Isaiah (ישעיה) - Isaia 95
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
STUTTGARTENSIA-DELITZSCH | GREEK BIBLE |
---|---|
1 לְכוּ נְרַנְּנָה לַיהוָה נָרִיעָה לְצוּר יִשְׁעֵנוּ | 1 Δευτε, ας αγαλλιασθωμεν εις τον Κυριον? ας αλαλαξωμεν εις το φρουριον της σωτηριας ημων. |
2 נְקַדְּמָה פָנָיו בְּתֹודָה בִּזְמִרֹות נָרִיעַ לֹו | 2 Ας προφθασωμεν ενωπιον αυτου μετα δοξολογιας? εν ψαλμοις ας αλαλαξωμεν εις αυτον. |
3 כִּי אֵל גָּדֹול יְהוָה וּמֶלֶךְ גָּדֹול עַל־כָּל־אֱלֹהִים | 3 Διοτι Θεος μεγας ειναι ο Κυριος, και Βασιλευς μεγας υπερ παντας τους θεους. |
4 אֲשֶׁר בְּיָדֹו מֶחְקְרֵי־אָרֶץ וְתֹועֲפֹות הָרִים לֹו | 4 Διοτι εις αυτου την χειρα ειναι τα βαθη της γης? και τα υψη των ορεων ειναι αυτου. |
5 אֲשֶׁר־לֹו הַיָּם וְהוּא עָשָׂהוּ וְיַבֶּשֶׁת יָדָיו יָצָרוּ | 5 Διοτι αυτου ειναι η θαλασσα, και αυτος εκαμεν αυτην? και την ξηραν αι χειρες αυτου επλασαν. |
6 בֹּאוּ נִשְׁתַּחֲוֶה וְנִכְרָעָה נִבְרְכָה לִפְנֵי־יְהוָה עֹשֵׂנוּ | 6 Δευτε, ας προσκυνησωμεν και ας προσπεσωμεν? ας γονατισωμεν ενωπιον του Κυριου, του Ποιητου ημων. |
7 כִּי הוּא אֱלֹהֵינוּ וַאֲנַחְנוּ עַם מַרְעִיתֹו וְצֹאן יָדֹו הַיֹּום אִם־בְּקֹלֹו תִשְׁמָעוּ | 7 Διοτι αυτος ειναι ο Θεος ημων? και ημεις λαος της βοσκης αυτου και προβατα της χειρος αυτου. Σημερον εαν ακουσητε της φωνης αυτου, |
8 אַל־תַּקְשׁוּ לְבַבְכֶם כִּמְרִיבָה כְּיֹום מַסָּה בַּמִּדְבָּר | 8 μη σκληρυνητε την καρδιαν σας, ως εν τω παροργισμω, ως εν τη ημερα του πειρασμου εν τη ερημω? |
9 אֲשֶׁר נִסּוּנִי אֲבֹותֵיכֶם בְּחָנוּנִי גַּם־רָאוּ פָעֳלִי | 9 οπου οι πατερες σας με επειρασαν, με εδοκιμασαν και ειδον τα εργα μου. |
10 אַרְבָּעִים שָׁנָה ׀ אָקוּט בְּדֹור וָאֹמַר עַם תֹּעֵי לֵבָב הֵם וְהֵם לֹא־יָדְעוּ דְרָכָי | 10 Τεσσαρακοντα ετη δυσηρεστηθην με την γενεαν εκεινην, και ειπα, ουτος ειναι λαος πεπλανημενος την καρδιαν, και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου. |
11 אֲשֶׁר־נִשְׁבַּעְתִּי בְאַפִּי אִם־יְבֹאוּן אֶל־מְנוּחָתִי | 11 Δια τουτο ωμοσα εν τη οργη μου, οτι εις την αναπαυσιν μου δεν θελουσιν εισελθει. |