Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Esdra 9


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 ORA, quando queste cose furono finite, i principali del popolo si accostarono a me, dicendo: Il popolo d’Israele, ed i sacerdoti, ed i Leviti, non si son separati da’ popoli di questi paesi, da’ Cananei, dagli Hittei, da’ Ferizzei, da’ Gebusei, dagli Ammoniti, da’ Moabiti, dagli Egizi, e dagli Amorrei, secondo che si conveniva fare, per le loro abbominazioni.1 Και αφου ετελεσθησαν ταυτα, προσηλθον προς εμε οι αρχοντες, λεγοντες, Ο λαος του Ισραηλ και οι ιερεις και οι Λευιται, δεν εχωρισθησαν απο του λαου των τοπων τουτων, και πραττουσι κατα τα βδελυγματα αυτων, των Χαναναιων, των Χετταιων, των Φερεζαιων, των Ιεβουσαιων, των Αμμωνιτων, των Μωαβιτων, των Αιγυπτιων και των Αμορραιων?
2 Perciocchè hanno prese delle lor figliuole per sè, e per li lor figliuoli; laonde la santa progenie si è mescolata co’ popoli di questi paesi; e i principali del popolo, e i rettori, sono stati i primi a commetter questo misfatto.2 διοτι ελαβον εκ των θυγατερων αυτων εις εαυτους και εις τους υιους αυτων? ωστε το σπερμα το αγιον συνεμιχθη μετα του λαου των τοπων? και η χειρ των αρχοντων και των προεστωτων ητο πρωτη εις την παραβασιν ταυτην.
3 E quando io ebbi intesa questa cosa, io stracciai la mia vesta, e il mio mantello, e mi strappai i capelli del capo e della barba, e mi posi a sedere tutto sconsolato.3 Και ως ηκουσα το πραγμα τουτο, διεσχισα το ιματιον μου και το επενδυμα μου, και ανεσπασα τας τριχας της κεφαλης μου και του πωγωνος μου, και εκαθημην εκστατικος.
4 Allora tutti quelli che tremavano alle parole dell’Iddio d’Israele si adunarono appresso di me, per lo misfatto di coloro ch’erano stati in cattività; ed io me ne stetti così a sedere tutto sconsolato, infino al tempo dell’offerta della sera4 Τοτε συνηχθησαν προς εμε παντες οι τρεμοντες εις τους λογους του Θεου του Ισραηλ, δια την παραβασιν των μετοικισθεντων? και εκαθημην εκστατικος εως της εσπερινης προσφορας.
5 Ed al tempo dell’offerta della sera, io mi levai dalla mia afflizione; ed avendo la mia vesta e il mio mantello stracciato, io m’inginocchiai, e spiegai le palme delle mie mani al Signore Iddio mio, e dissi:5 Και εν τη εσπερινη προσφορα εσηκωθην απο της ταπεινωσεως μου, και διασχισας το ιματιον μου και το επενδυμα μου, εκλινα επι τα γονατα μου και εξετεινα τας χειρας μου προς Κυριον τον Θεον μου,
6 O Dio mio, io mi vergogno, e son confuso di alzare, o Dio mio, la faccia a te; perciocchè le nostre iniquità sono fin disopra al nostro capo, e le nostre colpe son così grandi che arrivano fino al cielo.6 και ειπον, Θεε μου, αισχυνομαι και ερυθριω να υψωσω το προσωπον μου προς σε, Θεε μου? διοτι αι ανομιαι ημων ηυξηνθησαν υπερανω της κεφαλης, και αι παραβασεις ημων εμεγαλυνθησαν εως των ουρανων.
7 Dal tempo de’ nostri padri infino ad oggi, noi siamo in gran colpa; e per le nostre iniquità, noi, i nostri re, i nostri sacerdoti, siamo stati dati nelle mani dei re de’ paesi, per esser messi a fil di spada, menati in cattività, predati, e svergognati, come appare al dì d’oggi.7 Απο των ημερων των πατερων ημων ημεθα εν παραβασει μεγαλη μεχρι της ημερας ταυτης? και δια τας ανομιας ημων παρεδοθημεν, ημεις, οι βασιλεις ημων, οι ιερεις ημων, εις την χειρα των βασιλεων των τοπων, εις μαχαιραν, εις αιχμαλωσιαν και εις διαρπαγην και εις αισχυνην προσωπου, ως ειναι την ημεραν ταυτην.
8 E pure ora, di subito quasi in un momento, ci è stata fatta grazie dall’Iddio nostro, per far che ci restasse alcun rimanente, e per darci un chiodo nel suo santo luogo; acciocchè l’Iddio nostro ci rischiarasse gli occhi, e ci desse un poco di ristoro nella nostra servitù.8 Και τωρα ως εν μια στιγμη εγεινεν ελεος παρα Κυριου του Θεου ημων, ωστε να διασωθη εις ημας υπολοιπον, και να δοθη εις ημας στερεωσις εν τω αγιω αυτου τοπω, δια να φωτιζη ο Θεος ημων τους οφθαλμους ημων, και να δωση εις ημας μικραν αναψυχην εν τη δουλεια ημων.
9 Conciossiachè noi siamo servi; ma l’Iddio nostro non ci ha abbandonati nella nostra servitù; anzi ha fatto che abbiam trovata benignità appo i re di Persia, per darci qualche ristoro, affin di rimettere in piè la Casa dell’Iddio nostro, e ristorar le sue ruine, e darci un chiuso in Giuda ed in Gerusalemme.9 Διοτι δουλοι ημεθα? και εν τη δουλεια ημων δεν εγκατελιπεν ημας ο Θεος ημων, αλλ' ηυδοκησε να ευρωμεν ελεος ενωπιον των βασιλεων της Περσιας, ωστε να δωση εις ημας αναψυχην, δια να ανεγειρωμεν τον οικον του Θεου ημων και να ανορθωσωμεν τας ερημωσεις αυτου, και να δωση εις ημας περιτειχισμα εν Ιουδα και εν Ιερουσαλημ.
10 Ma ora, o Dio nostro, che diremo noi dopo queste cose? conciossiachè noi abbiamo lasciati i tuoi comandamenti,10 Αλλα τωρα, Θεε ημων, τι θελομεν ειπει μετα ταυτα; διοτι εγκατελιπομεν τα προσταγματα σου,
11 i quali tu desti per mano de’ tuoi servitori profeti, dicendo: Il paese, nel quale voi entrate per possederlo, è un paese immondo per l’immondizia de’ popoli di que’ paese, nelle loro abbominazioni, delle quali l’hanno riempiuto, da un capo all’altro, con le lor contaminazioni.11 τα οποια προσεταξας δια χειρος των δουλων σου των προφητων, λεγων, Η γη, εις την οποιαν εισερχεσθε δια να κληρονομησητε αυτην, ειναι γη μεμολυσμενη με τον μολυσμον των λαων των τοπων, με τα βδελυγματα αυτων, οιτινες εγεμισαν αυτην, απ' ακρου εως ακρου, απο των ακαθαρσιων αυτων.
12 Ora dunque, non date le vostre figliuole a’ lor figliuoli; e non prendete le lor figliuole per li vostri figliuoli; e non procacciate giammai in perpetuo nè la pace, nè il ben loro; acciocchè siate fortificati, e mangiate i beni del paese, e lasciate quello per eredità a’ vostri figliuoli in perpetuo.12 Τωρα λοιπον τας θυγατερας σας μη διδετε εις τους υιους αυτων, και τας θυγατερας αυτων μη λαμβανετε εις τους υιους σας, και μη ζητειτε ποτε την ειρηνην αυτων η την ευτυχιαν αυτων, δια να κραταιωθητε και να τρωγητε τα αγαθα της γης, και να αφησητε αυτην κληρονομιαν εις τους υιους σας δια παντος.
13 Ora, dopo tutte le cose che ci son sopraggiunte per le nostre opere malvage, e per le nostre gran colpe benchè, o Dio nostro, tu ti sii rattenuto disotto della nostra iniquità, e ci abbi dato un tal rimanente, quale è questo,13 Και μετα παντα τα επελθοντα εφ' ημας ενεκα των πραξεων των πονηρων ημων, και της παραβασεως ημων της μεγαλης, αφου συ, Θεε ημων, εκρατηθης κατω της αξιας των ανομιων ημων, και εδωκας εις ημας ελευθερωσιν τοιαυτην,
14 torneremmo noi a rompere i tuoi comandamenti, e ad imparentarci co’ popoli dati a queste abbominazioni? non ti adireresti tu contro a noi fino all’estremo, talchè non vi sarebbe più nè rimanente, nè scampo alcuno?14 πρεπει ημεις να αθετησωμεν παλιν τα προσταγματα σου, και να συμπενθερευσωμεν με τον λαον των βδελυγματων τουτων; δεν ηθελες οργισθη καθ' ημων, εωσου συντελεσης ημας, ωστε να μη μεινη υπολοιπον η σεσωσμενον;
15 Signore Iddio d’Israele, tu sei giusto; conciossiachè noi siamo rimasti alcun residuo, come si vede al dì d’oggi; eccoci davanti a te con la nostra colpa; perciocchè altrimenti sarebbe impossibile di durare davanti alla tua faccia per questo15 Κυριε Θεε του Ισραηλ, δικαιος εισαι διοτι εμειναμεν σεσωσμενοι, ως την ημεραν ταυτην? ιδου, ενωπιον σου ειμεθα με τας παραβασεις ημων διοτι δεν ητο δυνατον ενεκα τουτων να σταθωμεν ενωπιον σου.