Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 8


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 IN que’ giorni, essendo la moltitudine grandissima, e non avendo da mangiare, Gesù, chiamati a sè i suoi discepoli, disse loro:1 Εν εκειναις ταις ημεραις, επειδη ητο παμπολυς οχλος και δεν ειχον τι να φαγωσι, προσκαλεσας ο Ιησους τους μαθητας αυτου λεγει προς αυτους?
2 Io ho pietà di questa moltitudine; perciocchè già tre giorni continui dimora appresso di me, e non ha da mangiare.2 Σπλαγχνιζομαι δια τον οχλον, οτι τρεις ηδη ημερας μενουσι πλησιον μου και δεν εχουσι τι να φαγωσι?
3 E se io li rimando digiuni a casa, verranno meno tra via, perciocchè alcuni di loro son venuti di lontano.3 και εαν απολυσω αυτους νηστεις εις τους οικους αυτων, θελουσιν αποκαμει καθ' οδον? διοτι τινες εξ αυτων ηλθον μακροθεν.
4 E i suoi discepoli gli risposero: Onde potrebbe alcuno saziar costoro di pane qui in luogo deserto?4 Και απεκριθησαν προς αυτον οι μαθηται αυτου? Ποθεν θελει τις δυνηθη να χορταση τουτους απο αρτων εδω επι της ερημιας;
5 Ed egli domandò loro: Quanti pani avete? Ed essi dissero: Sette.5 Και ηρωτησεν αυτους? Ποσους αρτους εχετε; Οι δε ειπον? Επτα.
6 Ed egli ordinò alla moltitudine che si coricasse in terra; e presi i sette pani, e rese grazie, li ruppe, e li diede a’ suoi discepoli, acciocchè li ponessero dinanzi alla moltitudine; ed essi glieli posero dinanzi.6 Και προσεταξε τον οχλον να καθησωσιν επι της γης? και λαβων τους επτα αρτους, αφου ευχαριστησεν, εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν του οχλου? και εβαλον.
7 Aveano ancora alcuni pochi pescetti; ed avendo fatta la benedizione, comandò di porre, quelli ancora dinanzi a loro.7 Ειχον και ολιγα οψαρακια? και ευλογησας ειπε να βαλωσι και αυτα.
8 Ed essi mangiarono, e furon saziati; e i discepoli levarono degli avanzi de’ pezzi sette panieri;8 Εφαγον δε και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν περισσευματα κλασματων επτα σπυριδας.
9 or que’ che aveano mangiato erano intorno a quattromila, poi li licenziò9 Ησαν δε οι φαγοντες ως τετρακισχιλιοι? και απελυσεν αυτους.
10 ED in quello stante egli entrò nella navicella co’ suoi discepoli, e venne nelle parti di Dalmanuta.10 Και ευθυς εμβας εις το πλοιον μετα των μαθητων αυτου, ηλθεν εις τα μερη Δαλμανουθα.
11 E i Farisei uscirono, e si misero a disputar con lui, chiedendogli un segno dal cielo, tentandolo.11 Και εξηλθον οι Φαρισαιοι και ηρχισαν να καμνωσιν ερωτησεις προς αυτον, και εζητουν παρ' αυτου σημειον απο του ουρανου, πειραζοντες αυτον.
12 Ma egli, dopo aver sospirato nel suo spirito, disse: Perchè questa generazione chiede ella un segno? Io vi dico in verità, che alcun segno non sarà dato a questa generazione.12 Τοτε αναστεναξας εκ καρδιας αυτου, λεγει? Δια τι η γενεα αυτη σημειον ζητει; αληθως σας λεγω, δεν θελει δοθη εις την γενεαν ταυτην σημειον.
13 E lasciatili, montò di nuovo nella navicella, e passò all’altra riva.13 Και αφησας αυτους εισηλθε παλιν εις το πλοιον και απηλθεν εις το περαν.
14 Or i discepoli aveano dimenticato di prender del pane, e non aveano seco nella navicella se non un pane solo.14 Ελησμονησαν δε να λαβωσιν αρτους και δεν ειχον μεθ' εαυτων εν τω πλοιω ειμη ενα αρτον.
15 Ed egli dava lor de’ precetti, dicendo: Vedete, guardatevi dal lievito de’ Farisei, e dal lievito di Erode.15 Και παρηγγελλεν εις αυτους, λεγων? Βλεπετε, προσεχετε απο της ζυμης των Φαρισαιων και της ζυμης του Ηρωδου.
16 Ed essi disputavan fra loro, dicendo: Noi non abbiamo pane.16 Και διελογιζοντο προς αλληλους, λεγοντες οτι αρτους δεν εχομεν.
17 E Gesù, conosciuto ciò, disse loro: Perchè disputate fra voi, perciocchè non avete pane? Siete voi ancora senza conoscimento, e senza intendimento? avete voi ancora il vostro cuore stupido?17 Νοησας δε ο Ιησους, λεγει προς αυτους? Τι διαλογιζεσθε οτι δεν εχετε αρτους; ετι δεν νοειτε ουδε καταλαμβανετε; ετι πεπωρωμενην εχετε την καρδιαν σας;
18 Avendo occhi, non vedete voi? e avendo orecchie, non udite voi? e non avete memoria alcuna?18 οφθαλμους εχοντες δεν βλεπετε, και ωτα εχοντες δεν ακουετε; και δεν ενθυμεισθε;
19 Quando io distribuii que’ cinque pani fra que’ cinquemila uomini, quanti corbelli pieni di pezzi ne levaste? Essi dissero: Dodici.19 οτε εκοψα τους πεντε αρτους εις τους πεντακισχιλιους, ποσους κοφινους πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Λεγουσι προς αυτον? δωδεκα.
20 E quando distribuii que’ sette pani fra que’ quattromila uomini, quanti panieri pieni di pezzi ne levaste?20 Και οτε τους επτα εις τους τετρακισχιλιους, ποσας σπυριδας πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Οι δε ειπον? Επτα.
21 Ed essi dissero: Sette. Ed egli disse loro: Come dunque non avete voi intelletto?21 Και ελεγε προς αυτους? Πως δεν καταλαμβανετε;
22 POI venne in Betsaida, e gli fu menato un cieco, e fu pregato che lo toccasse.22 Και ερχεται εις Βηθσαιδαν. Και φερουσι προς αυτον τυφλον και παρακαλουσιν αυτον να εγγιση αυτον.
23 Ed egli, preso il cieco per la mano, lo menò fuor del castello; e sputatogli negli occhi, e poste le mani sopra lui, gli domandò se vedeva cosa alcuna.23 Και πιασας την χειρα του τυφλου, εφερεν αυτον εξω της κωμης και πτυσας εις τα ομματα αυτου, επεθεσεν επ' αυτον τας χειρας και ηρωτα αυτον αν βλεπη τι.
24 Ed esso, levati gli occhi in su, disse: Io veggo camminar gli uomini, che paiono alberi.24 Και αναβλεψας ελεγε? Βλεπω τους ανθρωπους, ο, τι ως δενδρα βλεπω περιπατουντας.
25 Poi di nuovo mise le sue mani sopra gli occhi di esso, e lo fece riguardare in su; ed egli ricoverò la vista, e vedeva tutti chiaramente.25 Επειτα παλιν επεθεσε τας χειρας επι τους οφθαλμους αυτου και εκαμεν αυτον να αναβλεψη, και αποκατεσταθη η ορασις αυτου, και ειδε καθαρως απαντας.
26 E Gesù lo rimandò a casa sua, dicendo: Non entrar nel castello, e non dirlo ad alcuno nel castello26 Και απεστειλεν αυτον εις τον οικον αυτου, λεγων? Μηδε εις την κωμην εισελθης μηδε ειπης τουτο εις τινα εν τη κωμη.
27 POI Gesù, co’ suoi discepoli, se ne andò nelle castella di Cesarea di Filippo; e per lo cammino domandò i suoi discepoli, dicendo loro: Chi dicono gli uomini che io sono?27 Και εξηλθεν ο Ιησους και οι μαθηται αυτου εις τας κωμας της Καισαρειας Φιλιππου? και καθ' οδον ηρωτα τους μαθητας αυτου, λεγων προς αυτους? Τινα με λεγουσιν οι ανθρωποι οτι ειμαι;
28 Ed essi risposero: Alcuni, che tu sei Giovanni Battista; ed altri, Elia; ed altri, un de’ profeti.28 Οι δε απεκριθησαν? Ιωαννην τον Βαπτιστην, και αλλοι τον Ηλιαν, αλλοι δε ενα των προφητων.
29 Ed egli disse loro: E voi, chi dite che io sono? E Pietro, rispondendo, gli disse: Tu sei il Cristo.29 Και αυτος λεγει προς αυτους? Αλλα σεις τινα με λεγετε οτι ειμαι; Και αποκριθεις ο Πετρος, λεγει προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος.
30 Ed egli divietò loro severamente che a niuno dicessero ciò di lui.30 Και παρηγγειλεν αυστηρως εις αυτους να μη λεγωσιν εις μηδενα περι αυτου.
31 Poi prese ad insegnar loro, che conveniva che il Figliuol dell’uomo sofferisse molte cose, e fosse riprovato dagli anziani, e da’ principali sacerdoti, e dagli Scribi; e fosse ucciso, e in capo di tre giorni risuscitasse.31 Και ηρχισε να διδασκη αυτους οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα, και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη, και μετα τρεις ημερας να αναστηθη?
32 E ragionava queste cose apertamente. E Pietro, trattolo da parte, cominciò a riprenderlo.32 και ελαλει τον λογον παρρησια. Και παραλαβων αυτον ο Πετρος κατ' ιδιαν, ηρχισε να επιτιμα αυτον.
33 Ma egli, rivoltosi, e riguardando i suoi discepoli, sgridò Pietro, dicendo: Vattene indietro da me, Satana; perciocchè tu non hai il senso alle cose di Dio, ma alle cose degli uomini.33 Ο δε επιστραφεις και ιδων τους μαθητας αυτου, επετιμησε τον Πετρον λεγων? Υπαγε οπισω μου, Σατανα? διοτι δεν φρονεις τα του Θεου, αλλα τα των ανθρωπων.
34 E CHIAMATA a sè la moltitudine, coi suoi discepoli, disse loro: Chiunque vuol venir dietro a me, rinunzi a sè stesso, e tolga la sua croce, e mi segua.34 Και προσκαλεσας τον οχλον μετα των μαθητων αυτου, ειπε προς αυτους? Οστις θελει να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου, και ας με ακολουθη.
35 Perciocchè, chiunque avrà voluto salvar la vita sua la perderà; ma, chi avrà perduta la vita sua, per amor di me, e dell’evangelo, esso la salverà.35 Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην? και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν εμου και του ευαγγελιου, ουτος θελει σωσει αυτην.
36 Perciocchè, che gioverà egli all’uomo se guadagna tutto il mondo, e fa perdita dell’anima sua?36 Επειδη τι θελει ωφελησει τον ανθρωπον, εαν κερδηση τον κοσμον ολον και ζημιωθη την ψυχην αυτου;
37 Ovvero, che darà l’uomo in iscambio dell’anima sua?37 Η τι θελει δωσει ο ανθρωπος εις ανταλλαγην της ψυχης αυτου;
38 Perciocchè, se alcuno ha vergogna di me, e delle mie parole, fra questa generazione adultera e peccatrice, il Figliuol dell’uomo altresì avrà vergogna di lui, quando sarà venuto nella gloria del Padre suo, co’ santi angeli38 Διοτι οστις αισχυνθη δι' εμε και δια τους λογους μου εν τη γενεα ταυτη τη μοιχαλιδι και αμαρτωλω, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αισχυνθη δι' αυτον, οταν ελθη εν τη δοξη του Πατρος αυτου μετα των αγγελων.