Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 23


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיַּבֵּט פּוֹלוֹס אֶל־הַסַּנְהֶדְרִין וַיֹּאמַר אֲנָשִׁים אַחִים בְּכָל־תֻּמַּת לְבָבִי הִתְהַלַּכְתִּי לִפְנֵי אֱלֹהִים עַד הַיּוֹם הַזֶּה1 Ατενισας δε ο Παυλος εις το συνεδριον, ειπεν? Ανδρες αδελφοι, εγω εζησα ενωπιον του Θεου μετα πασης καλης συνειδησεως μεχρι ταυτης της ημερας.
2 וַיְצַו חֲנַנְיָה הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל אֶת־הָעֹמְדִים עָלָיו לְהַכּוֹתוֹ עַל־פִּיו2 Ο δε αρχιερευς Ανανιας προσεταξε τους παρεστωτας πλησιον αυτου να κτυπησωσι το στομα αυτου.
3 וַיֹּאמֶר אֵלָיו פּוֹלוֹס יַכְּכָה אֱלֹהִים הַקִּיר הַמְסֻיָּד הַאֻמְנָם ישֵׁב אַתָּה לָדִין אֹתִי כַּתּוֹרָה וְאַתָּה מְצַוֶּה לְהַכּוֹתִי שֶׁלֹּא כַתּוֹרָה3 Τοτε ο Παυλος ειπε προς αυτον? Ο Θεος μελλει να σε κτυπηση, τοιχε ασβεστωμενε? και συ καθησαι να με κρινης κατα τον νομον, και παρανομων προσταζεις να με κτυπωσιν;
4 וַיֹּאמְרוּ הָעֹמְדִים שָׁם אֶת־הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל לֵאלֹהִים תְּחָרֵף4 Οι δε παρεστωτες ειπον? Τον αρχιερεα του Θεου λοιδορεις;
5 וַיֹּאמֶר פּוֹלוֹס אַחַי לֹא יָדַעְתִּי אֲשֶׁר הוּא הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל כִּי כָתוּב נָשִׂיא בְעַמְּךָ לֹא תָאֹר5 Και ο Παυλος ειπε? Δεν ηξευρον, αδελφοι, οτι ειναι αρχιερευς? διοτι ειναι γεγραμμενον. Αρχοντα του λαου σου δεν θελεις κακολογησει.
6 וּפוֹלוֹס יָדַע כִּי מִקְצָתָם צַדּוּקִים וּמִקְצָתָם פְּרוּשִׁים וַיִּצְעַק בְּתוֹךְ הַסַּנְהֶדְרִין אֲנָשִׁים אַחִים פָּרוּשׁ בֶּן־פָּרוּשׁ אָנֹכִי וְעַל־תִּקְוַת הַמֵּתִים וּתְחִיָּתָם אֲנִי נָדוֹן6 Εννοησας δε ο Παυλος οτι το εν μερος ειναι Σαδδουκαιων, το δε αλλο Φαρισαιων, εκραξεν εν τω συνεδριω. Ανδρες αδελφοι, εγω ειμαι Φαρισαιος, υιος Φαρισαιου? περι ελπιδος και αναστασεως νεκρων εγω κρινομαι.
7 וּבְדַבְּרוֹ הַדָּבָר הַזֶּה הָיָה רִיב בֵּין הַצַּדּוּקִים וּבֵין הַפְּרוּשִׁים וַיֵּחָלֵק הֶהָמוֹן7 Και οτε ελαλησε τουτο, εγεινε διαιρεσις των Φαρισαιων και των Σαδδουκαιων, και διηρεθη το πληθος.
8 כִּי הַצַּדּוּקִים אֹמְרִים אֵין תְּחִיָּה וְאֵין מַלְאָךְ וָרוּחַ וְהַפְּרוּשִׁים מוֹדִים בִּשְׁנֵיהֶם8 Διοτι οι μεν Σαδδουκαιοι λεγουσιν οτι δεν ειναι αναστασις ουδε αγγελος ουδε πνευμα, οι δε Φαρισαιοι ομολογουσιν αμφοτερα.
9 וַתְּהִי הֲמֻלָּה גְדוֹלָה וַיָּקוּמוּ הַסּוֹפְרִים אֲשֶׁר מִכַּת הַפְּרוּשִׁים וַיִּתְוַכְּחוּ לֵאמֹר לֹא־מָצָאנוּ דָבָר רָע בָּאִישׁ הַזֶּה וְאִם־רוּחַ דִּבֶּר אֵלָיו אוֹ מַלְאָךְ אַל־נִלָּחֲמָה בֵּאלֹהִים9 Και εγεινε κραυγη μεγαλη, και σηκωθεντες οι γραμματεις του μερους των Φαρισαιων διεμαχοντο, λεγοντες? Ουδεν κακον ευρισκομεν εν τω ανθρωπω τουτω? αν δε ελαλησε προς αυτον πνευμα η αγγελος, ας μη θεομαχωμεν.
10 וְהָרִיב הוֹלֵךְ וְחָזֵק וְשַׂר־הָאֶלֶף דָּאַג פֶּן־יְשַׁסְּעוּ אֶת־פּוֹלוֹס וַיְצַו אֶת־אַנְשֵׁי הַצָּבָא לָרֶדֶת וְלַחֲטֹף אֹתוֹ מִתּוֹכָם וְלַהֲבִיאוֹ אֶל־הַמְצָד10 Και επειδη εγεινε μεγαλη διαιρεσις, φοβηθεις ο χιλιαρχος μη διασπαραχθη ο Παυλος υπ' αυτων, προσεταξε να καταβη το στρατευμα και να αρπαση αυτον εκ μεσου αυτων και να φερη εις το φρουριον.
11 וּבַלַּיְלָה הַהוּא נִצָּב עָלָיו הָאָדוֹן וַיֹּאמֶר חֲזַק פּוֹלוֹס כִּי כַּאֲשֶׁר הַעִידוֹתָ לִּי בִּירוּשָׁלַיִם כֵּן הָעֵד תָּעִיד בְּרוֹמִי11 Την δε ερχομενην νυκτα επιφανεις εις αυτον ο Κυριος, ειπε? Θαρρει, Παυλε, διοτι καθως εμαρτυρησας τα περι εμου εις Ιερουσαλημ, ουτω πρεπει να μαρτυρησης και εις Ρωμην.
12 וַיְהִי לִפְנוֹת הַבֹּקֶר וַיִּתְחַבְּרוּ הַיְּהוּדִים וַיַּאַסְרוּ אִסָּר עַל־נַפְשָׁם לֵאמֹר כִּי לֹא יֹאכְלוּ וְלֹא יִשְׁתּוּ עַד אִם־יַהַרְגוּ אֶת פּוֹלוֹס12 Και οτε εγεινεν ημερα, τινες των Ιουδαιων συνομωσαντες ανεθεματισαν εαυτους, λεγοντες μητε να φαγωσι μητε να πιωσιν, εωσου φονευσωσι τον Παυλον?
13 וּמִסְפַּר הַבָּאִים בָּאָלָה הַזֹּאת הָיָה יוֹתֵר מֵאַרְבָּעִים13 ησαν δε πλειοτεροι των τεσσαρακοντα οι πραξαντες την συνωμοσιαν ταυτην?
14 וַיִּגְּשׁוּ אֶל־רָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים וְאֶל הַזְּקֵנִים לֵאמֹר אִסָּר אָסַרְנוּ עַל־נַפְשֵׁנוּ לְבִלְתִּי טְעֹם מְאוּמָה עַד אִם־הָרַגְנוּ אֶת־פּוֹלוֹס14 οιτινες ελθοντες προς τους αρχιερεις και τους πρεσβυτερους, ειπον? Με αναθεμα ανεθεματισαμεν εαυτους, να μη γευθωμεν μηδεν εωσου φονευσωμεν τον Παυλον.
15 וְעַתָּה הוֹדִיעוּ־נָא אַתֶּם וְהַסַּנְהֶדְרִין אֶת־שַׂר הָאֶלֶף וְיוֹרִידֵהוּ מָחָר אֲלֵיכֶם כְּאִלּוּ תַחְפְּצוּ לִדְרשׁ הֵיטֵב אֶת־עִנְיָנוֹ וַאֲנַחְנוּ נְכוֹנִים לַהֲמִיתוֹ בְּטֶרֶם יִקְרַב אֲלֵיכֶם15 Τωρα λοιπον σεις μετα του συνεδριου μηνυσατε προς τον χιλιαρχον, να καταβιβαση αυτον αυριον προς εσας, ως μελλοντας να μαθητε ακριβεστερον τα περι αυτου? ημεις δε, πριν αυτος πλησιαση, ειμεθα ετοιμοι να φονευσωμεν αυτον.
16 וַיִּשְׁמַע בֶּן־אֲחוֹת פּוֹלוֹס אֶת־אָרְבָּם וַיֵּלֶךְ וַיָּבֹא אֶל־הַמְצָד וַיַּגֵּד לְפוֹלוֹס16 Ακουσας δε την ενεδραν ο υιος της αδελφης του Παυλου, υπηγε και εισελθων εις το φρουριον απηγγειλε προς τον Παυλον.
17 וַיִּקְרָא פוֹלוֹס לְאֶחָד מִשָּׂרֵי הַמֵּאוֹת וַיֹּאמֶר אֵלָיו הוֹלֵךְ אֶת־הַבָּחוּר הַזֶּה אֶל־שַׂר הָאֶלֶף כִּי־דָבָר לוֹ לְהוֹדִיעוֹ17 Και ο Παυλος προσκαλεσας ενα των εκατονταρχων, ειπε? Φερε τον νεον τουτον προς τον χιλιαρχον? διοτι εχει τι να απαγγειλη προς αυτον.
18 וַיִּקָּחֵהוּ וַיּוֹלִיכֵהוּ אֶל־שַׂר הָאֶלֶף וַיֹּאמַר פּוֹלוֹס הָאַסִּיר קְרָאַנִי אֵלָיו וַיְבַקֵּשׁ מִמֶּנִּי לְהוֹלִיךְ אֵלֶיךָ אֶת־הַבָּחוּר הַזֶּה כִּי־דָבָר לוֹ לְהַגִּיד לָךְ18 Εκεινος λοιπον παραλαβων αυτον, εφερε προς τον χιλιαρχον και λεγει? Ο δεσμιος Παυλος με εκραξε και με παρεκαλεσε να φερω τον νεον τουτον προς σε, διοτι εχει τι να σοι λαληση.
19 וַיֹּאחֶז שַׂר הָאֶלֶף בְּיָדוֹ וַיָּסַר עִמּוֹ לְבַדּוֹ וַיִּשְׁאָלֵהוּ מַה־הוּא זֶה אֲשֶׁר לְךָ לְהוֹדִיעֵנִי19 Πιασας δε αυτον απο της χειρος ο χιλιαρχος και αποσυρθεις κατ' ιδιαν, ηρωτησε, Τι ειναι εκεινο, το οποιον εχεις να μοι απαγγειλης;
20 וַיֹּאמַר כִּי־נוֹעֲצוּ הַיְּהוּדִים יַחְדָּו לְבַקֵּשׁ מִמְּךָ כִּי מָחָר תּוֹרִיד אֶת־פּוֹלוֹס לִפְנֵי הַסַּנְהֶדְרִין וְהֵמָּה כְּאִלּוּ חֲפֵצִים לָדַעַת הֵיטֵב אֶת־עִנְיָנוֹ20 Ο δε ειπεν οτι οι Ιουδαιοι συνεφωνησαν να σε παρακαλεσωσι να καταβιβασης αυριον τον Παυλον εις το συνεδριον, ως θελοντες να μαθωσι τι ακριβεστερον περι αυτου.
21 וְאַתָּה אַל־תִּשְׁמַע לָהֶם כִּי אֹרְבִים לוֹ מֵהֶם יוֹתֵר מֵאַרְבָּעִים אִישׁ אֲשֶׁר אָסְרוּ אִסָּר עַל־נַפְשָׁם לְבִלְתִּי אֲכֹל וּשְׁתוֹת בְּטֶרֶם יַהַרְגוּהוּ וְהֵמָּה עַתָּה עֹמְדִים וּמְחַכִּים לְהַבְטָחָתֶךָ21 Συ λοιπον μη πεισθης εις αυτους, διοτι ενεδρευουσιν αυτον πλειοτεροι των τεσσαρακοντα ανδρες εξ αυτων, οιτινες ανεθεματισαν εαυτους μητε να φαγωσι μητε να πιωσιν, εωσου φονευσωσιν αυτον? και τωρα ειναι ετοιμοι, προσμενοντες την παρα σου υποσχεσιν.
22 וַיְשַׁלַּח שַׂר־הָאֶלֶף אֶת־הַבָּחוּר וַיְצַוֵּהוּ לְבִלְתִּי אֲמָר־לְאִישׁ כִּי גִלָּה־לוֹ אֶת־הַדָּבָר הַזֶּה22 Ο χιλιαρχος λοιπον απελυσε τον νεον, παραγγειλας, να μη ειπης εις μηδενα οτι εφανερωσας ταυτα εις εμε.
23 וַיִּקְרָא לִשְׁנֵי שָׂרֵי מֵאוֹת וַיֹּאמַר הֵחָלְצוּ מֵאִתְּכֶם אַנְשֵׁי־צָבָא מָאתַיִם לָלֶכֶת לְקִסְרִין וּפָרָשִׁים שִׁבְעִים וּמשְׁכֵי קֶשֶׁת מָאתַיִם מִן־הַשָּׁעָה הַשְּׁלִישִׁית בַּלָּיְלָה23 Και προσκαλεσας δυο τινας των εκατονταρχων, ειπεν? Ετοιμασατε διακοσιους στρατιωτας δια να υπαγωσιν εως Καισαρειας, και εβδομηκοντα ιππεις και διακοσιους λογχοφορους, απο τριτης ωρας της νυκτος,
24 וּבְהֵמוֹת יָכִינוּ לְהַרְכִּיב אֶת־פּוֹלוֹס לְמַעַן הֲבִיאוֹ שָׁלֵם אֶל־פֶלִיקְס הַנְּצִיב24 ετοιμασατε και ζωα, δια να επικαθισωσι τον Παυλον και φερωσιν ασφαλως προς Φηλικα τον ηγεμονα?
25 וַיִּכְתֹּב אִגֶּרֶת וְזֶה תֹּכֶן דְּבָרֶיהָ25 και εγραψεν επιστολην περιεχουσαν τον τυπον τουτον?
26 קְלוֹדְיוֹס לוּסִיאַס אֶל־פֶלִיקְס הַנְּצִיב הָאַדִּיר שָׁלוֹם26 Κλαυδιος Λυσιας προς τον κρατιστον ηγεμονα Φηλικα, χαιρειν.
27 אֶת־הָאִישׁ הַזֶּה תָּפְשֹוּ הַיְּהוּדִים וַיְבַקְשׁוּ הֲמִיתוֹ וָאָבֹא עִם־אַנְשֵׁי הַצָּבָא וָאֲפַלְּטֵהוּ מִתּוֹכָם בְּשָׁמְעִי כִּי־רוֹמִי הוּא27 Τον ανδρα τουτον, συλληφθεντα υπο των Ιουδαιων και μελλοντα να φονευθη υπ' αυτων, επελθων μετα του στρατευματος εσωσα αυτον, μαθων οτι ειναι Ρωμαιος.
28 וּבַאֲשֶׁר חָפַצְתִּי לָדַעַת עַל־מֶה שָׂטְנוּ אֹתוֹ הוֹרַדְתִּיו אֶל־הַסַּנְהֶדְרִין שֶׁלָּהֶם28 Θελων δε να μαθω αιτιαν, δια την οποιαν εκατηγορουν αυτον, κατεβιβασα αυτον εις το συνεδριον αυτων?
29 וָאֶמְצָא כִּי־שָׂטְנוּ אֹתוֹ עַל־דִּבְרֵי שְׁאֵלוֹת דָּתָם וְלֹא עַל־דָּבָר אֲשֶׁר יִהְיֶה עָלָיו חַיַּב מִיתָה אוֹ מוֹסֵרוֹת29 και ευρον αυτον εγκαλουμενον περι ζητηματων του νομου αυτων, μη εχοντα ομως μηδεν εγκλημα αξιον θανατου η δεσμων.
30 וְעַתָּה הִנֵּה הֻגַּד־לִי שֶׁהַיְּהוּדִים מִתְנַכְּלִים לָאִישׁ הַזֶּה וָאֶשְׁלָחֵהוּ אֵלֶיךָ מִיָּד וְגַם אֶת־שׂטְנָיו צִוֵּיתִי לָבוֹא וּלְהַגִּישׁ שִׂטְנָתָם לְפָנֶיךָ וְאַתָּה שָׁלוֹם30 Και επειδη εμηνυθη προς εμε οτι μελλει να γεινη εις τον ανθρωπον επιβουλη υπο των Ιουδαιων, ευθυς επεμψα αυτον προς σε, παραγγειλας και εις τους κατηγορους να ειπωσιν ενωπιον σου τα κατ' αυτου. Υγιαινε.
31 וַיִּקְחוּ אַנְשֵׁי הַצָּבָא אֶת־פּוֹלוֹס כַּאֲשֶׁר צֻוּוּ וַיְבִיאֻהוּ לַיְלָה אֶל־אַנְטִפַּטְרִיס31 Οι μεν λοιπον στρατιωται κατα την δοθεισαν εις αυτους προσταγην αναλαβοντες τον Παυλον, εφεραν δια της νυκτος εις την Αντιπατριδα,
32 וּמִמָּחֳרָת הִנִּיחוּ אֶת־הַפָּרָשִׁים לָלֶכֶת אִתּוֹ וַיָּשׁוּבוּ לַמְצָד32 την δε επαυριον, αφησαντες τους ιππεις να υπαγωσι μετ' αυτου, υπεστρεψαν εις το φρουριον?
33 וְהֵמָּה בָּאוּ אֶל־קִסְרִין וַיִּתְּנוּ אֶת־הָאִגֶּרֶת בִּידֵי הַנְּצִיב וַיַּעֲמִידוּ לְפָנָיו גַם אֶת־פּוֹלוֹס33 οιτινες εισελθοντες εις την Καισαρειαν και εγχειρισαντες την επιστολην εις τον ηγεμονα, παρεστησαν και τον Παυλον εις αυτον.
34 וַיְהִי כִּקְרֹא הַנְּצִיב אֶת הָאִגֶּרֶת וַיִּשְׁאַל מֵאֵיזֹה מְדִינָה הוּא וַיְהִי כְשָׁמְעוֹ כִּי־הוּא מִקִּילִיקְיָא וַיֹּאמַר34 Ο δε ηγεμων, αφου ανεγνωσε την επιστολην και ηρωτησεν εκ ποιας επαρχιας ειναι και ηκουσεν οτι ειναι απο Κιλικιας,
35 אֶשְׁמַע אֶת־דְּבָרֶיךָ בְּבוֹא גַם־שׂטְנֶיךָ הֵנָּה וַיְצַו לְשָׁמְרוֹ בְּבֵית הַמִּשְׁפָּט אֲשֶׁר לְהוֹרְדוֹס35 Θελω σε ακροασθη, ειπεν, οταν και οι κατηγοροι σου ελθωσι? και προσεταξε να φυλαττηται εν τω πραιτωριω του Ηρωδου.