Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

I Livro dos Reis 3


font
SAGRADA BIBLIALXX
1 Salomão aliou-se por casamento, ao faraó, rei do Egito, tomando sua filha por mulher. Levou-a para a cidade de Davi, até que acabasse de construir o seu palácio, o templo do Senhor e o muro em volta de Jerusalém.1 -
2 O povo continuava sacrificando nos lugares altos, porque até aquele dia não tinha ainda sido edificado o templo ao nome do Senhor.2 πλην ο λαος ησαν θυμιωντες επι τοις υψηλοις οτι ουκ ωκοδομηθη οικος τω ονοματι κυριου εως νυν
3 Salomão amava o Senhor e seguia os preceitos de Davi, seu pai. Todavia, continuava sacrificando e queimando incenso nos lugares altos.3 και ηγαπησεν σαλωμων τον κυριον πορευεσθαι εν τοις προσταγμασιν δαυιδ του πατρος αυτου πλην εν τοις υψηλοις εθυεν και εθυμια
4 Foi o rei a Gabaon para ali oferecer um sacrifício, porque esse era o lugar alto mais importante, e ofereceu mil holocaustos sobre o altar de Gabaon.4 και ανεστη και επορευθη εις γαβαων θυσαι εκει οτι αυτη υψηλοτατη και μεγαλη χιλιαν ολοκαυτωσιν ανηνεγκεν σαλωμων επι το θυσιαστηριον εν γαβαων
5 O Senhor apareceu-lhe em sonhos em Gabaon durante a noite, e disse-lhe: Pede-me o que queres que eu te dê.5 και ωφθη κυριος τω σαλωμων εν υπνω την νυκτα και ειπεν κυριος προς σαλωμων αιτησαι τι αιτημα σαυτω
6 Salomão disse: Vós destes com liberdade vossa graça ao vosso servo Davi, meu pai, porque ele andou em vossa presença com fidelidade, na justiça e retidão de seu coração para convosco; em virtude dessa grande benevolência, destes-lhe um filho que hoje está sentado no seu trono.6 και ειπεν σαλωμων συ εποιησας μετα του δουλου σου δαυιδ του πατρος μου ελεος μεγα καθως διηλθεν ενωπιον σου εν αληθεια και εν δικαιοσυνη και εν ευθυτητι καρδιας μετα σου και εφυλαξας αυτω το ελεος το μεγα τουτο δουναι τον υιον αυτου επι του θρονου αυτου ως η ημερα αυτη
7 Sois vós, portanto, ó Senhor meu Deus, que fizestes reinar o vosso servo em lugar de Davi, meu pai. Mas eu não passo de um adolescente, e não sei como me conduzir.7 και νυν κυριε ο θεος μου συ εδωκας τον δουλον σου αντι δαυιδ του πατρος μου και εγω ειμι παιδαριον μικρον και ουκ οιδα την εξοδον μου και την εισοδον μου
8 E, sem embargo, vosso servo se encontra no meio de vosso povo escolhido, um povo imenso, tão numeroso que não se pode contar, nem calcular.8 ο δε δουλος σου εν μεσω του λαου σου ον εξελεξω λαον πολυν ος ουκ αριθμηθησεται
9 Dai, pois, ao vosso servo um coração sábio, capaz de julgar o vosso povo e discernir entre o bem e o mal; pois sem isso, quem poderia julgar o vosso povo, um povo tão numeroso?9 και δωσεις τω δουλω σου καρδιαν ακουειν και διακρινειν τον λαον σου εν δικαιοσυνη του συνιειν ανα μεσον αγαθου και κακου οτι τις δυνησεται κρινειν τον λαον σου τον βαρυν τουτον
10 O Senhor agradou-se dessa oração, e disse a Salomão:10 και ηρεσεν ενωπιον κυριου οτι ητησατο σαλωμων το ρημα τουτο
11 Pois que me fizeste esse pedido, e não pediste nem longa vida, nem riqueza, nem a morte de teus inimigos, mas sim inteligência para praticar a justiça,11 και ειπεν κυριος προς αυτον ανθ' ων ητησω παρ' εμου το ρημα τουτο και ουκ ητησω σαυτω ημερας πολλας και ουκ ητησω πλουτον ουδε ητησω ψυχας εχθρων σου αλλ' ητησω σαυτω συνεσιν του εισακουειν κριμα
12 vou satisfazer o teu desejo; dou-te um coração tão sábio e inteligente, como nunca houve outro igual antes de ti e nem haverá depois de ti.12 ιδου πεποιηκα κατα το ρημα σου ιδου δεδωκα σοι καρδιαν φρονιμην και σοφην ως συ ου γεγονεν εμπροσθεν σου και μετα σε ουκ αναστησεται ομοιος σοι
13 Dou-te, além disso, o que não me pediste: riquezas e glória, de tal modo que não haverá quem te seja semelhante entre os reis durante toda a tua vida.13 και α ουκ ητησω δεδωκα σοι και πλουτον και δοξαν ως ου γεγονεν ανηρ ομοιος σοι εν βασιλευσιν
14 E, se andares em meus caminhos e observares os meus preceitos e mandamentos como o fez Davi, teu pai, prolongarei a tua vida.14 και εαν πορευθης εν τη οδω μου φυλασσειν τας εντολας μου και τα προσταγματα μου ως επορευθη δαυιδ ο πατηρ σου και πληθυνω τας ημερας σου
15 Salomão despertou: foi um sonho. Voltando a Jerusalém, apresentou-se diante da arca da aliança do Senhor e ofereceu holocaustos e sacrifícios pacíficos; e deu um banquete a todos os seus servos.15 και εξυπνισθη σαλωμων και ιδου ενυπνιον και ανεστη και παραγινεται εις ιερουσαλημ και εστη κατα προσωπον του θυσιαστηριου του κατα προσωπον κιβωτου διαθηκης κυριου εν σιων και ανηγαγεν ολοκαυτωσεις και εποιησεν ειρηνικας και εποιησεν ποτον μεγαν εαυτω και πασιν τοις παισιν αυτου
16 Vieram duas prostitutas apresentar-se ao rei.16 τοτε ωφθησαν δυο γυναικες πορναι τω βασιλει και εστησαν ενωπιον αυτου
17 Uma delas disse: Ouve, meu senhor: Esta mulher e eu habitamos na mesma casa, e eu dei à luz junto dela no mesmo aposento.17 και ειπεν η γυνη η μια εν εμοι κυριε εγω και η γυνη αυτη οικουμεν εν οικω ενι και ετεκομεν εν τω οικω
18 Três dias depois, deu também ela à luz. Ora, nós vivemos juntas, e não havia nenhum estranho conosco nessa casa, pois somente nós duas estávamos ali.18 και εγενηθη εν τη ημερα τη τριτη τεκουσης μου και ετεκεν και η γυνη αυτη και ημεις κατα το αυτο και ουκ εστιν ουθεις μεθ' ημων παρεξ αμφοτερων ημων εν τω οικω
19 Durante a noite morreu o filho dessa mulher, porque o abafou enquanto dormia.19 και απεθανεν ο υιος της γυναικος ταυτης την νυκτα ως επεκοιμηθη επ' αυτον
20 Levantou-se ela então, no meio da noite, e enquanto a tua serva dormia, tomou o meu filho que estava junto de mim e o deitou em seu seio, deixando no meu o seu filho morto.20 και ανεστη μεσης της νυκτος και ελαβεν τον υιον μου εκ των αγκαλων μου και εκοιμισεν αυτον εν τω κολπω αυτης και τον υιον αυτης τον τεθνηκοτα εκοιμισεν εν τω κολπω μου
21 Quando me levantei pela manhã para amamentar o meu filho, encontrei-o morto; mas, examinando-o atentamente à luz, verifiquei que não era o filho que eu dera à luz.21 και ανεστην το πρωι θηλασαι τον υιον μου και εκεινος ην τεθνηκως και ιδου κατενοησα αυτον πρωι και ιδου ουκ ην ο υιος μου ον ετεκον
22 É mentira!, replicou a outra mulher, o que está vivo é meu filho; o teu é que morreu. A primeira contestou: Não é assim; o teu filho é o que morreu, o que está vivo é o meu. E assim disputavam diante do rei.22 και ειπεν η γυνη η ετερα ουχι αλλα ο υιος μου ο ζων ο δε υιος σου ο τεθνηκως και ελαλησαν ενωπιον του βασιλεως
23 O rei disse então: Tu dizes: é o meu filho que está vivo, e o teu é o que morreu; e tu replicas: não é assim; é o teu filho que morreu, e o meu é o que está vivo.23 και ειπεν ο βασιλευς αυταις συ λεγεις ουτος ο υιος μου ο ζων και ο υιος ταυτης ο τεθνηκως και συ λεγεις ουχι αλλα ο υιος μου ο ζων και ο υιος σου ο τεθνηκως
24 Vejamos, continuou o rei; trazei-me uma espada. Trouxeram ao rei uma espada.24 και ειπεν ο βασιλευς λαβετε μοι μαχαιραν και προσηνεγκαν την μαχαιραν ενωπιον του βασιλεως
25 Cortai pelo meio o menino vivo, disse ele, e dai metade a uma e metade à outra.25 και ειπεν ο βασιλευς διελετε το παιδιον το θηλαζον το ζων εις δυο και δοτε το ημισυ αυτου ταυτη και το ημισυ αυτου ταυτη
26 Mas a mulher, mãe do filho vivo, sentiu suas entranhas enternecerem-se e disse ao rei: Rogo-te, meu senhor, que dês a ela o menino vivo; não o mateis; a outra, porém, dizia: Ele não será nem teu, nem meu; seja dividido!26 και απεκριθη η γυνη ης ην ο υιος ο ζων και ειπεν προς τον βασιλεα οτι εταραχθη η μητρα αυτης επι τω υιω αυτης και ειπεν εν εμοι κυριε δοτε αυτη το παιδιον και θανατω μη θανατωσητε αυτον και αυτη ειπεν μητε εμοι μητε αυτη εστω διελετε
27 Então o rei pronunciou o seu julgamento: Dai, disse ele, o menino vivo a essa mulher; não o mateis, pois é ela a sua mãe.27 και απεκριθη ο βασιλευς και ειπεν δοτε το παιδιον τη ειπουση δοτε αυτη αυτο και θανατω μη θανατωσητε αυτον αυτη η μητηρ αυτου
28 Todo o Israel, ouvindo o julgamento pronunciado pelo rei, encheu-se de respeito por ele, pois via-se que o inspirava a sabedoria divina para fazer justiça.28 και ηκουσαν πας ισραηλ το κριμα τουτο ο εκρινεν ο βασιλευς και εφοβηθησαν απο προσωπου του βασιλεως οτι ειδον οτι φρονησις θεου εν αυτω του ποιειν δικαιωμα