περι της μελλουσης κρισεως, ο Φηλιξ γενομενος εμφοβος απεκριθη? Κατα το παρον υπαγε, και οταν λαβω καιρον θελω σε μετακαλεσει,
26 וְהוּא מְקַוֶּה כִּי פוֹלוֹס יִתֶּן־לוֹ שֹׁחַד לְמַעַן יַתִּירֵהוּ וּבַעֲבוּר זֶה קָרָא לוֹ פְּעָמִים הַרְבֵּה וַיְדַבֵּר עִמּוֹ26 εν τουτω δε και ηλπιζεν οτι θελουσι δοθη εις αυτον χρηματα υπο του Παυλου, δια να απολυση αυτον? οθεν και συχνοτερα μετακαλων αυτον ωμιλει μετ' αυτου.
27 וַיְהִי מִקֵּץ שְׁנָתַיִם יָמִים וַיָּקָם פָּרְקִיּוֹס פֶסְטוֹס תַּחַת פֶלִיקְס וּפֶלִיקְס חָפֵץ לְהִתְרַצּוֹת אֶל־הַיְּהוּדִים וַיַּעֲזֹב אֶת־פּוֹלוֹס חָבוּשׁ בְּבֵית הָאֲסוּרִים27 Μετα δε την συμπληρωσιν δυο ετων ο Φηλιξ ελαβε διαδοχον τον Πορκιον Φηστον? και θελων να καμη χαριν εις τους Ιουδαιους ο Φηλιξ, αφηκε τον Παυλον δεδεμενον.