Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Daniel 4


font
SAGRADA BIBLIALXX
1 Do rei Nabucodonosor a todos os povos, nações e pessoas de todas as línguas que habitam a terra, felicidade e prosperidade!1 -
2 Pareceu-me bom fazer-vos conhecer os milagres e prodígios que o Deus Altíssimo operou em mim.2 -
3 Oh! como são grandes seus milagres e como são poderosos seus prodígios! Seu reinado é um reinado eterno, e sua dominação perdura de geração em geração.3 -
4 Eu, Nabucodonosor, vivia tranqüilo em minha casa e próspero em meu palácio.4 ετους οκτωκαιδεκατου της βασιλειας ναβουχοδονοσορ ειπεν ειρηνευων ημην εν τω οικω μου και ευθηνων επι του θρονου μου
5 Tive um sonho que me assustou; os pensamentos que perpassavam pelo meu espírito quando no meu leito, bem como minhas visões, perturbaram-me.5 ενυπνιον ειδον και ευλαβηθην και φοβος μοι επεπεσεν
6 Dei ordem para que fizessem vir à minha presença todos os sábios de Babilônia, a fim de que me dessem a interpretação de meu sonho.6 -
7 Então acudiram os magos, os mágicos, os caldeus e os astrólogos, aos quais contei esse sonho, sem que eles todavia pudessem indicar-me o sentido.7 -
8 Finalmente apresentou-se diante de mim Daniel, cognominado Baltazar, segundo o nome de meu deus, e em quem reside o espírito dos deuses santos. Narrei-lhe o sonho:8 -
9 Baltazar, disse-lhe, chefe dos magos, sei que reside em ti o espírito dos deuses santos e que nenhum mistério te confunde. Dize-me então as visões que tive em sonho; dá-me a explicação.9 -
10 Tais eram as visões do meu espírito, quando no meu leito: eu via, no meio da região, uma árvore de alto porte.10 εκαθευδον και ιδου δενδρον υψηλον φυομενον επι της γης η ορασις αυτου μεγαλη και ουκ ην αλλο ομοιον αυτω
11 Esta árvore cresceu, era vigorosa. O cimo tocava o céu, era avistada até nos confins da terra.11 και η ορασις αυτου μεγαλη η κορυφη αυτου ηγγιζεν εως του ουρανου και το κυτος αυτου εως των νεφελων πληρουν τα υποκατω του ουρανου ο ηλιος και η σεληνη εν αυτω ωκουν και εφωτιζον πασαν την γην
12 Sua folhagem era bela, e seus abundantes frutos forneciam a todos o que comer. À sua sombra abrigavam-se os animais terrestres, nos seus ramos permaneciam os pássaros do céu e toda criatura tirava dela seu sustento!12 οι κλαδοι αυτου τω μηκει ως σταδιων τριακοντα και υποκατω αυτου εσκιαζον παντα τα θηρια της γης και εν αυτω τα πετεινα του ουρανου ενοσσευον ο καρπος αυτου πολυς και αγαθος και εχορηγει πασι τοις ζωοις
13 Nas visões de meu espírito, quando no meu leito, vi {também} um santo vigilante que descia do céu,13 εθεωρουν εν τω υπνω μου και ιδου αγγελος απεσταλη εν ισχυι εκ του ουρανου
14 e começou a gritar com voz possante; derrubai a árvore, desgalhai-a; fazei cair as folhas e dispersai seus frutos. Que os animais fujam de debaixo dela, que os pássaros abandonem seus ramos.14 και εφωνησε και ειπεν αυτω εκκοψατε αυτο και καταφθειρατε αυτο προστετακται γαρ απο του υψιστου εκριζωσαι και αχρειωσαι αυτο
15 Entretanto, deixai permanecer na terra o tronco e as raízes, mas atados por correntes de ferro e de bronze. Que seja molhado pelo orvalho do céu e tenha seu quinhão de erva com os animais terrestres.15 και ουτως ειπε ριζαν μιαν αφετε αυτου εν τη γη οπως μετα των θηριων της γης εν τοις ορεσι χορτον ως βους νεμηται
16 Que se mude seu espírito; que em lugar de um espírito humano lhe seja dado um espírito animal e sete tempos passem sobre ele!16 και απο της δροσου του ουρανου το σωμα αυτου αλλοιωθη και επτα ετη βοσκηθη συν αυτοις
17 Esta sentença é um decreto dos vigilantes, esta resolução é uma ordem dos santos, a fim de que os vivos saibam que o Altíssimo domina sobre a realeza humana, e a confere a quem lhe apraz e pode a ela elevar o mais abjeto dos mortais.17 εως αν γνω τον κυριον του ουρανου εξουσιαν εχειν παντων των εν τω ουρανω και των επι της γης και οσα αν θελη ποιει εν αυτοις [17α] ενωπιον μου εξεκοπη εν ημερα μια και η καταφθορα αυτου εν ωρα μια της ημερας και οι κλαδοι αυτου εδοθησαν εις παντα ανεμον και ειλκυσθη και ερριφη και τον χορτον της γης μετα των θηριων της γης ησθιε και εις φυλακην παρεδοθη και εν πεδαις και εν χειροπεδαις χαλκαις εδεθη υπ' αυτων σφοδρα εθαυμασα επι πασι τουτοις και ο υπνος μου απεστη απο των οφθαλμων μου
18 Eis o sonho que tive, eu, o rei Nabucodonosor. Portanto tu, Baltazar, dá-me a interpretação dele, porque nenhum dos sábios de meu reino foi capaz de fazê-lo. Tu o podes, porque em ti habita o espírito dos deuses santos.18 και αναστας το πρωι εκ της κοιτης μου εκαλεσα τον δανιηλ τον αρχοντα των σοφιστων και τον ηγουμενον των κρινοντων τα ενυπνια και διηγησαμην αυτω το ενυπνιον και υπεδειξε μοι πασαν την συγκρισιν αυτου
19 Então Daniel {cognominado Baltazar} permaneceu alguns instantes perdido no tumulto de seus pensamentos, e o rei prosseguiu: Baltazar, este sonho e sua significação não devem perturbar-te! Meu senhor, replicou Daniel, possa o sonho ser para teus inimigos, e sua significação para teus adversários!19 μεγαλως δε εθαυμασεν ο δανιηλ και υπονοια κατεσπευδεν αυτον και φοβηθεις τρομου λαβοντος αυτον και αλλοιωθεισης της ορασεως αυτου κινησας την κεφαλην ωραν μιαν αποθαυμασας απεκριθη μοι φωνη πραεια βασιλευ το ενυπνιον τουτο τοις μισουσι σε και η συγκρισις αυτου τοις εχθροις σου επελθοι
20 A árvore que viste crescer e tornar-se bela, cujo cimo tocava o céu e era avistada dos confins da terra,20 το δενδρον το εν τη γη πεφυτευμενον ου η ορασις μεγαλη συ ει βασιλευ
21 esta árvore de bela folhagem, de frutos abundantes que a todos dava o que comer, sob a qual viviam os animais terrestres, e em cujos ramos abrigavam-se os pássaros do céu,21 και παντα τα πετεινα του ουρανου τα νοσσευοντα εν αυτω η ισχυς της γης και των εθνων και των γλωσσων πασων εως των περατων της γης και πασαι αι χωραι σοι δουλευουσι
22 esta árvore, és tu senhor, que te tornaste grande e poderoso, cuja altura crescente atingiu os astros, cuja dominação estende-se até os confins da terra.22 το δε ανυψωθηναι το δενδρον εκεινο και εγγισαι τω ουρανω και το κυτος αυτου αψασθαι των νεφελων συ βασιλευ υψωθης υπερ παντας τους ανθρωπους τους οντας επι προσωπου πασης της γης υψωθη σου η καρδια υπερηφανια και ισχυι τα προς τον αγιον και τους αγγελους αυτου τα εργα σου ωφθη καθοτι εξερημωσας τον οικον του θεου του ζωντος επι ταις αμαρτιαις του λαου του ηγιασμενου
23 Por outro lado, o rei viu um santo vigilante descer do céu e exclamar: derrubai a árvore, desgalhai-a; mas deixai na terra o tronco e as raízes, se bem que atadas por correntes de ferro e de bronze no meio da erva do campo. Que seja molhado pelo orvalho do céu e viva com os animais terrestres até que sete tempos hajam passado sobre ele. Eis o que isto significa:23 και η ορασις ην ειδες οτι αγγελος εν ισχυι απεσταλη παρα του κυριου και οτι ειπεν εξαραι το δενδρον και εκκοψαι η κρισις του θεου του μεγαλου ηξει επι σε
24 trata-se aí, ó rei, de um decreto do Altíssimo concernente ao rei, meu senhor:24 και ο υψιστος και οι αγγελοι αυτου επι σε κατατρεχουσιν
25 Expulsar-te-ão de entre os homens para te fazer habitar com os animais do campo; pastarás ervas como os bois e serás molhado pelo orvalho do céu. Sete tempos passarão sobre ti, até que reconheças o domínio do Altíssimo sobre a realeza humana o qual a confere a quem lhe apraz.25 εις φυλακην απαξουσι σε και εις τοπον ερημον αποστελουσι σε
26 Se foi ordenado deixar intatos o tronco da árvore e suas raízes, é que tua realeza te será restituída logo que reconheças a soberania do céu.26 και η ριζα του δενδρου η αφεθεισα επει ουκ εξερριζωθη ο τοπος του θρονου σου σοι συντηρηθησεται εις καιρον και ωραν ιδου επι σε ετοιμαζονται και μαστιγωσουσι σε και επαξουσι τα κεκριμενα επι σε
27 Queiras então, ó rei, aceitar meu conselho: resgata teu pecado pela justiça, e tuas iniqüidades pela piedade para com os infelizes; talvez com isso haja um prolongamento de tua prosperidade.27 κυριος ζη εν ουρανω και η εξουσια αυτου επι παση τη γη αυτου δεηθητι περι των αμαρτιων σου και πασας τας αδικιας σου εν ελεημοσυναις λυτρωσαι ινα επιεικεια δοθη σοι και πολυημερος γενη επι του θρονου της βασιλειας σου και μη καταφθειρη σε τουτους τους λογους αγαπησον ακριβης γαρ μου ο λογος και πληρης ο χρονος σου
28 Tudo isso aconteceu ao rei Nabucodonosor.28 και επι συντελεια των λογων ναβουχοδονοσορ ως ηκουσε την κρισιν του οραματος τους λογους εν τη καρδια συνετηρησε
29 Doze meses mais tarde, o rei, passeando {nos terraços} do palácio real,29 και μετα μηνας δωδεκα ο βασιλευς επι των τειχων της πολεως μετα πασης της δοξης αυτου περιεπατει και επι των πυργων αυτης διεπορευετο
30 fazia esta reflexão: eis aí verdadeiramente a grande Babilônia, que construí para fazer dela uma mansão real por meu poder soberano, e para servir à glória de minha majestade!30 και αποκριθεις ειπεν αυτη εστι βαβυλων η μεγαλη ην εγω ωκοδομησα και οικος βασιλειας μου εν ισχυι κρατους μου κληθησεται εις τιμην της δοξης μου
31 Falava ainda, quando uma voz baixou do céu: anunciam a ti, rei Nabucodonosor, que teu reino te foi arrebatado.31 και επι συντελειας του λογου αυτου φωνην εκ του ουρανου ηκουσε σοι λεγεται ναβουχοδονοσορ βασιλευ η βασιλεια βαβυλωνος αφηρηται σου και ετερω διδοται εξουθενημενω ανθρωπω εν τω οικω σου ιδου εγω καθιστημι αυτον επι της βασιλειας σου και την εξουσιαν σου και την δοξαν σου και την τρυφην σου παραληψεται οπως επιγνως οτι εξουσιαν εχει ο θεος του ουρανου εν τη βασιλεια των ανθρωπων και ω εαν βουληται δωσει αυτην εως δε ηλιου ανατολης βασιλευς ετερος ευφρανθησεται εν τω οικω σου και κρατησει της δοξης σου και της ισχυος σου και της εξουσιας σου
32 Vão expulsar-te dentre os homens para te fazer viver entre os animais dos campos; pastarás ervas como os bois. Sete tempos passarão sobre ti, até que reconheças que o Altíssimo domina sobre a realeza humana e que a confere a quem lhe apraz.32 και οι αγγελοι διωξονται σε επι ετη επτα και ου μη οφθης ουδ' ου μη λαλησης μετα παντος ανθρωπου χορτον ως βουν σε ψωμισουσι και απο της χλοης της γης εσται η νομη σου ιδου αντι της δοξης σου δησουσι σε και τον οικον της τρυφης σου και την βασιλειαν σου ετερος εξει
33 No mesmo momento, o oráculo pronunciado sobre Nabucodonosor cumpriu-se; ele foi expulso dentre os homens e pastou ervas como os bois; seu corpo foi molhado pelo orvalho do céu. Seu pêlo cresceu como penas de águia e suas unhas, como unhas de pássaro.33 εως δε πρωι παντα τελεσθησεται επι σε ναβουχοδονοσορ βασιλευ βαβυλωνος και ουχ υστερησει απο παντων τουτων ουθεν [33α] εγω ναβουχοδονοσορ βασιλευς βαβυλωνος επτα ετη επεδηθην χορτον ως βουν εψωμισαν με και απο της χλοης της γης ησθιον και μετα ετη επτα εδωκα την ψυχην μου εις δεησιν και ηξιωσα περι των αμαρτιων μου κατα προσωπον κυριου του θεου του ουρανου και περι των αγνοιων μου του θεου των θεων του μεγαλου εδεηθην [33β] και αι τριχες μου εγενοντο ως πτερυγες αετου οι ονυχες μου ωσει λεοντος ηλλοιωθη η σαρξ μου και η καρδια μου γυμνος περιεπατουν μετα των θηριων της γης ενυπνιον ειδον και υπονοιαι με ειληφασι και δια χρονου υπνος με ελαβε πολυς και νυσταγμος επεπεσε μοι
34 Ao terminar os dias marcados, eu, Nabucodonosor, levantei os olhos para o céu. A razão voltou-me e eu bendisse o Altíssimo; louvei e glorifiquei aquele que vive eternamente, cuja dominação é perpétua, cujo reino subsiste de idade em idade.34 και επι συντελεια των επτα ετων ο χρονος μου της απολυτρωσεως ηλθε και αι αμαρτιαι μου και αι αγνοιαι μου επληρωθησαν εναντιον του θεου του ουρανου και εδεηθην περι των αγνοιων μου του θεου των θεων του μεγαλου και ιδου αγγελος εις εκαλεσε με εκ του ουρανου λεγων ναβουχοδονοσορ δουλευσον τω θεω του ουρανου τω αγιω και δος δοξαν τω υψιστω το βασιλειον του εθνους σου σοι αποδιδοται
35 Diante dele nenhum habitante da terra tem importância; age como quer tanto em se tratando do exército celestial quanto em relação aos habitantes terrenos. Ninguém pode bater-lhe na mão e perguntar-lhe: Que fazeis aí?35 -
36 Nesse mesmo instante a razão me foi restituída, com o brilho de minha realeza, minha majestade e meu esplendor. Meus conselheiros e meus nobres vieram procurar-me; fui reintegrado à frente do meu reino e meu poder achou-se aumentado.36 εν εκεινω τω καιρω αποκατεσταθη η βασιλεια μου εμοι και η δοξα μου απεδοθη μοι
37 Agora, eu, Nabucodonosor, louvo, exalto e glorifico o rei do céu, cujas obras são todas justas e cujos caminhos são retos, e que tem o poder de humilhar aqueles que procedem com orgulho.37 τω υψιστω ανθομολογουμαι και αινω τω κτισαντι τον ουρανον και την γην και τας θαλασσας και τους ποταμους και παντα τα εν αυτοις εξομολογουμαι και αινω οτι αυτος εστι θεος των θεων και κυριος των κυριων και βασιλευς των βασιλεων οτι αυτος ποιει σημεια και τερατα και αλλοιοι καιρους και χρονους αφαιρων βασιλειαν βασιλεων και καθιστων ετερους αντ' αυτων [37α] απο του νυν αυτω λατρευσω και απο του φοβου αυτου τρομος ειληφε με και παντας τους αγιους αυτου αινω οι γαρ θεοι των εθνων ουκ εχουσιν εν εαυτοις ισχυν αποστρεψαι βασιλειαν βασιλεως εις ετερον βασιλεα και αποκτειναι και ζην ποιησαι και ποιησαι σημεια και θαυμασια μεγαλα και φοβερα και αλλοιωσαι υπερμεγεθη πραγματα καθως εποιησεν εν εμοι ο θεος του ουρανου και ηλλοιωσεν επ' εμοι μεγαλα πραγματα εγω πασας τας ημερας της βασιλειας μου περι της ψυχης μου τω υψιστω θυσιας προσοισω εις οσμην ευωδιας τω κυριω και το αρεστον ενωπιον αυτου ποιησω εγω και ο λαος μου το εθνος μου και αι χωραι μου αι εν τη εξουσια μου και οσοι ελαλησαν εις τον θεον του ουρανου και οσοι αν καταληφθωσι λαλουντες τι τουτους κατακρινω θανατω [37β] εγραψε δε ο βασιλευς ναβουχοδονοσορ επιστολην εγκυκλιον πασι τοις κατα τοπον εθνεσι και χωραις και γλωσσαις πασαις ταις οικουσαις εν πασαις ταις χωραις εν γενεαις και γενεαις κυριω τω θεω του ουρανου αινειτε και θυσιαν και προσφοραν προσφερετε αυτω ενδοξως εγω βασιλευς βασιλεων ανθομολογουμαι αυτω ενδοξως οτι ουτως εποιησε μετ' εμου εν αυτη τη ημερα εκαθισε με επι του θρονου μου και της εξουσιας μου και της βασιλειας μου εν τω λαω μου εκρατησα και η μεγαλωσυνη μου αποκατεσταθη μοι [37χ] ναβουχοδονοσορ βασιλευς πασι τοις εθνεσι και πασαις ταις χωραις και πασι τοις οικουσιν εν αυταις ειρηνη υμιν πληθυνθειη εν παντι καιρω και νυν υποδειξω υμιν τας πραξεις ας εποιησε μετ' εμου ο θεος ο μεγας εδοξε δε μοι αποδειξαι υμιν και τοις σοφισταις υμων οτι εστι θεος και τα θαυμασια αυτου μεγαλα το βασιλειον αυτου βασιλειον εις τον αιωνα η εξουσια αυτου απο γενεων εις γενεας και απεστειλεν επιστολας περι παντων των γενηθεντων αυτω εν τη βασιλεια αυτου πασι τοις εθνεσι τοις ουσιν υπο την βασιλειαν αυτου
38 βαλτασαρ ο βασιλευς εποιησε δοχην μεγαλην εν ημερα εγκαινισμου των βασιλειων αυτου και απο των μεγιστανων αυτου εκαλεσεν ανδρας δισχιλιους εν τη ημερα εκεινη βαλτασαρ ανυψουμενος απο του οινου και καυχωμενος επηνεσε παντας τους θεους των εθνων τους χωνευτους και γλυπτους εν τω τοπω αυτου και τω θεω τω υψιστω ουκ εδωκεν αινεσιν εν αυτη τη νυκτι εξηλθον δακτυλοι ωσει ανθρωπου και επεγραψαν επι του τοιχου οικου αυτου επι του κονιαματος κατεναντι του λυχνους μανη φαρες θεκελ εστι δε η ερμηνεια αυτων μανη ηριθμηται φαρες εξηρται θεκελ εσταται