Salmi 77
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA VOLGARE | LXX |
---|---|
1 Attendete, popolo mio, la mia legge; inclinate le vostre orecchie nelle parole della bocca mia. | 1 συνεσεως τω ασαφ προσεχετε λαος μου τον νομον μου κλινατε το ους υμων εις τα ρηματα του στοματος μου |
2 Aprirò la mia bocca ne' proverbii; parlerò le proposizioni dal principio. | 2 ανοιξω εν παραβολαις το στομα μου φθεγξομαι προβληματα απ' αρχης |
3 Quante cose noi avemo udite e conosciute; e li padri nostri a noi raccontorono. | 3 οσα ηκουσαμεν και εγνωμεν αυτα και οι πατερες ημων διηγησαντο ημιν |
4 Non sono occultate da' loro figliuoli nell' altra generazione, narranti le laude del Signore, e sue virtù, e le sue maraviglie che ha fatto. | 4 ουκ εκρυβη απο των τεκνων αυτων εις γενεαν ετεραν απαγγελλοντες τας αινεσεις του κυριου και τας δυναστειας αυτου και τα θαυμασια αυτου α εποιησεν |
5 Egli suscitò il testimonio in Iacob, e in Israel puose la legge. | 5 και ανεστησεν μαρτυριον εν ιακωβ και νομον εθετο εν ισραηλ οσα ενετειλατο τοις πατρασιν ημων του γνωρισαι αυτα τοις υιοις αυτων |
6 Quante cose comandò a' padri nostri, che manifestassero a' loro figliuoli, acciò che l' altra generazione conosca. Li figliuoli che nasceranno, e che si leveranno, racconteranno a' suoi figliuoli; | 6 οπως αν γνω γενεα ετερα υιοι οι τεχθησομενοι και αναστησονται και απαγγελουσιν αυτα τοις υιοις αυτων |
7 acciò che pongano in Dio loro speranza, e non dismèntichino l'opere di Dio, e cerchino li comandamenti suoi. | 7 ινα θωνται επι τον θεον την ελπιδα αυτων και μη επιλαθωνται των εργων του θεου και τας εντολας αυτου εκζητησουσιν |
8 E non siano fatti come loro padri, e generazione rea e perversa; generazione che non ha drizzato il suo cuore, e non è creduto esser con Iddio il spirito suo. | 8 ινα μη γενωνται ως οι πατερες αυτων γενεα σκολια και παραπικραινουσα γενεα ητις ου κατηυθυνεν την καρδιαν αυτης και ουκ επιστωθη μετα του θεου το πνευμα αυτης |
9 Li figliuoli di Efrem, estendendo e mandando l'arco, nel dì della battaglia si convertirono. | 9 υιοι εφραιμ εντεινοντες και βαλλοντες τοξοις εστραφησαν εν ημερα πολεμου |
10 Non osservorone il testamento di Dio; e nella sua legge non volsero andare. | 10 ουκ εφυλαξαν την διαθηκην του θεου και εν τω νομω αυτου ουκ ηθελον πορευεσθαι |
11 E si dismenticorono delli suoi beneficii, e delle sue maraviglie mostrate a loro. | 11 και επελαθοντο των ευεργεσιων αυτου και των θαυμασιων αυτου ων εδειξεν αυτοις |
12 Fece maraviglie dinanzi loro padri nella terra di Egitto, nel campo di Tani. | 12 εναντιον των πατερων αυτων α εποιησεν θαυμασια εν γη αιγυπτω εν πεδιω τανεως |
13 (Ma) aperse il mare, e condusse quelli; e raunò le acque come nell' otre. | 13 διερρηξεν θαλασσαν και διηγαγεν αυτους εστησεν υδατα ωσει ασκον |
14 E menolli colla nube per il dì, e per tutta la notte con la illuminazione del fuoco. | 14 και ωδηγησεν αυτους εν νεφελη ημερας και ολην την νυκτα εν φωτισμω πυρος |
15 Ruppe la pietra nel deserto; e detteli l'acqua, come nel grande abisso. | 15 διερρηξεν πετραν εν ερημω και εποτισεν αυτους ως εν αβυσσω πολλη |
16 E trasse l'acqua dalla pietra; e menò le acque come fiume. | 16 και εξηγαγεν υδωρ εκ πετρας και κατηγαγεν ως ποταμους υδατα |
17 E ancora si misero a peccare contra luì; e commossero l' Altissimo nell' ira nella via delle acque. | 17 και προσεθεντο ετι του αμαρτανειν αυτω παρεπικραναν τον υψιστον εν ανυδρω |
18 E tentorono Iddio nel suo cuore, domandando cibi a loro anime. | 18 και εξεπειρασαν τον θεον εν ταις καρδιαις αυτων του αιτησαι βρωματα ταις ψυχαις αυτων |
19 E hanno sparlato contra Iddio; dissero : adunque potrà Iddio preparare la mensa nel deserto? | 19 και κατελαλησαν του θεου και ειπαν μη δυνησεται ο θεος ετοιμασαι τραπεζαν εν ερημω |
20 Però che percosse la pietra, e uscirono l'acque, e gli fiumi si sparsero, adunque potrà dare etiam il pane, ovver apparecchiare la mensa al suo popolo? | 20 επει επαταξεν πετραν και ερρυησαν υδατα και χειμαρροι κατεκλυσθησαν μη και αρτον δυναται δουναι η ετοιμασαι τραπεζαν τω λαω αυτου |
21 E però udì il Signore, e prolungò; è il fuoco acceso in Iacob, e l'ira entrò in Israel. | 21 δια τουτο ηκουσεν κυριος και ανεβαλετο και πυρ ανηφθη εν ιακωβ και οργη ανεβη επι τον ισραηλ |
22 Per che non credettero in Dio, e non sperorono in la salute sua. | 22 οτι ουκ επιστευσαν εν τω θεω ουδε ηλπισαν επι το σωτηριον αυτου |
23 E comandò alle nubi di sopra, e aperse le porte del cielo. | 23 και ενετειλατο νεφελαις υπερανωθεν και θυρας ουρανου ανεωξεν |
24 E (allora) piovette la manna da mangiare, e detteli il pane del cielo. | 24 και εβρεξεν αυτοις μαννα φαγειν και αρτον ουρανου εδωκεν αυτοις |
25 Mangiò l' uomo il pane di angeli; e dètte loro cibi in abbondanza. | 25 αρτον αγγελων εφαγεν ανθρωπος επισιτισμον απεστειλεν αυτοις εις πλησμονην |
26 Mandò dal cielo il vento austro, e nella sua virtù mostrò l'africo. | 26 απηρεν νοτον εξ ουρανου και επηγαγεν εν τη δυναστεια αυτου λιβα |
27 E piovette sopra loro le carni come polvere, e li uccelli con penne a modo di arena di mare. | 27 και εβρεξεν επ' αυτους ωσει χουν σαρκας και ωσει αμμον θαλασσων πετεινα πτερωτα |
28 E cascorono in mezzo de' loro alloggiamenti, e appresso loro tabernacoli. | 28 και επεπεσον εις μεσον της παρεμβολης αυτων κυκλω των σκηνωματων αυτων |
29 E mangiorono, e satolloronsi molto; e compierono loro desiderio, e non furono ingannati da quello. | 29 και εφαγοσαν και ενεπλησθησαν σφοδρα και την επιθυμιαν αυτων ηνεγκεν αυτοις |
30 Ancora nella loro bocca erano loro cibi; e l'ira di Dio venne sopra quelli. | 30 ουκ εστερηθησαν απο της επιθυμιας αυτων ετι της βρωσεως αυτων ουσης εν τω στοματι αυτων |
31 E uccise loro ingrassati, e impacciò li eletti d' Israel. | 31 και οργη του θεου ανεβη επ' αυτους και απεκτεινεν εν τοις πιοσιν αυτων και τους εκλεκτους του ισραηλ συνεποδισεν |
32 In tutte queste cose ancora peccorono; e non credettero alle sue maraviglie. | 32 εν πασιν τουτοις ημαρτον ετι και ουκ επιστευσαν εν τοις θαυμασιοις αυτου |
33 E nella vanità vennero meno loro giorni, e' loro anni mancorono presto. | 33 και εξελιπον εν ματαιοτητι αι ημεραι αυτων και τα ετη αυτων μετα σπουδης |
34 Quando li uccideva, cercavano lui; e ritornavano, e per tempo a lui venivano. | 34 οταν απεκτεννεν αυτους εξεζητουν αυτον και επεστρεφον και ωρθριζον προς τον θεον |
35 E arricordaronsi che Iddio è loro aiuto, e l'eccelso Iddio è loro redentore. | 35 και εμνησθησαν οτι ο θεος βοηθος αυτων εστιν και ο θεος ο υψιστος λυτρωτης αυτων εστιν |
36 E mostronno d' amarlo con loro bocca, e colla sua lingua a lui mentirono. | 36 και ηπατησαν αυτον εν τω στοματι αυτων και τη γλωσση αυτων εψευσαντο αυτω |
37 Ma loro cuore non era con lui dritto; e non sono trovati fedeli nel suo testamento. | 37 η δε καρδια αυτων ουκ ευθεια μετ' αυτου ουδε επιστωθησαν εν τη διαθηκη αυτου |
38 Ma egli è misericordioso; e farassi propizio a' loro peccati, e non li distruggerà. E accrescette, acciò levasse l'ira sua; e non accese ogni ira sua. | 38 αυτος δε εστιν οικτιρμων και ιλασεται ταις αμαρτιαις αυτων και ου διαφθερει και πληθυνει του αποστρεψαι τον θυμον αυτου και ουχι εκκαυσει πασαν την οργην αυτου |
39 E ricordossi che sono carne; spirito andante e non ritornante. | 39 και εμνησθη οτι σαρξ εισιν πνευμα πορευομενον και ουκ επιστρεφον |
40 Quante volte adirorono quello nel deserto? commossero lui in ira nel luogo arido? | 40 ποσακις παρεπικραναν αυτον εν τη ερημω παρωργισαν αυτον εν γη ανυδρω |
41 E convertiti tentorono Iddio; e adirorono il santo d'Israel. | 41 και επεστρεψαν και επειρασαν τον θεον και τον αγιον του ισραηλ παρωξυναν |
42 Non si sono ricordati della sua mano, nel dì nel quale ricomperolli della mano de' tribulanti' | 42 ουκ εμνησθησαν της χειρος αυτου ημερας ης ελυτρωσατο αυτους εκ χειρος θλιβοντος |
43 come puose li segni suoi in Egitto, e sue maraviglie nel campo [di] Tani. | 43 ως εθετο εν αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα τερατα αυτου εν πεδιω τανεως |
44 E convertitte loro fiumi in sangue e loro pioggie, per che non bevessero. | 44 και μετεστρεψεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τα ομβρηματα αυτων οπως μη πιωσιν |
45 Mandò in quelli le mosche canine, e mangiolli; le rane, e gli dissipò. | 45 εξαπεστειλεν εις αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους και βατραχον και διεφθειρεν αυτους |
46 E alla brina dètte loro frutti, e loro fatiche alla locusta. | 46 και εδωκεν τη ερυσιβη τον καρπον αυτων και τους πονους αυτων τη ακριδι |
47 E colla tempesta uccise loro vigne, è colla brina loro mori. | 47 απεκτεινεν εν χαλαζη την αμπελον αυτων και τας συκαμινους αυτων εν τη παχνη |
48 E dètte loro bestiame alla tempesta, e loro possessione al fuoco. | 48 και παρεδωκεν εις χαλαζαν τα κτηνη αυτων και την υπαρξιν αυτων τω πυρι |
49 In loro mandò l'ira del suo isdegno; lo isdegno, l'ira e tribulazione mandò per gli mali angeli. | 49 εξαπεστειλεν εις αυτους οργην θυμου αυτου θυμον και οργην και θλιψιν αποστολην δι' αγγελων πονηρων |
50 Fece le vie all' andamento della sua ira, non perdonò alla morte di loro anime; e concluse nella morte loro bestiame. | 50 ωδοποιησεν τριβον τη οργη αυτου ουκ εφεισατο απο θανατου των ψυχων αυτων και τα κτηνη αυτων εις θανατον συνεκλεισεν |
51 E uccise ogni primogenito nella terra di Egitto; le primizie di ogni loro fatica ne' tabernacoli di Cam. | 51 και επαταξεν παν πρωτοτοκον εν αιγυπτω απαρχην των πονων αυτων εν τοις σκηνωμασι χαμ |
52 E menò fuori il suo popolo come pecore; e come capre per il deserto. | 52 και απηρεν ως προβατα τον λαον αυτου και ανηγαγεν αυτους ως ποιμνιον εν ερημω |
53 E menolli in speranza, e non temettero; e il mare coperse loro nemici. | 53 και ωδηγησεν αυτους εν ελπιδι και ουκ εδειλιασαν και τους εχθρους αυτων εκαλυψεν θαλασσα |
54 E condusseli nel monte della sua santificazione, monte acquistato colla sua destra. E da loro faccia scacciò le genti; e per sorte divise loro [la] terra in parte di distribuzione. | 54 και εισηγαγεν αυτους εις οριον αγιασματος αυτου ορος τουτο ο εκτησατο η δεξια αυτου |
55 E fece abitare in li loro tabernacoli le tribù d' Israel. | 55 και εξεβαλεν απο προσωπου αυτων εθνη και εκληροδοτησεν αυτους εν σχοινιω κληροδοσιας και κατεσκηνωσεν εν τοις σκηνωμασιν αυτων τας φυλας του ισραηλ |
56 E tentorono e adirorono l' Altissimo Iddio; e non osservorono li suoi testimoni. | 56 και επειρασαν και παρεπικραναν τον θεον τον υψιστον και τα μαρτυρια αυτου ουκ εφυλαξαντο |
57 E partironsi, e non servorono il patto; come loro padri, convertironsi nell' iniquo arco. | 57 και απεστρεψαν και ησυνθετησαν καθως και οι πατερες αυτων και μετεστραφησαν εις τοξον στρεβλον |
58 Nelli suoi colli il commossero in ira; nelli suoi idoli il provocorono a isdegno. | 58 και παρωργισαν αυτον εν τοις βουνοις αυτων και εν τοις γλυπτοις αυτων παρεζηλωσαν αυτον |
59 Intese Iddio, e sprezzolli, e a niente recò Israel. | 59 ηκουσεν ο θεος και υπερειδεν και εξουδενωσεν σφοδρα τον ισραηλ |
60 E scacciò il tabernacolo di Silo, il suo tabernacolo, dove abitò nelli uomini. | 60 και απωσατο την σκηνην σηλωμ σκηνωμα αυτου ου κατεσκηνωσεν εν ανθρωποις |
61 E dette loro virtù in prigionia, e loro bellezza nelle mani dell' inimico. | 61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την ισχυν αυτων και την καλλονην αυτων εις χειρας εχθρου |
62 Concluse il suo popolo nel coltello; e sprezzò la sua eredità. | 62 και συνεκλεισεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και την κληρονομιαν αυτου υπερειδεν |
63 Loro giovani, mangiolli il fuoco; e loro vergini non sono lamentate. | 63 τους νεανισκους αυτων κατεφαγεν πυρ και αι παρθενοι αυτων ουκ επενθηθησαν |
64 Loro sacerdoti cascorono nel coltello; e loro vedove non [si] piangevano. | 64 οι ιερεις αυτων εν ρομφαια επεσαν και αι χηραι αυτων ου κλαυσθησονται |
65 E risvegliossi il Signore come quello che dorme, come potente inebriato di vino. | 65 και εξηγερθη ως ο υπνων κυριος ως δυνατος κεκραιπαληκως εξ οινου |
66 E percosse li suoi nemici da drieto; dètte quelli in obbrobrio sempiterno. | 66 και επαταξεν τους εχθρους αυτου εις τα οπισω ονειδος αιωνιον εδωκεν αυτοις |
67 E scacciò il tabernacolo di Iosef; e non elesse la tribù di Efraim. | 67 και απωσατο το σκηνωμα ιωσηφ και την φυλην εφραιμ ουκ εξελεξατο |
68 Ma elesse la tribù di Giuda, monte di Sion da lui amato. | 68 και εξελεξατο την φυλην ιουδα το ορος το σιων ο ηγαπησεν |
69 Ed edificò il suo luogo santo, come unicorno, nella terra ch' egli ha fondato IN SECULA. | 69 και ωκοδομησεν ως μονοκερωτων το αγιασμα αυτου εν τη γη εθεμελιωσεν αυτην εις τον αιωνα |
70 Ed elesse David servo suo, e tolselo dopo le mandrie delle pecore; dopo le pregnanti tolse lui. | 70 και εξελεξατο δαυιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων |
71 Nutrica Iacob suo servo, e Israel sua eredità. | 71 εξοπισθεν των λοχευομενων ελαβεν αυτον ποιμαινειν ιακωβ τον λαον αυτου και ισραηλ την κληρονομιαν αυτου |
72 E pascette quelli nella innocenza del suo cuore; e nelli intendimenti delle loro mani guidò loro. | 72 και εποιμανεν αυτους εν τη ακακια της καρδιας αυτου και εν ταις συνεσεσι των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους |