Scrutatio

Mercoledi, 7 maggio 2025 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 11


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Au retour de l'année, au temps où les rois se mettent en campagne, David envoya Joab et avec luisa garde et tout Israël: ils massacrèrent les Ammonites et mirent le siège devant Rabba. Cependant David restaità Jérusalem.1 Εν δε τω ακολουθω ετει, καθ' ον καιρον εκστρατευουσιν οι βασιλεις, απεστειλεν ο Δαβιδ τον Ιωαβ και τους δουλους αυτου μετ' αυτου και παντα τον Ισραηλ? και κατεστρεψαν τους υιους Αμμων και επολιορκησαν την Ραββα. Ο δε Δαβιδ εμεινεν εν Ιερουσαλημ.
2 Il arriva que, vers le soir, David, s'étant levé de sa couche et se promenant sur la terrasse dupalais, aperçut, de la terrasse, une femme qui se baignait. Cette femme était très belle.2 Και προς το εσπερας, οτε ο Δαβιδ εσηκωθη απο της κλινης αυτου, περιεπατει επι του δωματος του βασιλικου οικου? και ειδεν απο του δωματος γυναικα λουομενην? και η γυνη ητο ωραια την οψιν σφοδρα.
3 David fit prendre des informations sur cette femme, et on répondit: "Mais c'est Bethsabée, filled'Eliam et femme d'Urie le Hittite!"3 Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ηρευνησε περι της γυναικος. Και ειπε τις, Δεν ειναι αυτη Βηθ-σαβεε, η θυγατηρ του Ελιαμ, η γυνη Ουριου του Χετταιου;
4 Alors David envoya des émissaires et la fit chercher. Elle vint chez lui et il coucha avec elle,alors qu'elle venait de se purifier de ses règles. Puis elle retourna dans sa maison.4 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας και ελαβεν αυτην? και οτε ηλθε προς αυτον, εκοιμηθη μετ' αυτης, διοτι ειχε καθαρισθη απο της ακαθαρσιας αυτης? και επεστρεψεν εις τον οικον αυτης.
5 La femme conçut et elle envoya dire à David: "Je suis enceinte!"5 Και συνελαβεν η γυνη? και αποστειλασα απηγγειλε προς τον Δαβιδ και ειπεν, Εγκυος ειμαι.
6 Alors David expédia un message à Joab: "Envoie-moi Urie le Hittite", et Joab envoya Urie àDavid.6 Και απεστειλεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ, λεγων, Αποστειλον μοι Ουριαν τον Χετταιον. Και απεστειλεν ο Ιωαβ τον Ουριαν προς τον Δαβιδ.
7 Lorsqu'Urie fut arrivé auprès de lui, David demanda comment allaient Joab et l'armée et laguerre.7 Και οτε ηλθε προς αυτον ο Ουριας, ηρωτησεν ο Δαβιδ πως εχει ο Ιωαβ και πως εχει ο λαος και πως εχουσι τα του πολεμου.
8 Puis David dit à Urie: "Descends à ta maison et lave-toi les pieds." Urie sortit du palais, suivid'un présent de la table royale.8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Καταβα εις τον οικον σου και νιψον τους ποδας σου? και εξηλθεν ο Ουριας εκ του οικου του βασιλεως? και κατοπιν αυτου ηλθε μεριδιον απο της τραπεζης του βασιλεως.
9 Mais Urie coucha à la porte du palais avec tous les gardes de son maître et ne descendit pas à samaison.9 Αλλ' ο Ουριας εκοιμηθη παρα την θυραν του οικου του βασιλεως, μετα παντων των δουλων του κυριου αυτου και δεν κατεβη εις τον οικον αυτου.
10 On en informa David: "Urie, lui dit-on, n'est pas descendu à sa maison." David demanda à Urie:"N'arrives-tu pas de voyage? Pourquoi n'es-tu pas descendu à ta maison?"10 Και οτε απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν κατεβη ο Ουριας εις τον οικον αυτου, ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Συ δεν ερχεσαι εξ οδοιποριας; δια τι δεν κατεβης εις τον οικον σου;
11 Urie répondit à David: "L'arche, Israël et Juda logent sous les huttes, mon maître Joab et lagarde de Monseigneur campent en rase campagne, et moi j'irais à ma maison pour manger et boire et coucheravec ma femme! Aussi vrai que Yahvé est vivant et que tu vis toi-même, je ne ferai pas une chose pareille!"11 Και ειπεν ο Ουριας προς τον Δαβιδ, Η κιβωτος και ο Ισραηλ και ο Ιουδας κατοικουσιν εν σκηναις, και ο κυριος μου Ιωαβ και οι δουλοι του κυριου μου, ειναι εστρατοπεδευμενοι επι το προσωπον της πεδιαδος? και εγω θελω υπαγει εις τον οικον μου, δια να φαγω και να πιω και να κοιμηθω μετα της γυναικος μου; ζης και ζη η ψυχη σου, δεν θελω καμει το πραγμα τουτο.
12 Alors David dit à Urie: "Reste encore aujourd'hui ici, et demain je te donnerai congé." Urieresta donc à Jérusalem ce jour-là. Le lendemain,12 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Μεινε ενταυθα και σημερον, και αυριον θελω σε εξαποστειλει. Και εμεινεν ο Ουριας εν Ιερουσαλημ την ημεραν εκεινην και την επαυριον.
13 David l'invita à manger et à boire en sa présence et il l'enivra. Le soir Urie sortit et s'étendit sursa couche avec les gardes de son maître, mais il ne descendit pas à sa maison.13 Και εκαλεσεν αυτον ο Δαβιδ, και εφαγεν ενωπιον αυτου και επιεν? και εμεθυσεν αυτον? και το εσπερας εξηλθε να κοιμηθη επι της κλινης αυτου μετα των δουλων του κυριου αυτου, πλην εις τον οικον αυτου δεν κατεβη.
14 Le matin suivant, David écrivit une lettre à Joab et la fit porter par Urie.14 Και το πρωι εγραψεν ο Δαβιδ επιστολην προς τον Ιωαβ, και εστειλεν αυτην δια χειρος του Ουριου.
15 Il écrivait dans la lettre: "Mettez Urie au plus fort de la mêlée et reculez derrière lui: qu'il soitfrappé et qu'il meure."15 Και εγραψεν εν τη επιστολη, λεγων, Θεσατε τον Ουριαν απεναντι της σκληροτερας μαχης? επειτα συρθητε απ' αυτου, δια να κτυπηθη και να αποθανη.
16 Joab, qui bloquait la ville, plaça Urie à l'endroit où il savait que se trouvaient de vaillantsguerriers.16 Και αφου παρετηρησε την πολιν ο Ιωαβ, διωρισε τον Ουριαν εις θεσιν, οπου ηξευρεν οτι ησαν ανδρες δυναμεως.
17 Les gens de la ville firent une sortie et attaquèrent Joab. Il y eut des tués dans l'armée, parmi lesgardes de David, et Urie le Hittite mourut aussi.17 Και εξηλθον οι ανδρες της πολεως, και επολεμησαν μετα του Ιωαβ? και επεσον εκ του λαου τινες των δουλων του Δαβιδ? εθανατωθη δε και Ουριας ο Χετταιος.
18 Joab envoya à David un compte-rendu de tous les détails du combat.18 Και απεστειλεν ο Ιωαβ και ανηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα τα περι του πολεμου.
19 Il donna cet ordre au messager: "Quand tu auras fini de raconter au roi tous les détails ducombat,19 Και προσεταξε τον μηνυτην, λεγων, Αφου τελειωσης λαλων προς τον βασιλεα παντα τα περι του πολεμου,
20 si la colère du roi s'élève et qu'il te dise: Pourquoi vous êtes-vous approchés de la ville pourlivrer bataille? Ne saviez-vous pas qu'on tire du haut des remparts?20 εξαφθη ο θυμος του βασιλεως, και ειπη προς σε, Δια τι επλησιασατε εις την πολιν μαχομενοι; δεν ηξευρετε οτι ηθελον τοξευσει απο του τειχους;
21 Qui a tué Abimélek, le fils de Yerubbaal? N'est-ce pas une femme, qui a lancé une meule surlui, du haut du rempart, et il est mort à Tébèç? Pourquoi vous êtes-vous approchés du rempart?, tu diras: Tonserviteur Urie le Hittite est mort lui aussi."21 τις επαταξεν Αβιμελεχ τον υιον του Ιερουβεσεθ; γυνη τις δεν ερριψεν επ' αυτον τμημα μυλοπετρας απο του τειχους, και απεθανεν εν Θαιβαις; δια τι επλησιασατε εις το τειχος; τοτε ειπε, Απεθανε και ο δουλος σου Ουριας ο Χετταιος.
22 Le messager partit et, à son arrivée, il rapporta à David tout le message dont Joab l'avait chargé.David s'emporta contre Joab et dit au messager: "Pourquoi vous êtes-vous approchés du rempart de la ville pourlivrer bataille? Ne saviez-vous pas qu'on tire du haut des remparts? Qui a tué Abimélek, le fils de Yerubbaal?N'est-ce pas une femme qui a jeté une meule sur lui du haut du rempart, et il est mort à Tébèç? Pourquoi vousêtes-vous approchés du rempart?"22 Υπηγε λοιπον ο μηνυτης και ελθων, απηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα εκεινα, δια τα οποια απεστειλεν αυτον ο Ιωαβ.
23 Le messager répondit à David: "C'est que ces gens l'avaient emporté sur nous et étaient sortisvers nous en rase campagne, nous les avons refoulés jusqu'à l'entrée de la porte23 Και ειπεν ο μηνυτης προς τον Δαβιδ, οτι υπερισχυσαν καθ' ημων οι ανδρες και εξηλθον προς ημας εις την πεδιαδα, και κατεδιωξαμεν αυτους μεχρι της εισοδου της πυλης?
24 mais les archers ont tiré sur tes gardes du haut des remparts, certains des gardes du roi ont périet ton serviteur Urie le Hittite est mort lui aussi."24 αλλ' οι τοξοται ετοξευσαν απο του τειχους επι τους δουλους σου? και τινες των δουλων του βασιλεως απεθανον, και ο δουλος σου ετι Ουριας ο Χετταιος απεθανε.
25 Alors David dit au messager: "Voici ce que tu diras à Joab: Que cette affaire ne t'affecte pas:l'épée dévore tantôt celui-ci et tantôt celui-là. Force ton attaque contre la ville et détruis-là. Ainsi tu lui rendrascourage."25 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ προς τον μηνυτην, Ουτω θελεις ειπει προς τον Ιωαβ? Μη σε ανησυχη τουτο το πραγμα? διοτι η ρομφαια κατατρωγει ποτε μεν ενα, ποτε δε αλλον? ενισχυσον την μαχην σου εναντιον της πολεως και καταστρεψον αυτην? και συ ενθαρρυνε αυτον.
26 Lorsque la femme d'Urie apprit que son époux, Urie, était mort, elle fit le deuil pour son mari.26 Οτε δε ηκουσεν η γυνη του Ουριου, οτι Ουριας ο ανηρ αυτης απεθανεν, επενθησε δια τον ανδρα αυτης.
27 Quand le deuil fut achevé, David l'envoya chercher et la recueillit chez lui, et elle devint safemme. Elle lui enfanta un fils. Mais l'action que David avait commise avait déplut à Yahvé.27 Και αφου επερασε το πενθος, απεστειλεν ο Δαβιδ και παρελαβεν αυτην εις τον οικον αυτου? και εγεινε γυνη αυτου και εγεννησεν εις αυτον υιον? το πραγμα ομως το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, εφανη κακον εις τους οφθαλμους του Κυριου.