1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων, | 1 E il Signore parlò a Mosè, e disse: |
2 Λαλησον προς τον Ααρων και προς τους υιους αυτου και προς παντας τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Ουτος ειναι ο λογος τον οποιον προσεταξεν ο Κυριος, λεγων. | 2 Parla ad Aronne, e a' suoi figliuoli, e a tutti i figliuoli d'Israele: e di' loro: Questo è il comando del Signore: egli ha detto. |
3 Οστις ανθρωπος εκ του οικου Ισραηλ σφαξη βουν η αρνιον η αιγα εν τω στρατοπεδω, η οστις σφαξη εξω του στρατοπεδου, | 3 Un uomo chiunque egli sia della stirpe d'Israele, se ucciderà un bue, o una pecora, o una capra negli alloggiamenti, o fuori degli alloggiamenti, |
4 και εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου δεν φερη αυτο, δια να προσφερη προσφοραν εις τον Κυριον εμπροσθεν της σκηνης του Κυριου, αιμα θελει λογισθη εις εκεινον τον ανθρωπον? αιμα εχυσε και θελει εξολοθρευθη ο ανθρωπος εκεινος εκ μεσου του λαου αυτου? | 4 E non presenterà la sua obblazione al Signore alla porta del tabernacolo, sarà reo di morte: sarà sterminato dalla società del suo popolo, come se avesse fatto omicidio. |
5 δια να φερωσιν οι υιοι Ισραηλ τας θυσιας αυτων, τας οποιας θυσιαζουσιν εν τη πεδιαδι, και να προσφερωσιν αυτας προς τον Κυριον εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου προς τον ιερεα και να θυσιαζωσιν αυτας εις προσφορας ειρηνικας προς τον Κυριον. | 5 Quindi è che i figliuoli d’Israele debbono offerire al sacerdote le loro vittime uccise da loro alla campagna, affinché sieno consacrate al Signore dinanzi alla porta del tabernacolo del testimonio, e sieno immolate al Signore in ostie di pace. |
6 Και θελει ραντισει ο ιερευς το αιμα επι το θυσιαστηριον του Κυριου εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου και θελει καυσει το στεαρ εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον. | 6 E il sacerdote ne spargerà il sangue sull’altare del Signore alla porta del tabernacolo del testimonio, e farà bruciare il grasso in odore soave al Signore: |
7 Και δεν θελουσι θυσιασει πλεον τας θυσιας αυτων εις τους δαιμονας, κατοπιν των οποιων αυτοι πορνευουσι? τουτο θελει εισθαι εις αυτους νομιμον αιωνιον εις τας γενεας αυτων. | 7 E non immoleranno più le loro ostie a' demoni, co' quali hanno avuto impuro commercio. Ella è legge eterna per essi, e pe' loro posteri. |
8 Και θελεις ειπει προς αυτους, Οστις ανθρωπος εκ του οικου Ισραηλ η εκ των ξενων των παροικουντων μεταξυ σας προσφερη ολοκαυτωμα η θυσιαν, | 8 E tu dirai loro: Qualunque uomo della casa d'Israele, o straniero, che abiti tra di voi, il quale offerisca olocausto, o vittima, |
9 και εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου δεν φερη αυτο, δια να προσφερη αυτο προς τον Κυριον, θελει εξολοθρευθη ο ανθρωπος εκεινος εκ μεσου του λαου αυτου. | 9 E non la conduce alla porta del tabernacolo del testimonio, perché sia offerta al Signore, sarà sterminato dalla società del suo popolo. |
10 Και οστις ανθρωπος εκ του οικου Ισραηλ η εκ των ξενων των παροικουντων μεταξυ σας φαγη οιονδηποτε αιμα, θελω στησει το προσωπον μου εναντιον εκεινης της ψυχης ητις τρωγει το αιμα, και θελω εξολοθρευσει αυτην εκ μεσου του λαου αυτης? | 10 Qualunque uomo della casa d'Israele, o forestiere, che abiti tra di loro, se mangerà del sangue, fisserò l’irato mio sguardo sopra l'anima di colui, e lo sterminerò dalla società del suo popolo; |
11 διοτι η ζωη της σαρκος ειναι εν τω αιματι και εγω εδωκα αυτο εις εσας, δια να καμνητε εξιλεωσιν υπερ των ψυχων σας επι του θυσιαστηριου? διοτι το αιμα τουτο καμνει εξιλασμον υπερ της ψυχης. | 11 Perocché l'anima dell'animale sta nel sangue: e io l'ho dato a voi affinché con esso sopra l’altare espiar possiate l’anime vostre, e il sangue serva all’espiazione dell'anima. |
12 Δια τουτο ειπα προς τους υιους Ισραηλ, Ουδεμια ψυχη απο σας θελει φαγει αιμα? ουδε ο ξενος, ο παροικων μεταξυ σας, θελει φαγει αιμα. | 12 Per questo ho detto ai figliuoli d'Israele: Nessun di voi mangerà del sangue, né alcuno de' forestieri che abitano tra di voi. |
13 Και οστις ανθρωπος εκ των υιων Ισραηλ η εκ των ξενων των παροικουντων μεταξυ σας, κυνηγηση και πιαση ζωον η πτηνον, το οποιον τρωγεται, θελει χυσει το αιμα αυτου και θελει σκεπασει αυτο με χωμα. | 13 Se alcuno de' figliuoli d'Israele, e de' forestieri che abitan tra di voi, prende alla caccia, o all’uccelliere una bestia, o un uccello di que’ che è lecito di mangiare, ne sparga il sangue, e lo copra colla terra: |
14 Διοτι η ζωη πασης σαρκος ειναι το αιμα αυτης? δια την ζωην αυτης ειναι? οθεν ειπα προς τους υιους Ισραηλ, Δεν θελετε φαγει αιμα ουδεμιας σαρκος? διοτι η ζωη πασης σαρκος ειναι το αιμα αυτης? πας ο τρωγων αυτο θελει εξολοθρευθη. | 14 Perocché la vita d'ogni animale sta nel sangue: per questo ho detto a' figliuoli d'Israele: Non mangerete il sangue di verun animale; perché la vita dell'animale è nel sangue: e chiunque ne mangia, perirà. |
15 Και πασα ψυχη, ητις φαγη θνησιμαιον η διεσπαραγμενον υπο θηριου, αυτοχθων η ξενος, θελει πλυνει τα ιματια αυτου και θελει λουσθη εν υδατι και θελει εισθαι ακαθαρτος εως εσπερας? τοτε θελει εισθαι καθαρος. | 15 Qualunque persona o della nazione, o forestiero, che mangerà d'un animale morto da sé, o straziato da una fiera, laverà le sue vesti e il corpo nell'acqua, e sarà immondo fino alla sera: e con questo sarà mondo. |
16 Αλλ' εαν δεν πλυνη αυτα μηδε λουση το σωμα αυτου, τοτε θελει βαστασει την ανομιαν αυτου. | 16 Ma se non lava le sue vesti, e il suo corpo, pagherà il fio della sua iniquità. |