| 1 ουχ εορακας αυτον ουδε επι τοις λεγομενοις τεθαυμακας | 1 Zawiedzie twoja nadzieja, bo już sam jego widok przeraża. |
| 2 ου δεδοικας οτι ητοιμασται μοι τις γαρ εστιν ο εμοι αντιστας | 2 Kto się ośmieli go zbudzić? Któż mu wystąpi naprzeciw? |
| 3 η τις αντιστησεται μοι και υπομενει ει πασα η υπ' ουρανον εμη εστιν | 3 Kto się odważy go dotknąć bezkarnie? - Nikt zgoła pod całym niebem. |
| 4 ου σιωπησομαι δι' αυτον και λογον δυναμεως ελεησει τον ισον αυτου | 4 Głosu jego nie zdołam przemilczeć, o sile wiem - niezrównana. |
| 5 τις αποκαλυψει προσωπον ενδυσεως αυτου εις δε πτυξιν θωρακος αυτου τις αν εισελθοι | 5 Czy odchyli kto brzeg pancerza i podejdzie z podwójnym wędzidłem? |
| 6 πυλας προσωπου αυτου τις ανοιξει κυκλω οδοντων αυτου φοβος | 6 Czy otworzy mu paszczy podwoje? - Strasznie jest spojrzeć mu w zęby. |
| 7 τα εγκατα αυτου ασπιδες χαλκειαι συνδεσμος δε αυτου ωσπερ σμιριτης λιθος | 7 Grzbiet ma jak płyty u tarczy, spojone jakby pieczęcią. |
| 8 εις του ενος κολλωνται πνευμα δε ου μη διελθη αυτον | 8 Mocno ze sobą złączone, powietrze nawet nie przejdzie. |
| 9 ανηρ τω αδελφω αυτου προσκολληθησεται συνεχονται και ου μη αποσπασθωσιν | 9 Tak jedna przylega do drugiej, że nie można rozluźnić połączeń. |
| 10 εν πταρμω αυτου επιφαυσκεται φεγγος οι δε οφθαλμοι αυτου ειδος εωσφορου | 10 Jego kichanie olśniewa blaskiem, oczy - jak powieki zorzy: |
| 11 εκ στοματος αυτου εκπορευονται λαμπαδες καιομεναι και διαρριπτουνται εσχαραι πυρος | 11 z ust mu płomienie buchają, sypią się iskry ogniste. |
| 12 εκ μυκτηρων αυτου εκπορευεται καπνος καμινου καιομενης πυρι ανθρακων | 12 Dym wydobywa się z nozdrzy, jak z kotła pełnego wrzątku. |
| 13 η ψυχη αυτου ανθρακες φλοξ δε εκ στοματος αυτου εκπορευεται | 13 Oddechem rozpala węgle, z paszczy tryska mu ogień. |
| 14 εν δε τραχηλω αυτου αυλιζεται δυναμις εμπροσθεν αυτου τρεχει απωλεια | 14 W szyi się kryje jego potęga, przed nim skacząc biegnie przestrach, |
| 15 σαρκες δε σωματος αυτου κεκολληνται καταχεει επ' αυτον ου σαλευθησεται | 15 części ciała spojone, jakby ulane, nieporuszone. |
| 16 η καρδια αυτου πεπηγεν ως λιθος εστηκεν δε ωσπερ ακμων ανηλατος | 16 Serce ma twarde jak skała, jak dolny kamień młyński. |
| 17 στραφεντος δε αυτου φοβος θηριοις τετραποσιν επι γης αλλομενοις | 17 Gdy wstaje, mocni drżą ze strachu i przerażeni tracą przytomność. |
| 18 εαν συναντησωσιν αυτω λογχαι ουδεν μη ποιησωσιν δορυ επηρμενον και θωρακα | 18 Bo cięcie mieczem bez skutku, jak dzida, strzała czy oszczep. |
| 19 ηγηται μεν γαρ σιδηρον αχυρα χαλκον δε ωσπερ ξυλον σαθρον | 19 Dla niego żelazo - to plewy, brąz - niby drzewo zbutwiałe. |
| 20 ου μη τρωση αυτον τοξον χαλκειον ηγηται μεν πετροβολον χορτον | 20 Nie płoszy go strzała z łuku, kamień z procy jest źdźbłem dla niego. |
| 21 ως καλαμη ελογισθησαν σφυραι καταγελα δε σεισμου πυρφορου | 21 Dla niego źdźbłem maczuga, śmieje się z dzidy lecącej. |
| 22 η στρωμνη αυτου οβελισκοι οξεις πας δε χρυσος θαλασσης υπ' αυτον ωσπερ πηλος αμυθητος | 22 Pod nim są ostre skorupy, ślad jakby wału zostawia na błocie. |
| 23 αναζει την αβυσσον ωσπερ χαλκειον ηγηται δε την θαλασσαν ωσπερ εξαλειπτρον | 23 Głębię wód wzburzy jak kocioł, na wrzątek ją zdoła przemienić. |
| 24 τον δε ταρταρον της αβυσσου ωσπερ αιχμαλωτον ελογισατο αβυσσον εις περιπατον | 24 Za nim smuga się świeci na wodzie, topiel podobna do siwizny. |
| 25 ουκ εστιν ουδεν επι της γης ομοιον αυτω πεποιημενον εγκαταπαιζεσθαι υπο των αγγελων μου | 25 Nie ma mu równego na ziemi, uczyniono go nieustraszonym: |
| 26 παν υψηλον ορα αυτος δε βασιλευς παντων των εν τοις υδασιν | 26 Każde mocne zwierzę się lęka jego, króla wszystkich stworzeń. |