1 - Gesù disse ancora a' suoi discepoli: «È impossibile che non succedano scandali; ma guai a colui per colpa del quale succedono! | 1 Ειπε δε προς τους μαθητας? Αδυνατον ειναι να μη ελθωσι τα σκανδαλα? πλην ουαι εις εκεινον, δια του οποιου ερχονται. |
2 Sarebbe meglio per lui che gli fosse messa una macina da mulino al collo e fosse gettato in mare, piuttosto che scandalizzare uno di questi pargoli. | 2 Συμφερει εις αυτον να κρεμασθη περι τον τραχηλον αυτου μυλου πετρα και να ριφθη εις την θαλασσαν, παρα να σκανδαλιση ενα των μικρων τουτων. |
3 Badate a voi stessi! Se tuo fratello ha commesso un fallo, riprendilo; e se si pente, perdonagli. | 3 Προσεχετε εις εαυτους. Εαν δε ο αδελφος σου αμαρτηση εις σε, επιπληξον αυτον? και εαν μετανοηση, συγχωρησον αυτον. |
4 E se avrà peccato contro di te sette volte al giorno, e sette volte al giorno ritorna a te, dicendo: - Me ne pento, - tu perdonagli». | 4 και εαν επτακις της ημερας αμαρτηση εις σε, και επτακις της ημερας επιστρεψη προς σε λεγων? Μετανοω, θελεις συγχωρησει αυτον. |
5 Gli Apostoli dissero al Signore: «Accresci a noi la fede!». | 5 Και ειπον οι αποστολοι προς τον Κυριον? Αυξησον εις ημας την πιστιν. |
6 Il Signore rispose: «Se voi aveste tanta fede quanto un granello di senapa, potreste dire a questa pianta di moro: - Sràdicati e tràpiantati in mare, - ed essa vi ubbidirebbe. | 6 Ο δε Κυριος ειπεν? Εαν εχετε πιστιν ως κοκκον σιναπεως, ηθελετε ειπει εις την συκαμινον ταυτην, Εκριζωθητι και φυτευθητι εις την θαλασσαν? και ηθελε σας υπακουσει. |
7 Chi di voi, avendo un servo per arare o per condurre al pascolo l'armento, gli dice, quando ritorna dai campi: - Vien qua presto e mettiti a tavola -? | 7 Τις δε απο σας εχων δουλον αροτριωντα η ποιμαινοντα, θελει ειπει προς αυτον, ευθυς αφου ελθη εκ του αγρου? Υπαγε, καθησον να φαγης, |
8 Non gli dirà invece: - Preparami da cena e mettiti a servirmi, finchè io abbia mangiato e bevuto, e poi mangerai e berrai tu pure -? | 8 και δεν θελει ειπει προς αυτον? Ετοιμασον τι να δειπνησω, και περιζωσθεις υπηρετει με, εωσου φαγω και πιω, και μετα ταυτα θελεις φαγει και πιει συ; |
9 Si terrà egli forse obbligato a quel servo, perchè ha fatto le cose che gli sono state comandate? | 9 Μηπως γνωριζει χαριν εις τον δουλον εκεινον, διοτι εκαμε τα διαταχθεντα εις αυτον; δεν μοι φαινεται. |
10 Io non lo penso. Così anche voi, quando avrete fatto tutto quello che vi è comandato, dite: -Siamo servi inutili, abbiamo fatto quanto dovevamo fare». | 10 Ουτω και σεις, οταν καμητε παντα τα διαταχθεντα εις εσας, λεγετε οτι δουλοι αχρειοι ειμεθα, επειδη εκαμαμεν ο, τι εχρεωστουμεν να καμωμεν. |
11 Nell'andare a Gerusalemme, Gesù passava attraverso la Samaria e la Galilea, | 11 Και οτε αυτος επορευετο εις την Ιερουσαλημ, διεβαινε δια μεσου της Σαμαρειας και Γαλιλαιας. |
12 e mentre stava per entrare in un villaggio, gli vennero incontro dieci uomini lebbrosi, che, fermatisi a una certa distanza, | 12 Και ενω εισηρχετο εις τινα κωμην, απηντησαν αυτον δεκα ανθρωποι λεπροι, οιτινες εσταθησαν μακροθεν, |
13 esclamarono a voce alta: «Gesù, maestro, abbi pietà di noi!». | 13 και αυτοι υψωσαν φωνην, λεγοντες? Ιησου, Επιστατα, ελεησον ημας. |
14 Vedutili, disse loro: «Andate a mostrarvi ai sacerdoti». E mentre se ne andavano furon guariti. | 14 Και ιδων ειπε προς αυτους? Υπαγετε και δειξατε εαυτους εις τους ιερεις. Και ενω, επορευοντο, εκαθαρισθησαν. |
15 Un di loro, vedendo che era guarito, tornò indietro, glorificando Dio a voce alta, | 15 Εις δε εξ αυτων, ιδων οτι ιατρευθη, υπεστρεψε μετα φωνης μεγαλης δοξαζων τον Θεον, |
16 e prostratosi ai suoi piedi, lo ringraziò. E costui era un Samaritano. | 16 και επεσε κατα προσωπον εις τους ποδας αυτου, ευχαριστων αυτον? και αυτος ητο Σαμαρειτης. |
17 Allora Gesù prese a dire: «Non sono stati guariti tutt'e dieci? E dove sono gli altri nove? | 17 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε? Δεν εκαθαρισθησαν οι δεκα; οι δε εννεα που ειναι; |
18 Non s'è trovato chi tornasse a rendere gloria a Dio, se non questo straniero?». | 18 Δεν ευρεθησαν αλλοι να υποστρεψωσι δια να δοξασωσι τον Θεον ειμη ο αλλογενης ουτος; |
19 E gli disse: «Alzati e va'; la tua fede ti ha salvato». | 19 Και ειπε προς αυτον? Σηκωθεις υπαγε? η πιστις σου σε εσωσεν. |
20 Poi, interrogato dai Farisei quando verrebbe il regno di Dio, Gesù rispose loro: «Il regno di Dio non viene in modo da attirare gli sguardi. | 20 Ερωτηθεις δε υπο των Φαρισαιων, ποτε ερχεται η βασιλεια του Θεου, απεκριθη προς αυτους και ειπε? Δεν ερχεται η βασιλεια του Θεου ουτως ωστε να παρατηρηται? |
21 Non si dirà: - Eccolo qui, o eccolo là -; perchè, ecco, il regno di Dio è dentro di voi». | 21 ουδε θελουσιν ειπει? Ιδου, εδω ειναι, η Ιδου εκει? διοτι ιδου, η βασιλεια του Θεου ειναι εντος υμων. |
22 Disse ancora a' suoi discepoli: «Verrà tempo in cui desidererete di vedere uno solo dei giorni del Figliuol dell'uomo, e non lo vedrete. | 22 Ειπε δε προς τους μαθητας? θελουσιν ελθει ημεραι, οτε θελετε επιθυμησει να ιδητε μιαν των ημερων του Υιου του ανθρωπου, και δεν θελετε ιδει. |
23 E vi diranno: - Eccolo qua o eccolo là. - Non andate e non mettetevi a seguirli. | 23 και θελουσι σας ειπει? Ιδου, εδω ειναι, η Ιδου εκει? μη υπαγητε μηδ' ακολουθησητε. |
24 Come infatti il lampo, quando balena, sfolgora da un'estremità del cielo, così sarà del Figliuol dell'uomo nel suo giorno. | 24 Διοτι ως η αστραπη η αστραπτουσα εκ της υπ' ουρανον λαμπει εις την υπ' ουρανον, ουτω θελει εισθαι και ο Υιος του ανθρωπου εν τη ημερα αυτου. |
25 Ma prima è necessario ch'egli soffra molte cose e sia rigettato da questa generazione. | 25 Πρωτον ομως πρεπει αυτος να παθη πολλα και να καταφρονηθη απο της γενεας ταυτης. |
26 E come avvenne ai giorni di Noè, così avverrà pure ai giorni del Figliuol dell'uomo. | 26 Και καθως εγεινεν εν ταις ημεραις του Νωε, ουτω θελει εισθαι και εν ταις ημεραις του Υιου του ανθρωπου? |
27 Gli uomini allora mangiavano e bevevano, prendevan moglie e prendevan marito fino al giorno in cui Noè entrò nell'arca; e venne il diluvio e li fece perire tutti. | 27 ετρωγον, επινον, ενυμφευον, ενυμφευοντο, μεχρι της ημερας καθ' ην ο Νωε εισηλθεν εις την κιβωτον, και ηλθεν ο κατακλυσμος και απωλεσεν απαντας. |
28 Così pure accadde ai giorni di Lot, si mangiava e si beveva; si comprava e si vendeva; si piantava e si edificava; | 28 Ομοιως και καθως εγεινεν εν ταις ημεραις του Λωτ? ετρωγον, επινον, ηγοραζον, επωλουν, εφυτευον, ωκοδομουν? |
29 ma nel giorno in cui Lot uscì di Sodoma cadde dal cielo una pioggia di fuoco e di zolfo che li fece morir tutti. | 29 καθ' ην δε ημεραν εξηλθεν ο Λωτ απο Σοδομων, εβρεξε πυρ και θειον απ' ουρανου και απωλεσεν απαντας. |
30 Lo stesso avverrà nel giorno in cui il Figliuol dell'uomo si manifesterà. | 30 Ωσαυτως θελει εισθαι καθ' ην ημεραν ο Υιος του ανθρωπου θελει φανερωθη. |
31 In quel giorno chi sarà sulla terrazza della casa e avrà la sua roba in casa, non scenda a prenderla; parimenti chi sarà nel campo non torni indietro. | 31 Κατ' εκεινην την ημεραν οστις ευρεθη επι του δωματος και τα σκευη αυτου εν τη οικια, ας μη καταβη δια να λαβη αυτα, και οστις εν τω αγρω ομοιως ας μη επιστρεψη εις τα οπισω. |
32 Ricordatevi della moglie di Lot. | 32 Ενθυμεισθε την γυναικα του Λωτ. |
33 Chi cercherà di salvar la sua vita, la perderà; ma chi la perderà, la custodirà. | 33 Οστις ζητηση να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην, και οστις απολεση αυτην, θελει διαφυλαξει αυτην. |
34 Io ve lo dico: In quella notte due saranno in un letto; l'uno sarà preso e l'altro lasciato. | 34 Σας λεγω, Εν τη νυκτι εκεινη θελουσιν εισθαι δυο επι μιας κλινης, ο εις παραλαμβανεται και ο αλλος αφινεται? |
35 Due donne macineranno insieme: una sarà presa e l'altra lasciata; due uomini saranno nel campo, uno sarà preso e l'altro lasciato». | 35 δυο γυναικες θελουσιν αλεθει ομου, η μια παραλαμβανεται και η αλλη αφινεται? |
36 I discepoli domandarono: «Dove, Signore?». | 36 δυο θελουσιν εισθαι εν τω αγρω, ο εις παραλαμβανεται και ο αλλος αφινεται. |
37 Egli rispose: «Dove sarà il corpo, quivi si raduneranno le aquile». | 37 Και αποκριθεντες λεγουσι προς αυτον? Που, Κυριε; Ο δε ειπε προς αυτους? Οπου ειναι το σωμα, εκει θελουσι συναχθη οι αετοι. |