1 Lo giusto perisce, e non è chi pensi nel suo cuore; e li uomini della misericordia sono ricolti, però che non è chi c' intenda; e lo giusto perisce, (cioè Cristo, lo quale morì per noi, e non è chi ne pensi nel suo cuore, e li uomini della misericordia, cioè li apostoli, li quali furono mandati a noi, per la misericordia, a predicare e a narrare la fede di Cristo). | 1 Ο δικαιος αποθνησκει και ουδεις βαλλει τουτο εν τη καρδια αυτου? και οι ανδρες ελεους συλλεγονται, χωρις να εννοη τις, αν ο δικαιος συλλεγεται απ' εμπροσθεν της κακιας. |
2 Venga la pace; e riposisi nel suo letto, il quale andò e fu uomo di dirittura. (Per la pace s'intende Cristo, il quale fu tutto pacifico e diritto). | 2 Θελει εισελθει εις ειρηνην? οι περιπατουντες εν τη ευθυτητι αυτων, θελουσιν αναπαυθη εν ταις κλιναις αυτων. |
3 Ma voi venite qua, figliuoli della indovinatrice, che siete seme dello adultero e della fornicazione; (e ditemi:) | 3 Σεις δε οι υιοι της μαγισσης, σπερμα μοιχου και πορνης, πλησιασατε εδω. |
4 Sopra cui avete fatto schernimento, e sopra cui si ampiaste la bocca e metteste fuori la lingua? or non siete voi figliuoli dello scellerato, e (siete) seme bugiardo? | 4 Κατα τινος εντρυφατε; κατα τινος επλατυνατε το στομα, εξετεινατε την γλωσσαν; δεν εισθε τεκνα ανομιας, σπερμα ψευδους, |
5 Li quali avete la vostra consolazione nelli iddii, e offerite li vostri piccolini figliuoli sotto ad ogni arboro fronduto, (nelli fossatelli e) sotto le grandi pietre, soprastandovi nella parte del torrente? | 5 φλογιζομενοι με τα ειδωλα υπο παν δενδρον πρασινον, σφαζοντες τα τεκνα εν ταις φαραγξιν, υπο τους κρημνους των βραχων; |
6 La tua parte si è nelli nuvoli, e questa è la tua natura; e a coloro (desti e) spargesti lo sacrificio, e offeristi l'offerta. Or (non averò io indignazione sopra tutte queste cose? | 6 Η μερις σου ειναι μεταξυ των χαλικων των χειμαρρων? ουτοι, ουτοι ειναι η κληρονομια σου? και εις αυτους εξεχεας σπονδας, προσεφερες προσφοραν εξ αλφιτων? εις ταυτα θελω ευαρεστηθη; |
7 Tu ponesti lo tuo letto sopra ogni grande e alto monte, e quivi salisti acciò che tu offerissi ivi le tue ostie. | 7 Επι ορους υψηλου και μετεωρου εβαλες την κλινην σου? και εκει ανεβης δια να προσφερης θυσιαν. |
8 E dopo l'uscio, di dietro ponesti lo tuo memoriale; però che ti scopristi a lato a me, e ricevesti l'adultero; allargasti lo tuo letto, e facesti con loro lo patto, e amasti lo loro letto colla mano aperta. | 8 Και οπισω των θυρων και των παραστατων εστησας το μνημοσυνον σου? διοτι εξεσκεπασας σεαυτην αποστατησασα απ' εμου και ανεβης? επλατυνας την κλινην σου και συνεφωνησας μετ' εκεινων? ηγαπησας την κλινην αυτων, εξελεξας τους τοπους? |
9 E adornasti te d' unguento regale, e moltiplicasti li tuoi lisciamenti (e li tuoi ornamenti varii). Mandasti li tuoi messaggi alla lunga (cioè a offerire), e seiti adumiliata (cioè messa a ogni miseria) insino alle estreme cose. | 9 υπηγες μαλιστα προς τον βασιλεα με χρισματα και ηυξησας τα αρωματα σου και απεστειλας μακραν τους πρεσβεις σου και εταπεινωσας σεαυτην μεχρις αδου. |
10 Tu ti faticasti nella moltitudine della tua via, e non dicesti: io poserò; tu trovasti la vita alla tua mano, e però non pregasti. | 10 Εκοπιασας εις το μακρος της οδου σου? και δεν ειπας, εις ματην κοπιαζω? ευρηκας το ζην δια της χειρος σου? δια τουτο δεν απεκαμες. |
11 E tu, (misera) sollecita, per chi temesti, però. che hai mentito, e non ti ricordasti di me, e non pensasti nel tuo cuore? Chè io son stato tacito, e quasi non vedente, e hai tu dimenticato me. | 11 Και τινα επτοηθης η εφοβηθης, ωστε να ψευσθης και να μη με ενθυμηθης μηδε να θεσης τουτο εν τη καρδια σου; δεν ειναι, διοτι εγω εσιωπησα, μαλιστα προ πολλου, δια τουτο συ δεν με εφοβηθης; |
12 Io annunzierò la tua giustizia, e le tue opere non faranno prode a te. | 12 Εγω θελω απαγγειλει την δικαιοσυνην σου και τα εργα σου? ομως δεν θελουσι σε ωφελησει. |
13 Conciosia cosa che tu abbi gridato, allora vogli che li tuoi raccolti lìberino te; e tutti quelli (torrà e) porterà via lo vento; ma coloro, i quali hanno fidanza di me, erediteranno [la terra], e possederanno lo mio santo monte. | 13 Οταν αναβοησης, ας σε ελευθερωσωσιν οι συνηγμενοι σου? αλλ' ο ανεμος θελει αφαρπασει παντας αυτους? η ματαιοτης θελει λαβει αυτους? ο ελπιζων ομως επ' εμε θελει κληρονομησει την γην και αποκτησει το αγιον μου ορος. |
14 E io dirò fateli la via e dateli l'andare, partitevi del sentiere e togliete via l' offensione della via del populo mio. | 14 Και θελω ειπει, Υψωσατε, υψωσατε, ετοιμασατε την οδον, εκβαλετε το προσκομμα απο της οδου του λαου μου. |
15 Però che questo dice lo Signore alto e grande, il quale abita la eternitade; il suo santo nome istà in alto, e abita nel santo luogo, e con umile e contrito spirito, acciò ch' egli dia vita allo spirito ... de' contriti. | 15 Διοτι ουτω λεγει ο Υψιστος και ο Υπερτατος, ο κατοικων την αιωνιοτητα, του οποιου το ονομα ειναι Ο Αγιος? Εγω κατοικω εν υψηλοις και εν αγιω τοπω? και μετα του συντετριμμενου την καρδιαν και του ταπεινου το πνευμα, δια να ζωοποιω το πνευμα των ταπεινων και να ζωοποιω την καρδιαν των συντετριμμενων. |
16 Però ch' io non combatterò in sempiterno, e non mi adirerò insino alla fine; però che lo spirito uscirà fuori dalla mia faccia, e io farò li fiati. | 16 Διοτι δεν θελω δικολογει αιωνιως ουδε θελω εισθαι παντοτε ωργισμενος? επειδη τοτε ηθελον εκλειψει απ' εμπροσθεν μου το πνευμα και αι ψυχαι τας οποιας εκαμον. |
17 E io mi sono adirato per la malvagitade della sua avarizia, e percossilo; e io nascosi a te la mia faccia, e sono indegnato (fortemente); e lo svagato andò pure per la via del suo cuore. | 17 Δια την ανομιαν της αισχροκερδειας αυτου ωργισθην και επαταξα αυτον? εκρυψα το προσωπον μου και ωργισθην? αλλα αυτος ηκολουθησε πεισματωδως την οδον της καρδιας αυτου. |
18 Io vidi le sue vie, e lo sanai e rimenai, e rendiedi le sue consolazioni a lui e alli suoi dolenti. | 18 Ειδον τας οδους αυτου και θελω ιατρευσει αυτον? και θελω οδηγησει αυτον και δωσει παλιν παρηγοριας εις αυτον και εις τους τεθλιμμενους αυτου. |
19 Io creai la pace, frutto delle labbra; e diedi pace a colui il quale è dalla lunga, e a colui che è appresso, così disse Iddio, e diedigli sanitade. | 19 Εγω δημιουργω τον καρπον των χειλεων? ειρηνην, ειρηνην, εις τον μακραν και εις τον πλησιον, λεγει Κυριος? και θελω ιατρευσει αυτον. |
20 Ma li malvagi sono sì come è il mare tempestoso, il quale non si puote posare; e la sua onda rendendo venne in conculcazione e pianto. | 20 Οι δε ασεβεις ειναι ως η τεταραγμενη θαλασσα, οταν δεν δυναται να ησυχαση? και τα κυματα αυτης εκριπτουσι καταπατημα και πηλον. |
21 E lo dice lo Signore Iddio, che niuno malvagio (spietato) mai puote avere pace. | 21 Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει ο Θεος μου. |