SCRUTATIO

Venerdi, 19 dicembre 2025 - Santi Dario, Zosimo, Paolo e Secondo di Nicea ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 41


font
LXXBiblia Tysiąclecia
1 ουχ εορακας αυτον ουδε επι τοις λεγομενοις τεθαυμακας1 Zawiedzie twoja nadzieja, bo już sam jego widok przeraża.
2 ου δεδοικας οτι ητοιμασται μοι τις γαρ εστιν ο εμοι αντιστας2 Kto się ośmieli go zbudzić? Któż mu wystąpi naprzeciw?
3 η τις αντιστησεται μοι και υπομενει ει πασα η υπ' ουρανον εμη εστιν3 Kto się odważy go dotknąć bezkarnie? - Nikt zgoła pod całym niebem.
4 ου σιωπησομαι δι' αυτον και λογον δυναμεως ελεησει τον ισον αυτου4 Głosu jego nie zdołam przemilczeć, o sile wiem - niezrównana.
5 τις αποκαλυψει προσωπον ενδυσεως αυτου εις δε πτυξιν θωρακος αυτου τις αν εισελθοι5 Czy odchyli kto brzeg pancerza i podejdzie z podwójnym wędzidłem?
6 πυλας προσωπου αυτου τις ανοιξει κυκλω οδοντων αυτου φοβος6 Czy otworzy mu paszczy podwoje? - Strasznie jest spojrzeć mu w zęby.
7 τα εγκατα αυτου ασπιδες χαλκειαι συνδεσμος δε αυτου ωσπερ σμιριτης λιθος7 Grzbiet ma jak płyty u tarczy, spojone jakby pieczęcią.
8 εις του ενος κολλωνται πνευμα δε ου μη διελθη αυτον8 Mocno ze sobą złączone, powietrze nawet nie przejdzie.
9 ανηρ τω αδελφω αυτου προσκολληθησεται συνεχονται και ου μη αποσπασθωσιν9 Tak jedna przylega do drugiej, że nie można rozluźnić połączeń.
10 εν πταρμω αυτου επιφαυσκεται φεγγος οι δε οφθαλμοι αυτου ειδος εωσφορου10 Jego kichanie olśniewa blaskiem, oczy - jak powieki zorzy:
11 εκ στοματος αυτου εκπορευονται λαμπαδες καιομεναι και διαρριπτουνται εσχαραι πυρος11 z ust mu płomienie buchają, sypią się iskry ogniste.
12 εκ μυκτηρων αυτου εκπορευεται καπνος καμινου καιομενης πυρι ανθρακων12 Dym wydobywa się z nozdrzy, jak z kotła pełnego wrzątku.
13 η ψυχη αυτου ανθρακες φλοξ δε εκ στοματος αυτου εκπορευεται13 Oddechem rozpala węgle, z paszczy tryska mu ogień.
14 εν δε τραχηλω αυτου αυλιζεται δυναμις εμπροσθεν αυτου τρεχει απωλεια14 W szyi się kryje jego potęga, przed nim skacząc biegnie przestrach,
15 σαρκες δε σωματος αυτου κεκολληνται καταχεει επ' αυτον ου σαλευθησεται15 części ciała spojone, jakby ulane, nieporuszone.
16 η καρδια αυτου πεπηγεν ως λιθος εστηκεν δε ωσπερ ακμων ανηλατος16 Serce ma twarde jak skała, jak dolny kamień młyński.
17 στραφεντος δε αυτου φοβος θηριοις τετραποσιν επι γης αλλομενοις17 Gdy wstaje, mocni drżą ze strachu i przerażeni tracą przytomność.
18 εαν συναντησωσιν αυτω λογχαι ουδεν μη ποιησωσιν δορυ επηρμενον και θωρακα18 Bo cięcie mieczem bez skutku, jak dzida, strzała czy oszczep.
19 ηγηται μεν γαρ σιδηρον αχυρα χαλκον δε ωσπερ ξυλον σαθρον19 Dla niego żelazo - to plewy, brąz - niby drzewo zbutwiałe.
20 ου μη τρωση αυτον τοξον χαλκειον ηγηται μεν πετροβολον χορτον20 Nie płoszy go strzała z łuku, kamień z procy jest źdźbłem dla niego.
21 ως καλαμη ελογισθησαν σφυραι καταγελα δε σεισμου πυρφορου21 Dla niego źdźbłem maczuga, śmieje się z dzidy lecącej.
22 η στρωμνη αυτου οβελισκοι οξεις πας δε χρυσος θαλασσης υπ' αυτον ωσπερ πηλος αμυθητος22 Pod nim są ostre skorupy, ślad jakby wału zostawia na błocie.
23 αναζει την αβυσσον ωσπερ χαλκειον ηγηται δε την θαλασσαν ωσπερ εξαλειπτρον23 Głębię wód wzburzy jak kocioł, na wrzątek ją zdoła przemienić.
24 τον δε ταρταρον της αβυσσου ωσπερ αιχμαλωτον ελογισατο αβυσσον εις περιπατον24 Za nim smuga się świeci na wodzie, topiel podobna do siwizny.
25 ουκ εστιν ουδεν επι της γης ομοιον αυτω πεποιημενον εγκαταπαιζεσθαι υπο των αγγελων μου25 Nie ma mu równego na ziemi, uczyniono go nieustraszonym:
26 παν υψηλον ορα αυτος δε βασιλευς παντων των εν τοις υδασιν26 Każde mocne zwierzę się lęka jego, króla wszystkich stworzeń.