| 1 ετους ενος και πεντηκοστου και εκατοστου εξηλθεν δημητριος ο του σελευκου εκ ρωμης και ανεβη συν ανδρασιν ολιγοις εις πολιν παραθαλασσιαν και εβασιλευσεν εκει | 1 W roku sto pięćdziesiątym pierwszym Demetriusz, syn Seleukosa, wyruszył z Rzymu z niewielką liczbą wojska. Wylądował w nadmorskim mieście i jako król zaczął tam panować. |
| 2 και εγενετο ως εισεπορευετο εις οικον βασιλειας πατερων αυτου και συνελαβον αι δυναμεις τον αντιοχον και τον λυσιαν αγαγειν αυτους αυτω | 2 Gdy wszedł do królewskiego pałacu swoich przodków, wojska pochwyciły Antiocha i Lizjasza, aby ich przyprowadzić do niego. |
| 3 και εγνωσθη αυτω το πραγμα και ειπεν μη μοι δειξητε τα προσωπα αυτων | 3 Kiedy doniesiono mu o tym, powiedział: Nie pokazujcie mi ich twarzy! |
| 4 και απεκτειναν αυτους αι δυναμεις και εκαθισεν δημητριος επι θρονου βασιλειας αυτου | 4 Wojsko więc zamordowało ich, a Demetriusz zasiadł na tronie swego królestwa. |
| 5 και ηλθον προς αυτον παντες ανδρες ανομοι και ασεβεις εξ ισραηλ και αλκιμος ηγειτο αυτων βουλομενος ιερατευειν | 5 Wtedy wszyscy wiarołomni i bezbożni spomiędzy Izraela przybyli do niego, a przywódcą ich był Alkimos, który chciał osiągnąć godność arcykapłana. |
| 6 και κατηγορησαν του λαου προς τον βασιλεα λεγοντες απωλεσεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου παντας τους φιλους σου και ημας εσκορπισεν απο της γης ημων | 6 Tak oskarżyli oni naród przed królem: Juda razem ze swoimi braćmi zgładził wszystkich twoich przyjaciół, a nas wypędził z ojczystego kraju. |
| 7 νυν ουν αποστειλον ανδρα ω πιστευεις και πορευθεις ιδετω την εξολεθρευσιν πασαν ην εποιησεν ημιν και τη χωρα του βασιλεως και κολασατω αυτους και παντας τους επιβοηθουντας αυτοις | 7 Poślij więc teraz jakiegoś swojego zaufanego, niech on się tam uda i naocznie się przekona o ogromnej krzywdzie, jaką wyrządził nam i królewskiemu krajowi, i niech ukarze ich razem z tymi wszystkimi, którzy im pomagają. |
| 8 και επελεξεν ο βασιλευς τον βακχιδην των φιλων του βασιλεως κυριευοντα εν τω περαν του ποταμου και μεγαν εν τη βασιλεια και πιστον τω βασιλει | 8 Król wybrał Bakchidesa, jednego z królewskich przyjaciół, który władzę swą wykonywał za Rzeką, a będąc wpływowym człowiekiem w państwie, oddany był królowi. |
| 9 και απεστειλεν αυτον και αλκιμον τον ασεβη και εστησεν αυτω την ιερωσυνην και ενετειλατο αυτω ποιησαι την εκδικησιν εν τοις υιοις ισραηλ | 9 Jego to wysłał razem z bezbożnym Alkimosem, któremu przyznał godność kapłańską, i nakazał pomstę na synach Izraela. |
| 10 και απηρον και ηλθον μετα δυναμεως πολλης εις γην ιουδα και απεστειλεν αγγελους προς ιουδαν και τους αδελφους αυτου λογοις ειρηνικοις μετα δολου | 10 Wyruszywszy, przybyli wraz z licznym wojskiem do ziemi judzkiej. Stamtąd wysłał poselstwo do Judy i do jego braci, podstępnie używając słów pokojowych. |
| 11 και ου προσεσχον τοις λογοις αυτων ειδον γαρ οτι ηλθαν μετα δυναμεως πολλης | 11 Oni jednak nie uwierzyli ich słowom. Widzieli bowiem, że przybyli z licznym wojskiem. |
| 12 και επισυνηχθησαν προς αλκιμον και βακχιδην συναγωγη γραμματεων εκζητησαι δικαια | 12 U Alkimosa i Bakchidesa zebrało się zgromadzenie uczonych w Piśmie, aby naradzić się nad tym, co jest słuszne. |
| 13 και πρωτοι οι ασιδαιοι ησαν εν υιοις ισραηλ και επεζητουν παρ' αυτων ειρηνην | 13 Pierwsi spomiędzy synów Izraela asydejczycy starali się o to, żeby z nimi zawrzeć pokój. |
| 14 ειπον γαρ ανθρωπος ιερευς εκ σπερματος ααρων ηλθεν εν ταις δυναμεσιν και ουκ αδικησει ημας | 14 Mówili bowiem: Razem z wojskiem przyszedł przecież arcykapłan z rodu Aarona. On nam nie zrobi żadnej krzywdy. |
| 15 και ελαλησεν μετ' αυτων λογους ειρηνικους και ωμοσεν αυτοις λεγων ουκ εκζητησομεν υμιν κακον και τοις φιλοις υμων | 15 Rozmawiał on z nimi pokojowo i przysiągł im, zapewniając: Ani wam, ani też przyjaciołom waszym nie uczynimy nic złego. |
| 16 και ενεπιστευσαν αυτω και συνελαβεν εξ αυτων εξηκοντα ανδρας και απεκτεινεν αυτους εν ημερα μια κατα τον λογον ον εγραψεν αυτον | 16 Uwierzyli mu więc, a on rozkazał pochwycić spomiędzy nich sześćdziesięciu ludzi i zamordować ich w ciągu jednego dnia, zgodnie ze słowami Pisma: |
| 17 σαρκας οσιων σου και αιμα αυτων εξεχεαν κυκλω ιερουσαλημ και ουκ ην αυτοις ο θαπτων | 17 Ciała twych świętych porzucili, a krew ich rozlali wokoło Jeruzalem i nie było, kto by ich pochował. |
| 18 και επεπεσεν αυτων ο φοβος και ο τρομος εις παντα τον λαον οτι ειπον ουκ εστιν εν αυτοις αληθεια και κρισις παρεβησαν γαρ την στασιν και τον ορκον ον ωμοσαν | 18 Bojaźń zaś i strach padł na cały lud. Mówili bowiem: Nie ma w nim prawdy ani sprawiedliwości. Złamali bowiem umowę i przysięgę, którą złożyli. |
| 19 και απηρεν βακχιδης απο ιερουσαλημ και παρενεβαλεν εν βηθζαιθ και απεστειλεν και συνελαβεν πολλους απο των μετ' αυτου αυτομολησαντων ανδρων και τινας του λαου και εθυσεν αυτους εις το φρεαρ το μεγα | 19 Wtedy Bakchides odstąpił od Jerozolimy i rozłożył się obozem koło Bet-Zait. Tam kazał pochwycić wielu tych ludzi, którzy sami uciekli od niego, i niektórych spomiędzy ludu zamordował i wrzucił do wielkiej cysterny. |
| 20 και κατεστησεν την χωραν τω αλκιμω και αφηκεν μετ' αυτου δυναμιν του βοηθειν αυτω και απηλθεν βακχιδης προς τον βασιλεα | 20 Potem Bakchides oddał Alkimosowi władzę nad krajem i pozostawił mu wojsko do pomocy, sam zaś powrócił do króla. |
| 21 και ηγωνισατο αλκιμος περι της αρχιερωσυνης | 21 Alkimos starał się objąć władzę arcykapłańską, |
| 22 και συνηχθησαν προς αυτον παντες οι ταρασσοντες τον λαον αυτων και κατεκρατησαν γην ιουδα και εποιησαν πληγην μεγαλην εν ισραηλ | 22 do niego zaś zeszli się wszyscy, którzy ciemiężyli swój własny naród, bo zawładnęli judzką krainą i przyczynili się do wielkiej klęski Izraela. |
| 23 και ειδεν ιουδας πασαν την κακιαν ην εποιησεν αλκιμος και οι μετ' αυτου εν υιοις ισραηλ υπερ τα εθνη | 23 Gdy Juda zobaczył całe zło, którego dopuścił się Alkimos i jego zwolennicy, w większym stopniu aniżeli poganie, |
| 24 και εξηλθεν εις παντα τα ορια της ιουδαιας κυκλοθεν και εποιησεν εκδικησιν εν τοις ανδρασιν τοις αυτομολησασιν και ανεσταλησαν του εκπορευεσθαι εις την χωραν | 24 obszedł wokoło wszystkie ziemie Judei i wywarł zemstę na odstępcach, tak że nie mogli oni poruszać się po kraju. |
| 25 ως δε ειδεν αλκιμος οτι ενισχυσεν ιουδας και οι μετ' αυτου και εγνω οτι ου δυναται υποστηναι αυτους και επεστρεψεν προς τον βασιλεα και κατηγορησεν αυτων πονηρα | 25 Gdy Alkimos przekonał się, że Juda razem ze swoimi zwolennikami znów ma wiele sił, i kiedy spostrzegł, że nie będzie się mógł mu przeciwstawić, wrócił do króla i oskarżał ich o złe knowania. |
| 26 και απεστειλεν ο βασιλευς νικανορα ενα των αρχοντων αυτου των ενδοξων και μισουντα και εχθραινοντα τω ισραηλ και ενετειλατο αυτω εξαραι τον λαον | 26 Wtedy król wysłał Nikanora, jednego z najznaczniejszych swoich dowódców, który nienawidził Izraela i wrogo do niego się odnosił. Wydał mu też rozkaz, aby wytępił naród. |
| 27 και ηλθεν νικανωρ εις ιερουσαλημ δυναμει πολλη και απεστειλεν προς ιουδαν και τους αδελφους αυτου μετα δολου λογοις ειρηνικοις λεγων | 27 Nikanor zaś z licznym wojskiem przybył do Jerozolimy, a do Judy i jego braci wysłał poselstwo, podstępnie mówiąc do nich pokojowymi słowami: |
| 28 μη εστω μαχη ανα μεσον εμου και υμων ηξω εν ανδρασιν ολιγοις ινα ιδω υμων τα προσωπα μετ' ειρηνης | 28 Niech między mną a wami nie będzie żadnej wojny. Z nielicznym oddziałem przybędę, aby w pokoju zobaczyć was osobiście. |
| 29 και ηλθεν προς ιουδαν και ησπασαντο αλληλους ειρηνικως και οι πολεμιοι ετοιμοι ησαν εξαρπασαι τον ιουδαν | 29 Przybył więc do Judy i wzajemnie po przyjacielsku się pozdrowili, ale nieprzyjaciele byli w pogotowiu, aby Judę porwać. |
| 30 και εγνωσθη ο λογος τω ιουδα οτι μετα δολου ηλθεν επ' αυτον και επτοηθη απ' αυτου και ουκ εβουληθη ετι ιδειν το προσωπον αυτου | 30 Wtedy Juda dowiedział się, że przybył do niego zdradliwie. Przeląkł się więc go i nie chciał więcej się z nim widzieć. |
| 31 και εγνω νικανωρ οτι απεκαλυφθη η βουλη αυτου και εξηλθεν εις συναντησιν τω ιουδα εν πολεμω κατα χαφαρσαλαμα | 31 Nikanor zaś domyślił się, że jego zamiar został odkryty. Wystąpił więc do walki przeciwko Judzie koło Chafarsalama. |
| 32 και επεσον των παρα νικανορος ωσει πεντακοσιοι ανδρες και εφυγον εις την πολιν δαυιδ | 32 Spośród wojska Nikanora padło blisko pięciuset żołnierzy, a reszta uciekła do Miasta Dawidowego. |
| 33 και μετα τους λογους τουτους ανεβη νικανωρ εις ορος σιων και εξηλθον απο των ιερεων εκ των αγιων και απο των πρεσβυτερων του λαου ασπασασθαι αυτον ειρηνικως και δειξαι αυτω την ολοκαυτωσιν την προσφερομενην υπερ του βασιλεως | 33 Po tych wypadkach Nikanor udał się na górę Syjon. Ze świątyni spomiędzy kapłanów i spomiędzy starszych ludu wyszli niektórzy, aby pokojowo go powitać i pokazać mu całopalenie, które miało być złożone za króla |
| 34 και εμυκτηρισεν αυτους και κατεγελασεν αυτων και εμιανεν αυτους και ελαλησεν υπερηφανως | 34 On jednak wyszydził i wyśmiał ich, i znieważył. Przemówił też zarozumiale, |
| 35 και ωμοσεν μετα θυμου λεγων εαν μη παραδοθη ιουδας και η παρεμβολη αυτου εις χειρας μου το νυν και εσται εαν επιστρεψω εν ειρηνη εμπυριω τον οικον τουτον και εξηλθεν μετα θυμου μεγαλου | 35 a nawet pełen gniewu przysiągł: Jeżeli w tej chwili Juda razem ze swoim wojskiem nie zostanie wydany w moje ręce, spalę tę świątynię, gdy szczęśliwie powrócę. I wyszedł z wielkiem gniewem. |
| 36 και εισηλθον οι ιερεις και εστησαν κατα προσωπον του θυσιαστηριου και του ναου και εκλαυσαν και ειπον | 36 Wtedy kapłani powrócili, stanęli przed ołtarzem i przed przybytkiem, zaczęli płakać i modlić się: |
| 37 συ εξελεξω τον οικον τουτον επικληθηναι το ονομα σου επ' αυτου ειναι οικον προσευχης και δεησεως τω λαω σου | 37 Ty sam wybrałeś tę świątynię, aby była poświęcona Twojemu Imieniu, aby była dla Twego ludu domem modlitwy i błagania. |
| 38 ποιησον εκδικησιν εν τω ανθρωπω τουτω και εν τη παρεμβολη αυτου και πεσετωσαν εν ρομφαια μνησθητι των δυσφημιων αυτων και μη δως αυτοις μονην | 38 Dokonaj pomsty na tym człowieku i na jego wojsku. Niech zginą od miecza! Pamiętaj o ich bluźnierstwach i nie pozwól im nadal trwać! |
| 39 και εξηλθεν νικανωρ εξ ιερουσαλημ και παρενεβαλεν εν βαιθωρων και συνηντησεν αυτω δυναμις συριας | 39 Nikanor odszedł z Jerozolimy i rozłożył się obozem w Bet-Choron. Tam przyłączyło się do niego wojsko z Syrii. |
| 40 και ιουδας παρενεβαλεν εν αδασα εν τρισχιλιοις ανδρασιν και προσηυξατο ιουδας και ειπεν | 40 Juda zaś rozłożył się obozem w Adasa razem z trzema tysiącami żołnierzy i modlił się słowami: |
| 41 οι παρα του βασιλεως οτε εδυσφημησαν εξηλθεν ο αγγελος σου και επαταξεν εν αυτοις εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας | 41 Gdy bluźnili posłowie króla, wtedy anioł stanął i zabił spomiędzy nich sto osiemdziesiąt pięć tysięcy. |
| 42 ουτως συντριψον την παρεμβολην ταυτην ενωπιον ημων σημερον και γνωτωσαν οι επιλοιποι οτι κακως ελαλησεν επι τα αγια σου και κρινον αυτον κατα την κακιαν αυτου | 42 Tak samo zetrzyj to wojsko dzisiaj przed nami! Niech poznają ci, którzy pozostaną, jak strasznie zbluźnił on przeciwko Twojej świątyni; osądź go tak, jak jego złość na to zasługuje. |
| 43 και συνηψαν αι παρεμβολαι εις πολεμον τη τρισκαιδεκατη του μηνος αδαρ και συνετριβη η παρεμβολη νικανορος και επεσεν αυτος πρωτος εν τω πολεμω | 43 W trzynastym dniu miesiąca Adar wojska spotkały się w walce i wojsko Nikanora zostało starte. On sam pierwszy padł w bitwie, |
| 44 ως δε ειδεν η παρεμβολη αυτου οτι επεσεν νικανωρ ριψαντες τα οπλα εφυγον | 44 a gdy jego wojsko zobaczyło, że Nikanor zginął, porzuciwszy broń, uciekło. |
| 45 και κατεδιωκον αυτους οδον ημερας μιας απο αδασα εως του ελθειν εις γαζηρα και εσαλπιζον οπισω αυτων ταις σαλπιγξιν των σημασιων | 45 Ścigali więc ich dzień drogi od Adasa aż blisko Gezer. Wtedy na trąbach dano znak za nimi. |
| 46 και εξηλθον εκ πασων των κωμων της ιουδαιας κυκλοθεν και υπερεκερων αυτους και απεστρεφον ουτοι προς τουτους και επεσον παντες ρομφαια και ου κατελειφθη εξ αυτων ουδε εις | 46 I ze wszystkich dokoła wiosek judejskich wyszli mieszkańcy i osaczyli ich. Tamci obrócili się przeciwko nim, ale wszyscy padli od miecza i nie pozostał z nich ani jeden. |
| 47 και ελαβον τα σκυλα και την προνομην και την κεφαλην νικανορος αφειλον και την δεξιαν αυτου ην εξετεινεν υπερηφανως και ηνεγκαν και εξετειναν παρα τη ιερουσαλημ | 47 Zabrano łupy i to, co tamci zrabowali, głowę zaś Nikanora i jego prawą rękę, którą tak hardo wyciągnął, obcięli, zanieśli do Jerozolimy i zawiesili obok miasta. |
| 48 και ηυφρανθη ο λαος σφοδρα και ηγαγον την ημεραν εκεινην ημεραν ευφροσυνης μεγαλην | 48 Lud zaś bardzo się uradował, a dzień ten obchodził jako dzień wielkiej radości. |
| 49 και εστησαν του αγειν κατ' ενιαυτον την ημεραν ταυτην τη τρισκαιδεκατη του αδαρ | 49 Postanowiono też, żeby corocznie ten dzień obchodzić uroczyście dnia trzynastego Adar. |
| 50 και ησυχασεν η γη ιουδα ημερας ολιγας | 50 Na krótki czas pokój zapanował w ziemi judzkiej. |