1 Nikt nie poślubi żony swego ojca i nie odkryje brzegu płaszcza ojca swego. | 1 ου λημψεται ανθρωπος την γυναικα του πατρος αυτου και ουκ αποκαλυψει συγκαλυμμα του πατρος αυτου |
2 Nikt, kto ma zgniecione jądra lub odcięty członek, nie wejdzie do zgromadzenia Pana. | 2 ουκ εισελευσεται θλαδιας και αποκεκομμενος εις εκκλησιαν κυριου |
3 Nie wejdzie syn nieprawego łoża do zgromadzenia Pana, nawet w dziesiątym pokoleniu nie wejdzie do zgromadzenia Pana. | 3 ουκ εισελευσεται εκ πορνης εις εκκλησιαν κυριου |
4 Nie wejdzie Ammonita i Moabita do zgromadzenia Pana, nawet w dziesiątym pokoleniu; nie wejdzie do zgromadzenia Pana na wieki, | 4 ουκ εισελευσεται αμμανιτης και μωαβιτης εις εκκλησιαν κυριου και εως δεκατης γενεας ουκ εισελευσεται εις εκκλησιαν κυριου και εως εις τον αιωνα |
5 za to, że nie wyszli oni ku wam na drogę z chlebem i wodą, gdyście szli z Egiptu i jeszcze opłacili przeciwko tobie Balaama, syna Beora, z Petor w Aram-Naharaim, aby cię przeklinał. | 5 παρα το μη συναντησαι αυτους υμιν μετα αρτων και υδατος εν τη οδω εκπορευομενων υμων εξ αιγυπτου και οτι εμισθωσαντο επι σε τον βαλααμ υιον βεωρ εκ της μεσοποταμιας καταρασασθαι σε |
6 Lecz Pan, Bóg twój, nie chciał słuchać Balaama, i Pan, Bóg twój, zamienił przekleństwo względem ciebie na błogosławieństwo, bo Pan, Bóg twój, umiłował ciebie. | 6 και ουκ ηθελησεν κυριος ο θεος σου εισακουσαι του βαλααμ και μετεστρεψεν κυριος ο θεος σου τας καταρας εις ευλογιαν οτι ηγαπησεν σε κυριος ο θεος σου |
7 Nie będziesz się starał o ich szczęście ani o ich powodzenie, jak długo będziesz żył. | 7 ου προσαγορευσεις ειρηνικα αυτοις και συμφεροντα αυτοις πασας τας ημερας σου εις τον αιωνα |
8 Nie będziesz się brzydził Edomitą, bo jest twoim bratem, ani Egipcjaninem, bo przybyszem byłeś w jego kraju. | 8 ου βδελυξη ιδουμαιον οτι αδελφος σου εστιν ου βδελυξη αιγυπτιον οτι παροικος εγενου εν τη γη αυτου |
9 W trzecim pokoleniu jego potomkowie mogą być dopuszczeni do zgromadzenia Pana. | 9 υιοι εαν γενηθωσιν αυτοις γενεα τριτη εισελευσονται εις εκκλησιαν κυριου |
10 Gdy wyjdziesz rozbić namioty naprzeciw twego wroga, będziesz się wystrzegał wszelkiego zła. | 10 εαν δε εξελθης παρεμβαλειν επι τους εχθρους σου και φυλαξη απο παντος ρηματος πονηρου |
11 Jeśli się znajdzie wśród ciebie człowiek nieczysty z powodu zmazy nocnej, wyjdzie z obozu i do obozu twego nie wróci. | 11 εαν η εν σοι ανθρωπος ος ουκ εσται καθαρος εκ ρυσεως αυτου νυκτος και εξελευσεται εξω της παρεμβολης και ουκ εισελευσεται εις την παρεμβολην |
12 Pod wieczór wymyje się, a o zachodzie słońca może wrócić do obozu. | 12 και εσται το προς εσπεραν λουσεται το σωμα αυτου υδατι και δεδυκοτος ηλιου εισελευσεται εις την παρεμβολην |
13 Będziesz miał miejsce poza obozem i tam poza obóz będziesz wychodził. | 13 και τοπος εσται σοι εξω της παρεμβολης και εξελευση εκει εξω |
14 Zaopatrzysz się w kołek, a gdy wyjdziesz na zewnątrz, wydrążysz nim dołek, a wracając przykryjesz to, czegoś się pozbył, | 14 και πασσαλος εσται σοι επι της ζωνης σου και εσται οταν διακαθιζανης εξω και ορυξεις εν αυτω και επαγαγων καλυψεις την ασχημοσυνην σου εν αυτω |
15 gdyż Pan, Bóg twój, przechadza się po twoim obozie, aby chronić ciebie, a wrogów na łup twój wydać. Stąd obóz twój musi być święty. Pan nie może w nim ujrzeć nic odrażającego, aby się nie odwrócił od ciebie. | 15 οτι κυριος ο θεος σου εμπεριπατει εν τη παρεμβολη σου εξελεσθαι σε και παραδουναι τον εχθρον σου προ προσωπου σου και εσται η παρεμβολη σου αγια και ουκ οφθησεται εν σοι ασχημοσυνη πραγματος και αποστρεψει απο σου |
16 Nie wydasz panu niewolnika, który się schroni u ciebie przed swoim właścicielem. | 16 ου παραδωσεις παιδα τω κυριω αυτου ος προστεθειται σοι παρα του κυριου αυτου |
17 Z tobą będzie przebywał, w twym kraju, w miejscu, które sobie wybierze, w jednym z twoich miast, gdzie będzie się czuł dobrze; nie będziesz go dręczył. | 17 μετα σου κατοικησει εν υμιν κατοικησει εν παντι τοπω ου εαν αρεση αυτω ου θλιψεις αυτον |
18 Nie będzie nierządnicy sakralnej wśród córek Izraela ani mężczyzn uprawiających nierząd sakralny wśród synów Izraela. | 18 ουκ εσται πορνη απο θυγατερων ισραηλ και ουκ εσται πορνευων απο υιων ισραηλ ουκ εσται τελεσφορος απο θυγατερων ισραηλ και ουκ εσται τελισκομενος απο υιων ισραηλ |
19 Nie zaniesiesz do domu Pana, Boga twego, zarobku nierządnicy, jak i zapłaty dla psa, jako rzeczy ofiarowanej ślubem. Tak jednym, jak i drugim brzydzi się Pan, Bóg twój. | 19 ου προσοισεις μισθωμα πορνης ουδε αλλαγμα κυνος εις τον οικον κυριου του θεου σου προς πασαν ευχην οτι βδελυγμα κυριω τω θεω σου εστιν και αμφοτερα |
20 Nie będziesz żądał od brata swego odsetek z pieniędzy, z żywności ani odsetek z czegokolwiek, co się pożycza na procent. | 20 ουκ εκτοκιεις τω αδελφω σου τοκον αργυριου και τοκον βρωματων και τοκον παντος πραγματος ου αν εκδανεισης |
21 Od obcego możesz się domagać, ale od brata nie będziesz żądał odsetek, aby ci Pan, Bóg twój, błogosławił we wszystkim, do czego rękę przyłożysz w ziemi, którą idziesz posiąść. | 21 τω αλλοτριω εκτοκιεις τω δε αδελφω σου ουκ εκτοκιεις ινα ευλογηση σε κυριος ο θεος σου εν πασι τοις εργοις σου επι της γης εις ην εισπορευη εκει κληρονομησαι αυτην |
22 Jeśli złożysz ślub Panu, Bogu swemu, nie będziesz się ociągał z jego wypełnieniem, gdyż Pan, Bóg twój, będzie się tego domagał od ciebie, a na tobie będzie ciążył grzech. | 22 εαν δε ευξη ευχην κυριω τω θεω σου ου χρονιεις αποδουναι αυτην οτι εκζητων εκζητησει κυριος ο θεος σου παρα σου και εσται εν σοι αμαρια |
23 Jeśli się wstrzymasz od ślubowania, nie będzie grzech ciążył na tobie, | 23 εαν δε μη θελης ευξασθαι ουκ εστιν εν σοι αμαρτια |
24 lecz co z ust twych już wyszło, tego strzeż i wypełnij ślub, który twe usta złożyły jako dar dobrowolny Panu, Bogu twemu. | 24 τα εκπορευομενα δια των χειλεων σου φυλαξη και ποιησεις ον τροπον ευξω κυριω τω θεω σου δομα ο ελαλησας τω στοματι σου |
25 Gdy wejdziesz do winnicy swego bliźniego, możesz zjeść winogron do syta, ile zechcesz; lecz do swego koszyka nie weźmiesz. | 25 εαν δε εισελθης εις αμητον του πλησιον σου και συλλεξεις εν ταις χερσιν σου σταχυς και δρεπανον ου μη επιβαλης επι τον αμητον του πλησιον σου |
26 Gdy wejdziesz do zboża bliźniego swego, ręką możesz zrywać kłosy, lecz sierpa nie przyłożysz do zboża swego bliźniego. | 26 εαν δε εισελθης εις τον αμπελωνα του πλησιον σου φαγη σταφυλην οσον ψυχην σου εμπλησθηναι εις δε αγγος ουκ εμβαλεις |