Ijob 29
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Dann setzte Ijob seine Rede fort und sprach: | 1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν? |
2 Dass ich doch wäre wie in längst vergangenen Monden, wie in den Tagen, da mich Gott beschirmte, | 2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν? |
3 als seine Leuchte über meinem Haupt erstrahlte, in seinem Licht ich durch das Dunkel ging. | 3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει? |
4 So, wie ich in den Tagen meiner Frühzeit war, als Gottes Freundschaft über meinem Zelte stand, | 4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου? |
5 als der Allmächtige noch mit mir war, meine Kinder mich umgaben, | 5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου? |
6 als meine Schritte sich in Milch gebadet, Bäche von Öl der Fels mir ergoss. | 6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου? |
7 Ging ich durchs Tor zur Stadt hinauf, ließ ich auf dem Platz meinen Sitz aufstellen; | 7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια |
8 sahen mich die Jungen, so traten sie scheu beiseite, die Alten standen auf und blieben stehen. | 8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο. |
9 Fürsten hielten mit Reden sich zurück und legten ihre Hand auf ihren Mund. | 9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων. |
10 Der Edlen Stimme blieb stumm, am Gaumen klebte ihre Zunge. | 10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων. |
11 Hörte mich ein Ohr, pries es mich glücklich, das Auge, das mich sah, stimmte mir zu. | 11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου? |
12 Denn ich rettete den Armen, der schrie, die Waise, die ohne Hilfe war. | 12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον. |
13 Der Segen des Verlorenen kam über mich und jubeln ließ ich der Witwe Herz. | 13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον. |
14 Ich bekleidete mich mit Gerechtigkeit, wie Mantel und Kopfbund umhüllte mich mein Recht. | 14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα. |
15 Auge war ich für den Blinden, dem Lahmen wurde ich zum Fuß. | 15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω. |
16 Vater war ich für die Armen, des Unbekannten Rechtsstreit prüfte ich. | 16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον. |
17 Ich zerschmetterte des Bösen Kiefer, entriss die Beute seinen Zähnen. | 17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου. |
18 So dachte ich: Mit meinem Nest werde ich verscheiden und gleich dem Phönix meine Tage mehren. | 18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου. |
19 Meine Wurzel reiche bis an das Wasser, auf meinen Zweigen nächtige Tau. | 19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου. |
20 Neu bleibe mir meine Ehre, mein Bogen verjünge sich in meiner Hand. | 20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου. |
21 Auf mich horchten und warteten sie, lauschten schweigend meinem Rat. | 21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων. |
22 Wenn ich sprach, nahm keiner das Wort; es träufelte nieder auf sie meine Rede. | 22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους. |
23 Sie harrten auf mich wie auf Regen, sperrten den Mund wie nach Spätregen auf. | 23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην. |
24 Lächelte ich denen zu, die ohne Vertrauen, sie wiesen das Leuchten meines Gesichts nicht ab. | 24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση. |
25 Ich bestimmte ihr Tun, ich saß als Haupt, thronte wie ein König inmitten der Schar, wie einer, der Trauernde tröstet. | 25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους. |