Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 26


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Il y eut une famine dans le pays -- en plus de la première famine qui eut lieu du temps d'Abraham-- et Isaac se rendit à Gérar chez Abimélek, roi des Philistins.1 Εγεινε δε πεινα εν τη γη, εκτος της προτερας πεινης, της γενομενης επι των ημερων του Αβρααμ. Και υπηγεν ο Ισαακ προς τον Αβιμελεχ, βασιλεα των Φιλισταιων, εις Γεραρα.
2 Yahvé lui apparut et dit: "Ne descends pas en Egypte; demeure au pays que je te dirai.2 Εφανη δε εις αυτον ο Κυριος και ειπε, Μη καταβης εις Αιγυπτον? κατοικησον εν τη γη την οποιαν θελω σοι ειπει?
3 Séjourne dans ce pays-ci, je serai avec toi et te bénirai. Car c'est à toi et à ta race que je donneraitous ces pays-ci et je tiendrai le serment que j'ai fait à ton père Abraham.3 παροικει εν τη γη ταυτη, και εγω θελω εισθαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει διοτι εις σε και εις το σπερμα σου θελω δωσει παντας τους τοπους τουτους? και θελω εκπληρωσει τον ορκον, τον οποιον ωμοσα προς Αβρααμ τον πατερα σου?
4 Je rendrai ta postérité nombreuse comme les étoiles du ciel, je lui donnerai tous ces pays et par tapostérité se béniront toutes les nations de la terre,4 και θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου, και θελω δωσει εις το σπερμα σου παντας τους τοπους τουτους, και θελουσιν ευλογηθη εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης?
5 en retour de l'obéissance d'Abraham, qui a gardé mes observances, mes commandements, mesrègles et mes lois."5 επειδη ο Αβρααμ υπηκουσεν εις την φωνην μου, και εφυλαξε τα προσταγματα μου, τας εντολας μου, τα διαταγματα μου και τους νομους μου.
6 Ainsi Isaac demeura à Gérar.6 Και κατωκησεν ο Ισαακ εν Γεραροις.
7 Les gens du lieu l'interrogèrent sur sa femme et il répondit: "C'est ma sœur." Il eut peur de dire:"Ma femme", pensant: "Les gens du lieu me feront mourir à cause de Rébecca, car elle est belle."7 Ηρωτησαν δε οι ανδρες του τοπου περι της γυναικος αυτου? και ειπεν, Αδελφη μου ειναι? διοτι εφοβηθη να ειπη, Γυνη μου ειναι? λεγων, Μηπως με φονευσωσιν οι ανδρες του τοπου δια την Ρεβεκκαν? επειδη ητο ωραια την οψιν.
8 Il était là depuis longtemps quand Abimélek, le roi des Philistins, regardant une fois par la fenêtre,vit Isaac qui caressait Rébecca, sa femme.8 Και αφου διετριψεν εκει πολλας ημερας, Αβιμελεχ ο βασιλευς των Φιλισταιων, κυψας απο της θυριδος ειδε, και ιδου, ο Ισαακ επαιζε μετα Ρεβεκκας της γυναικος αυτου.
9 Abimélek appela Isaac et dit: "Pour sûr, c'est ta femme!Comment as-tu pu dire: C'est ma sœur?"Isaac lui répondit:"Je me disais: je risque de mourir à cause d'elle."9 Εκαλεσε δε ο Αβιμελεχ τον Ισαακ και ειπεν, Ιδου, βεβαιως γυνη σου ειναι αυτη? δια τι λοιπον ειπας, Αδελφη μου ειναι; Και ειπε προς αυτον ο Ισαακ, διοτι ειπον, Μηπως αποθανω εξ αιτιας αυτης.
10 Abimélek reprit: "Qu'est-ce que tu nous as fait là? Un peu plus, quelqu'un du peuple couchait avecta femme et tu nous chargeais d'une faute!"10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας; παρ' ολιγον ηθελε κοιμηθη τις εκ του λαου μετα της γυναικος σου, και ηθελες φερει εφ' ημας ανομιαν.
11 Alors Abimélek donna cet ordre à tout le peuple: "Quiconque touchera à cet homme et à safemme sera mis à mort."11 Και προσεταξεν ο Αβιμελεχ εις παντα τον λαον, λεγων, Οστις εγγιση τον ανθρωπον τουτον η την γυναικα αυτου, θελει εξαπαντος θανατωθη.
12 Isaac fit des semailles dans ce pays et, cette année-là, il moissonna le centuple. Yahvé le bénit12 Εσπειρε δε ο Ισαακ εν τη γη εκεινη και εσυναξε κατ' εκεινον τον χρονον εκατονταπλασια? και ευλογησεν αυτον ο Κυριος.
13 et l'homme s'enrichit, il s'enrichit de plus en plus, jusqu'à devenir extrêmement riche.13 Και εμεγαλυνετο ο ανθρωπος και επροχωρει αυξανομενος, εωσου εγεινε μεγας σφοδρα?
14 Il avait des troupeaux de gros et de petit bétail et de nombreux serviteurs. Les Philistins endevinrent jaloux.14 και απεκτησε προβατα και βοας και δουλους πολλους? εφθονησαν δε αυτον οι Φιλισταιοι.
15 Tous les puits que les serviteurs de son père avaient creusés, -- du temps de son père Abraham, --les Philistins le savaient bouchés et comblés de terre.15 Και παντα τα φρεατα, τα οποια εσκαψαν οι δουλοι του πατρος αυτου επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, ενεφραξαν ταυτα οι Φιλισταιοι και εγεμισαν αυτα χωμα.
16 Abimélek dit à Isaac: "Pars de chez nous, car tu es devenu beaucoup plus puissant que nous."16 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Ισαακ, Απελθε αφ' ημων, διοτι εγεινες δυνατωτερος ημων σφοδρα.
17 Isaac partit donc de là et campa dans la vallée de Gérar, où il s'établit.17 Και απηλθεν εκειθεν ο Ισαακ και εστησε την σκηνην αυτου εν τη κοιλαδι των Γεραρων και κατωκησεν εκει.
18 Isaac creusa de nouveau les puits qu'avaient creusés les serviteurs de son père Abraham et que lesPhilistins avaient bouchés après la mort d'Abraham, et il leur donna les mêmes noms que son père leur avaitdonnés.18 Και ηνοιξε παλιν ο Ισαακ τα φρεατα του υδατος, τα οποια εσκαψαν επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, οι δε Φιλισταιοι ενεφραξαν αυτα μετα τον θανατον του Αβρααμ? και ωνομασεν αυτα κατα τα ονοματα, με τα οποια ο πατηρ αυτου ειχεν ονομασει αυτα.
19 Les serviteurs d'Isaac creusèrent dans la vallée et ils trouvèrent là un puits d'eaux vives.19 Και εσκαψαν οι δουλοι του Ισαακ εν τη κοιλαδι και ευρηκαν εκει φρεαρ υδατος ζωντος.
20 Mais les bergers de Gérar entrèrent en dispute avec les bergers d'Isaac, disant: "L'eau est à nous!"Isaac nomma ce puits Eseq, parce qu'ils s'étaient querellés avec lui.20 Ελογομαχησαν δε οι ποιμενες των Γεραρων μετα των ποιμενων του Ισαακ, λεγοντες, Ιδικον μας ειναι το υδωρ? και ωνομασε το φρεαρ Εσεκ? διοτι εφιλονεικησαν μετ' αυτου.
21 Ils creusèrent un autre puits et il y eut encore une dispute à son propos; il le nomma Sitna.21 Και εσκαψαν αλλο φρεαρ και ελογομαχησαν και περι αυτου? δια τουτο ωνομασεν αυτο Σιτνα.
22 Alors il partit de là et creusa un autre puits, et il n'y eut pas de dispute à son propos; il le nommaRehobot et dit:"Maintenant Yahvé nous a donné le champ libre pour que nous prospérions dans le pays."22 Και μετοικησας εκειθεν εσκαψεν αλλο φρεαρ, και περι τουτου δεν ελογομαχησαν? και ωνομασεν αυτο Ρεχωβωθ, λεγων, διοτι τωρα επλατυνεν ημας ο Κυριος και ηυξησεν ημας επι της γης.
23 De là il monta à Bersabée.23 Και εκειθεν ανεβη εις Βηρ-σαβεε.
24 Yahvé lui apparut cette nuit-là et dit: "Je suis le Dieu de ton père Abraham. Ne crains rien, car jesuis avec toi. Je te bénirai, je multiplierai ta postérité, en considération de mon serviteur Abraham."24 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος την νυκτα εκεινην, και ειπεν, Εγω ειμαι ο Θεος Αβρααμ του πατρος σου? μη φοβου, διοτι εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει και θελω πληθυνει το σπερμα σου, δια Αβρααμ τον δουλον μου.
25 Il bâtit là un autel et invoqua le nom de Yahvé. Il dressa là sa tente. Les serviteurs d'Isaac forèrentun puits.25 Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου? και εστησεν εκει την σκηνην αυτου? εσκαψαν δε εκει οι δουλοι του Ισαακ φρεαρ.
26 Abimélek vint le voir de Gérar, avec Ahuzzat son familier et Pikol le chef de son armée.26 Τοτε ο Αβιμελεχ υπηγε προς αυτον απο Γεραρων, και Οχοζαθ ο οικειος αυτου, και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου.
27 Isaac leur dit: "Pourquoi venez-vous à moi, puisque vous me haïssez et que vous m'avez renvoyéde chez vous?"27 Και ειπε προς αυτους ο Ισαακ, Δια τι ηλθετε προς εμε, αφου σεις με εμισησατε και με εδιωξατε απο σας;
28 Ils répondirent: "Nous avons eu l'évidence que Yahvé était avec toi et nous avons dit: Qu'il y aitun serment entre nous et toi et concluons une alliance avec toi:28 οι δε ειπον, Ειδομεν φανερα, οτι ο Κυριος ειναι μετα σου, και ειπομεν, Ας γεινη τωρα ορκος μεταξυ ημων, μεταξυ ημων και σου, και ας καμωμεν συνθηκην μετα σου,
29 jure de ne nous faire aucun mal, puisque nous ne t'avons pas molesté, que nous ne t'avons fait quedu bien et t'avons laissé partir en paix. Maintenant, tu es un béni de Yahvé."29 οτι δεν θελεις καμει κακον εις ημας, καθως ημεις δεν σε ηγγισαμεν, και καθως επραξαμεν εις σε μονον καλον, και σε εξαπεστειλαμεν εν ειρηνη? τωρα συ εισαι ευλογημενος του Κυριου.
30 Il leur prépara un festin, et ils mangèrent et burent.30 Και εκαμεν εις αυτους συμποσιον? και εφαγον και επιον.
31 Levés de bon matin, ils se firent un serment mutuel. Puis Isaac les congédia et ils le quittèrent enpaix.31 Και εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, και ωμοσεν ο εις προς τον αλλον? τοτε ο Ισαακ εξαπεστειλεν αυτους, και απηλθον απ' αυτου εν ειρηνη.
32 Or ce fut ce jour-là que les serviteurs d'Isaac lui apportèrent des nouvelles du puits qu'ilscreusaient et ils lui dirent: "Nous avons trouvé l'eau!"32 Και την ημεραν εκεινην ηλθον οι δουλοι του Ισαακ και ανηγγειλαν προς αυτον περι του φρεατος το οποιον εσκαψαν, και ειπαν προς αυτον, Ευρηκαμεν υδωρ.
33 Il appela le puits Sabée, d'où le nom de la ville, Bersabée, jusqu'à maintenant.33 Και ωνομασεν αυτο Σαβεε? δια τουτο ειναι το ονομα της πολεως Βηρ-σαβεε εως της σημερον.
34 Quand Esaü eut 40 ans, il prit pour femmes Yehudit, fille de Bééri le Hittite, et Basmat, filled'Elôn le Hittite.34 Ητο δε ο Ησαυ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις γυναικα Ιουδιθ, την θυγατερα Βεηρι του Χετταιου, και Βασεμαθ, την θυγατερα Αιλων του Χετταιου?
35 Elles furent un sujet d'amertume pour Isaac et pour Rébecca.35 και αυται ησαν πικρια ψυχης εις τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν.