1 Dite a' vostri fratelli: popolo mio; e alla vostra sorella: tu se' misericordia consecuta; (cioè a dire, come Iddio chiamò lo tuo figliuolo Non popolo mio, quando nacque, così dice ora lo contrario, che Iddio lo chiamò Popolo mio; così dice di quella sua figliuola ch' ebbe nome Sanza misericordia; e disse così, che si chiamasse e dicessesi che avesse misericordia). | 1 Ειπατε προς τους αδελφους σας, Αμμι, και προς τας αδελφας σας, Ρουχαμμα. |
2 Giudicate la vostra madre, giudicatela; però che non è mia moglie, e io non sono lo suo marito; lievi le sue fornicazioni dalla sua faccia, e li suoi adulterii del mezzo delle sue poppe; | 2 Κριθητε μετα της μητρος σας, κριθητε? διοτι αυτη δεν ειναι γυνη μου και εγω δεν ειμαι ανηρ αυτης? ας αφαιρεση λοιπον τας πορνειας αυτης απ' εμπροσθεν αυτης και τας μοιχειας αυτης εκ μεσου των μαστων αυτης? |
3 acciò che forse non la spogli ignuda, e òrdinila (e compongala) secondo lo dì della sua natività; e pongala per isbandita, e òrdinila come terra sanza sentieri, e ch' io la uccida di sete. | 3 μηποτε εκδυσας γυμνωσω αυτην και αποκαταστησω αυτην καθως εν τη ημερα της γεννησεως αυτης, και θεσω αυτην ως ερημον και καταστησω αυτην ως γην ανυδρον και θανατωσω αυτην εν διψη. |
4 E non averò misericordia de' suoi figliuoli, però che sono figliuoli di fornicazioni. | 4 Και δεν θελω ελεησει τα τεκνα αυτης? επειδη ειναι τεκνα πορνειας. |
5 Però che la loro madre commise fornicazione, e ora hae ricevuto confusione colei la quale li concepette; però che disse: (seguiterò e) anderò dirietro alli miei amatori, li quali danno a me lo pane e l'acqua e la lana e lo lino e l'olio e lo mio beveraggio. | 5 Διοτι η μητηρ αυτων επορνευσεν? η συλλαβουσα αυτα επραξεν αισχυνην? διοτι ειπε, Θελω υπαγει κατοπιν των εραστων μου, οιτινες μοι διδουσι τον αρτον μου και το υδωρ μου, το μαλλιον μου και το λιναριον μου, το ελαιον μου και τα ποτα μου. |
6 E però io farò la siepe delle spine nella tua via; e chiuderò con siepe le sue vie, e non le ritroverae. | 6 Δια τουτο, ιδου, εγω θελω φραξει την οδον σου με ακανθας και οικοδομησει φραγμον, δια να μη ευρη τας οδους αυτης. |
7 E seguiterà li amatori suoi, e non li piglierà; e cercheralli, e non li troverae, e dirae: io voglio andare e ritornare al mio primo marito, però ch' io avea allora bene più ch' io non hoe ora. | 7 Και θελει τρεξει κατοπιν των εραστων αυτης και δεν θελει φθασει αυτους, και θελει ζητησει αυτους και δεν θελει ευρει? τοτε θελει ειπει, Θελω υπαγει και επιστρεψει προς τον πρωτον μου ανδρα? διοτι καλητερον ητο τοτε εις εμε παρα τωρα. |
8 Ella non seppe queste cose, però ch' io le diedi lo grano e lo vino e l' olio, e multiplicai l'argento e l'oro, lo quale fecero per Baal (cioè per quello idolo). | 8 Και αυτη δεν εγνωριζεν οτι εγω εδωκα εις αυτην τον σιτον και τον οινον και το ελαιον, και επληθυνα το αργυριον εις αυτην και το χρυσιον, με τα οποια κατεσκευασαν τον Βααλ. |
9 E però io mi convertirò, e piglierò lo grano mio nel suo tempo, e lo mio vino nel tempo suo, e peserò la mia lana e lo mio lino, le quali cose ricoprivano la sua vergogna. | 9 Δια τουτο θελω επιστρεψει και λαβει τον σιτον μου εν τω καιρω αυτου και τον οινον μου εν τω διωρισμενω καιρω αυτου, και θελω αφαιρεσει το μαλλιον μου και το λιναριον μου, τα οποια ειχε δια να σκεπαζη την γυμνωσιν αυτης. |
10 E ora rivelerò la sua stoltizia innanzi alla faccia de' suoi amatori; e niuno uomo [la] libererà della mia mano. | 10 Και τωρα θελω αποκαλυψει την ακαθαρσιαν αυτης εμπροσθεν των εραστων αυτης, και ουδεις θελει λυτρωσει αυτην εκ της χειρος μου. |
11 E farò cessare ogni sua allegrezza, e la sua solennitade, ... e lo suo sabbato, e tutte le feste de' suoi tempi. | 11 Και θελω καταπαυσει πασαν την ευφροσυνην αυτης, τας εορτας αυτης, τας νεομηνιας αυτης και τα σαββατα αυτης και πασας τας πανηγυρεις αυτης. |
12 E corromperò la sua vigna e lo suo fico, de' quali disse: queste sono le mie mercedi, le quali diedono a me li miei amatori; e porrolla nel bosco (a uno termine ch' è luogo pubblico), e mangeralla la bestia del campo. | 12 Και θελω αφανισει τας αμπελους αυτης και τας συκας αυτης, περι των οποιων ειπε, Μισθωματα μου ειναι ταυτα, τα οποια μοι εδωκαν οι ερασται μου? και θελω καταστησει αυτας δασος, και τα θηρια του αγρου θελουσι κατατρωγει αυτας. |
13 Visiterò sopra lei li dì (e lo tempo) di Baalim, nel quale tempo accendeva lo incenso, e ornava le sue orecchie e il suo petto, e andava dopo. li suoi amatori, e dimenticavasi di me, dice lo Signore. | 13 Και θελω επισκεφθη επ' αυτην τας ημερας των Βααλειμ, καθ ' ας εθυμιαζεν εις αυτους και εστολιζετο με τα ενωτια αυτης και τα περιδεραια αυτης και επορευετο κατοπιν των εραστων αυτης, εμε δε ελησμονησε, λεγει Κυριος. |
14 E però io li darò lo latte, e menerolla nello isbandeggiamento, e parlerò al suo cuore. | 14 Δια τουτο, ιδου, εγω θελω εφελκυσει αυτην και θελω φερει αυτην εις την ερημον και θελω λαλησει προς την καρδιαν αυτης. |
15 E darolli li suoi lavori delle vigne di quello medesimo luogo, e la valle di Acor per aprirla (e metterla) in isperanza; e canterà ivi secondo i dì della sua gioventù, e secondo lo dì della sua ascensione della terra di Egitto. | 15 Και εκειθεν θελω δωσει εις αυτην τους αμπελωνας αυτης και την κοιλαδα του Αχωρ δια θυραν ελπιδος? και θελει ψαλλει εκει ως εν ταις ημεραις της νεοτητος αυτης και ως εν τη ημερα της αναβασεως αυτης απο γης Αιγυπτου. |
16 E in quel dì sarà quello che dice Iddio: lo mio marito chiamerà me; e non mi chiamerà più Baali (cioè quello iddio). | 16 Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει Κυριος, θελεις με καλεσει, Ο ανηρ μου? και δεν θελεις με καλεσει πλεον, Ο Βααλ μου? |
17 E torrò via li nomi di Baali della sua bocca, e non si ricorderà più de' loro nomi. | 17 διοτι θελω αφαιρεσει τα ονοματα των Βααλειμ απο του στοματος αυτης και δεν θελουσιν αναφερεσθαι πλεον τα ονοματα αυτων. |
18 E farò con loro lo patto in quello die, con la bestia del campo e con li uccelli del cielo e con ogni bestia della terra; e spezzerò l'arco e la battaglia e lo coltello della terra; e farolli dormire a fidanza (cioè sicuramente). | 18 Και εν τη ημερα εκεινη θελω καμει διαθηκην υπερ αυτων προς τα θηρια του αγρου και προς τα πετεινα του ουρανου και τα ερπετα της γης? τοξον δε και ρομφαιαν και πολεμον θελω συντριψει εκ της γης και θελω κατοικισει αυτους εν ασφαλεια. |
19 E sposerò te a me in sempiterno; [e sposerò te a me] per giustizia, e in giudicio e in misericordia. | 19 Και θελω σε μνηστευθη εις εμαυτον εις τον αιωνα? και θελω σε μνηστευθη εις εμαυτον εν δικαιοσυνη και εν κρισει και εν ελεει και εν οικτιρμοις? |
20 E sposerommiti in fede; e saprai ch' io sono lo Signore. | 20 και θελω σε μνηστευθη εις εμαυτον εν πιστει? και θελεις γνωρισει τον Κυριον. |
21 E sarà in quello die, ch' io esaudirò te, dice Iddio; ed esaudirò li cieli, e loro esaudiranno la terra. | 21 Και εν εκεινη τη ημερα θελω αποκριθη, λεγει Κυριος, θελω αποκριθη προς τους ουρανους, και αυτοι θελουσιν αποκριθη προς την γην? |
22 E la terra esaudirà lo grano e lo vino e l'olio; e queste cose (lo vino e l'olio e il grano) esaudiranno Iezrael. | 22 και η γη θελει αποκριθη προς τον σιτον και τον οινον και το ελαιον? και ταυτα θελουσιν αποκριθη προς τον Ιεζραελ. |
23 E seminerolla a me per terra; e averò misericordia ... | 23 Και θελω σπειρει αυτην δι' εμαυτον επι της γης? και θελω ελεησει την ουκ ηλεημενην? και θελω ειπει προς τον ου λαον μου, Λαος μου εισαι? και αυτοι θελουσιν ειπει, Θεος μου εισαι. |
24 E dirò a colui ch' ebbe nome Non popolo mio: tu se' lo popolo mio; ed egli dirà: tu se' lo mio Signore Iddio. | |