| 1 και ειπεν προς αυτην ολοφερνης θαρσησον γυναι μη φοβηθης τη καρδια σου οτι εγω ουκ εκακωσα ανθρωπον οστις ηρετικεν δουλευειν βασιλει ναβουχοδονοσορ πασης της γης | 1 A Holofernes rzekł do niej: Odwagi, niewiasto! Niech się nie lęka twoje serce! Ja nigdy nie uczyniłem nic złego człowiekowi, który postanowił służyć Nabuchodonozorowi, królowi całej ziemi. |
| 2 και νυν ο λαος σου ο κατοικων την ορεινην ει μη εφαυλισαν με ουκ αν ηρα το δορυ μου επ' αυτους αλλα αυτοι εαυτοις εποιησαν ταυτα | 2 A gdyby lud twój mieszkający w górach nie wzgardził mną, nie podniósłbym włóczni przeciw niemu. Lecz oni sami to na siebie sprowadzili. |
| 3 και νυν λεγε μοι τινος ενεκεν απεδρας απ' αυτων και ηλθες προς ημας ηκεις γαρ εις σωτηριαν θαρσει εν τη νυκτι ταυτη ζηση και εις το λοιπον | 3 A teraz powiedz mi, dlaczego zbiegłaś od nich i przyszłaś do nas? Przybyłaś istotnie dla ocalenia swego. Ufaj, zachowasz swe życie tej nocy i na przyszłość. |
| 4 ου γαρ εστιν ος αδικησει σε αλλ' ευ σε ποιησει καθα γινεται τοις δουλοις του κυριου μου βασιλεως ναβουχοδονοσορ | 4 Nie ma bowiem nikogo, kto by cię skrzywdził, lecz wszyscy będą ci życzliwi, jak to się dzieje sługom pana mego, króla Nabuchodonozora. |
| 5 και ειπεν προς αυτον ιουδιθ δεξαι τα ρηματα της δουλης σου και λαλησατω η παιδισκη σου κατα προσωπον σου και ουκ αναγγελω ψευδος τω κυριω μου εν τη νυκτι ταυτη | 5 A Judyta mu odpowiedziała: Przyjmij słowa niewolnicy swojej i pozwól służebnicy swojej mówić do siebie, a ja tej nocy nie będę okłamywać pana mego. |
| 6 και εαν κατακολουθησης τοις λογοις της παιδισκης σου τελειως πραγμα ποιησει μετα σου ο θεος και ουκ αποπεσειται ο κυριος μου των επιτηδευματων αυτου | 6 Jeśli posłuchasz słów twej służebnicy, wtedy Bóg szczęśliwie doprowadzi do końca dzieło twoje, a pan mój nie zawiedzie się w swoich zamysłach. |
| 7 ζη γαρ βασιλευς ναβουχοδονοσορ πασης της γης και ζη το κρατος αυτου ος απεστειλεν σε εις κατορθωσιν πασης ψυχης οτι ου μονον ανθρωποι δια σε δουλευουσιν αυτω αλλα και τα θηρια του αγρου και τα κτηνη και τα πετεινα του ουρανου δια της ισχυος σου ζησονται επι ναβουχοδονοσορ και παντα τον οικον αυτου | 7 Na życie Nabuchodonozora, króla całej ziemi, i na trwanie jego potęgi - tego, który cię posłał, abyś sprowadził na prawe drogi wszelką istotę żyjącą! Dzięki tobie bowiem nie tylko służą jemu ludzie, ale także zwierzęta, polne bydło i ptaki w powietrzu. Dzięki twej mocy żyć będą dla Nabuchodonozora i całego jego domu. |
| 8 ηκουσαμεν γαρ την σοφιαν σου και τα πανουργευματα της ψυχης σου και ανηγγελη παση τη γη οτι συ μονος αγαθος εν παση βασιλεια και δυνατος εν επιστημη και θαυμαστος εν στρατευμασιν πολεμου | 8 Słyszeliśmy bowiem o twej mądrości przemyślności twego ducha. Ogłoszono bowiem na całej ziemi, że w całym królestwie tylko ty sam jeden jesteś dobry, bogaty w doświadczenie i godny podziwu w prowadzeniu wojny. |
| 9 και νυν ο λογος ον ελαλησεν αχιωρ εν τη συνεδρια σου ηκουσαμεν τα ρηματα αυτου οτι περιεποιησαντο αυτον οι ανδρες βαιτυλουα και ανηγγειλεν αυτοις παντα οσα εξελαλησεν παρα σοι | 9 A co się tyczy mowy, którą miał Achior na naradzie u ciebie, to znamy jego słowa, ponieważ ludzie z Betulii zachowali go przy życiu, a on opowiedział im wszystko, co mówił przed tobą. |
| 10 διο δεσποτα κυριε μη παρελθης τον λογον αυτου αλλα καταθου αυτον εν τη καρδια σου οτι εστιν αληθης ου γαρ εκδικαται το γενος ημων ου κατισχυει ρομφαια επ' αυτους εαν μη αμαρτωσιν εις τον θεον αυτων | 10 Dlatego, władco i panie, nie lekceważ jego mowy, lecz zachowaj ją w swoim sercu, ponieważ jest prawdziwa. Naród nasz bowiem nie otrzyma kary ani miecz ich nie zwycięży, jeśli nie zgrzeszą przeciw Bogu swemu. |
| 11 και νυν ινα μη γενηται ο κυριος μου εκβολος και απρακτος και επιπεσειται θανατος επι προσωπον αυτων και κατελαβετο αυτους αμαρτημα εν ω παροργιουσιν τον θεον αυτων οπηνικα αν ποιησωσιν ατοπιαν | 11 A teraz, aby pan mój nie został odrzucony, nie dokonawszy niczego, śmierć spadnie na ich głowy, ponieważ opanował ich już grzech, przez który rozgniewają swego Boga, ilekroć uczynią niewłaściwie. |
| 12 επει παρεξελιπεν αυτους τα βρωματα και εσπανισθη παν υδωρ εβουλευσαντο επιβαλειν τοις κτηνεσιν αυτων και παντα οσα διεστειλατο αυτοις ο θεος τοις νομοις αυτου μη φαγειν διεγνωσαν δαπανησαι | 12 Skoro wyczerpały się ich zapasy żywności i zabrakło w ogóle wody, postanowili rzucić się na bydło swoje i uradzili spożywać wszystko to, co Bóg prawami swoimi zakazał im spożywać. |
| 13 και τας απαρχας του σιτου και τας δεκατας του οινου και του ελαιου α διεφυλαξαν αγιασαντες τοις ιερευσιν τοις παρεστηκοσιν εν ιερουσαλημ απεναντι του προσωπου του θεου ημων κεκρικασιν εξαναλωσαι ων ουδε ταις χερσιν καθηκεν αψασθαι ουδενα των εκ του λαου | 13 Nawet uchwalili spożywać w całości pierwociny zbóż i dziesięciny z wina i oliwy, które poświęcone przechowywali dla kapłanów pełniących służbę przed obliczem Boga naszego w Jerozolimie, a tych rzeczy nikomu z ludu nie wolno było nawet dotykać rękami. |
| 14 και απεσταλκασιν εις ιερουσαλημ οτι και οι εκει κατοικουντες εποιησαν ταυτα τους μετακομισοντας αυτοις την αφεσιν παρα της γερουσιας | 14 Potem wysłali posłów do Jerozolimy, ponieważ i tam mieszkający czynili to samo, aby im przyniesiono zwolnienie od Rady Starszych. |
| 15 και εσται ως αν αναγγειλη αυτοις και ποιησωσιν δοθησονται σοι εις ολεθρον εν τη ημερα εκεινη | 15 I stanie się - jak tylko im o tym doniosą, a oni nadal to czynić będą - że zostaną tego dnia wydani tobie na zagładę. |
| 16 οθεν εγω η δουλη σου επιγνουσα ταυτα παντα απεδρων απο προσωπου αυτων και απεστειλεν με ο θεος ποιησαι μετα σου πραγματα εφ' οις εκστησεται πασα η γη οσοι εαν ακουσωσιν αυτα | 16 Dlatego ja, niewolnica twoja, gdy poznałam to wszystko, uciekłam od nich. Bóg mnie posłał, abym razem z tobą dokonała czynów, dzięki którym zdumieje się cała ziemia, każdy, ktokolwiek o nich usłyszy. |
| 17 οτι η δουλη σου θεοσεβης εστιν και θεραπευουσα νυκτος και ημερας τον θεον του ουρανου και νυν μενω παρα σοι κυριε μου και εξελευσεται η δουλη σου κατα νυκτα εις την φαραγγα και προσευξομαι προς τον θεον και ερει μοι ποτε εποιησαν τα αμαρτηματα αυτων | 17 Ponieważ niewolnica twoja jest bogobojna i służy dniem i nocą Bogu nieba, dlatego teraz pozostanę przy tobie, panie mój, a nocą niewolnica twoja wychodzić będzie do wąwozu, i modlić się do Boga. A On mi powie, kiedy oni popełnili swoje grzechy. |
| 18 και ελθουσα προσανοισω σοι και εξελευση συν παση τη δυναμει σου και ουκ εστιν ος αντιστησεται σοι εξ αυτων | 18 Wtedy wrócę i oznajmię ci, a ty wyruszysz ze wszystkimi twoimi siłami zbrojnymi, i nie będzie nikogo wśród nich, kto by się tobie przeciwstawił. |
| 19 και αξω σε δια μεσου της ιουδαιας εως του ελθειν απεναντι ιερουσαλημ και θησω τον διφρον σου εν μεσω αυτης και αξεις αυτους ως προβατα οις ουκ εστιν ποιμην και ου γρυξει κυων τη γλωσση αυτου απεναντι σου οτι ταυτα ελαληθη μοι κατα προγνωσιν μου και απηγγελη μοι και απεσταλην αναγγειλαι σοι | 19 Ja zaś poprowadzę cię przez środek Judei, aż dojdziemy do Jerozolimy. Tam umieszczę twój rydwan w środku miasta. Ty zaś poprowadzisz ich jak owce, które nie mają pasterza, i nie zawarczy nawet pies paszczą swoją przed tobą. To wszystko powiedziano mi zgodnie z moim przewidywaniem i powierzono mi, i posłano, aby donieść tobie. |
| 20 και ηρεσαν οι λογοι αυτης εναντιον ολοφερνου και εναντιον παντων των θεραποντων αυτου και εθαυμασαν επι τη σοφια αυτης και ειπαν | 20 I spodobały się słowa jej Holofernesowi i wszystkim jego sługom. Zdumieni jej mądrością powiedzieli: |
| 21 ουκ εστιν τοιαυτη γυνη απ' ακρου εως ακρου της γης εν καλω προσωπω και συνεσει λογων | 21 Nie ma podobnej do niej kobiety od krańca do krańca ziemi, o tak pięknym obliczu i tak rozumnej mowie. |
| 22 και ειπεν προς αυτην ολοφερνης ευ εποιησεν ο θεος αποστειλας σε εμπροσθεν του λαου του γενηθηναι εν χερσιν ημων κρατος εν δε τοις φαυλισασι τον κυριον μου απωλειαν | 22 A Holofernes powiedział do niej: Dobrze uczynił Bóg wysyłając cię przed twoim ludem, aby rękom naszym dostało się zwycięstwo, a tym - którzy wzgardzili panem moim - klęska. |
| 23 και νυν αστεια ει συ εν τω ειδει σου και αγαθη εν τοις λογοις σου οτι εαν ποιησης καθα ελαλησας ο θεος σου εσται μου θεος και συ εν οικω βασιλεως ναβουχοδονοσορ καθηση και εση ονομαστη παρα πασαν την γην | 23 Naprawdę piękna jest twoja postać i dobre twoje słowa. Jeśli uczynisz tak, jak mówiłaś, to twój Bóg stanie się moim Bogiem, a ty zamieszkasz w domu króla Nabuchodonozora i będziesz sławną na całej ziemi. |