| 1 Και ειπεν Ηλιας ο Θεσβιτης, ο εκ των κατοικων της Γαλααδ, προς τον Αχααβ, Ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, εμπροσθεν του οποιου παρισταμαι, δεν θελει εισθαι τα ετη ταυτα δροσος και βροχη, ειμη δια του λογου του στοματος μου. | 1 Prorok Eliasz z Tiszbe w Gileadzie rzekł do Achaba: Na życie Pana, Boga Izraela, któremu służę! Nie będzie w tych latach ani rosy, ani deszczu, dopóki nie powiem. |
| 2 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων, | 2 Potem Pan skierował do niego to słowo: |
| 3 Αναχωρησον εντευθεν και στρεψον προς ανατολας και κρυφθητι πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου? | 3 Odejdź stąd i udaj się na wschód, aby ukryć się przy potoku Kerit, który jest na wschód od Jordanu. |
| 4 και θελεις πινει εκ του χειμαρρου? προσεταξα δε τους κορακας να σε τρεφωσιν εκει. | 4 Wodę będziesz pił z potoku, krukom zaś kazałem, żeby cię tam żywiły. |
| 5 Και υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Κυριου? διοτι υπηγε και εκαθησε πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου. | 5 Poszedł więc, aby uczynić według rozkazu Pańskiego, i podążył, żeby zamieszkać przy potoku Kerit na wschód od Jordanu. |
| 6 Και οι κορακες εφερον προς αυτον αρτον και κρεας το πρωι, και αρτον και κρεας το εσπερας? και επινεν εκ του χειμαρρου. | 6 A kruki przynosiły mu rano chleb i mięso wieczorem, a wodę pijał z potoku. |
| 7 Μετα δε τινας ημερας εξηρανθη ο χειμαρρος, επειδη δεν εγεινε βροχη επι της γης. | 7 Lecz po upływie pewnego czasu potok wysechł, gdyż w kraju nie padał deszcz. |
| 8 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων, | 8 Wówczas Pan skierował do niego to słowo: |
| 9 Σηκωθεις υπαγε εις Σαρεπτα της Σιδωνος και καθισον εκει? ιδου, προσεταξα εκει γυναικα χηραν να σε τρεφη. | 9 Wstań! Idź do Sarepty koło Sydonu i tam będziesz mógł zamieszkać, albowiem kazałem tam [pewnej] wdowie, aby cię żywiła. |
| 10 Και σηκωθεις υπηγεν εις Σαρεπτα. Και ως ηλθεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εκει γυνη χηρα συναγουσα ξυλαρια? και εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι, παρακαλω, ολιγον υδωρ εν αγγειω, δια να πιω. | 10 Wtedy wstał i zaraz poszedł do Sarepty. Kiedy wchodził do bramy tego miasta, pewna wdowa zbierała tam sobie drwa. Więc zawołał ją i powiedział: Daj mi, proszę, trochę wody w naczyniu, abym się napił. |
| 11 Και ενω υπηγε να φερη αυτο, εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι παρακαλω, κομματιον αρτου εν τη χειρι σου. | 11 Ona zaś zaraz poszła, aby jej nabrać, ale zawołał na nią i rzekł: Weź, proszę, dla mnie i kromkę chleba! |
| 12 Η δε ειπε, Ζη Κυριος ο Θεος σου, δεν εχω ψωμιον, αλλα μονον μιαν χεριαν αλευρου εις το πιθαριον και ολιγον ελαιον εις το ρωγιον? και ιδου, συναγω δυο ξυλαρια, δια να υπαγω και να καμω αυτο δι' εμαυτην και δια τον υιον μου, και να φαγωμεν αυτο και να αποθανωμεν. | 12 Na to odrzekła: Na życie Pana, Boga twego! Już nie mam pieczywa - tylko garść mąki w dzbanie i trochę oliwy w baryłce. Właśnie zbieram kilka kawałków drewna i kiedy przyjdę, przyrządzę sobie i memu synowi [strawę]. Zjemy to, a potem pomrzemy. |
| 13 Ο δε Ηλιας ειπε προς αυτην, Μη φοβου? υπαγε, καμε ως ειπας? πλην εξ αυτου καμε εις εμε πρωτον μιαν μικραν πητταν και φερε εις εμε, και επειτα καμε δια σεαυτην και δια τον υιον σου? | 13 Eliasz zaś jej powiedział: Nie bój się! Idź, zrób, jak rzekłaś; tylko najpierw zrób z tego mały podpłomyk dla mnie i przynieś mi! A sobie i twemu synowi zrobisz potem. |
| 14 διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? το πιθαριον του αλευρου δεν θελει κενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου θελει ελαττωθη, εως της ημερας καθ' ην ο Κυριος θελει δωσει βροχην επι προσωπου της γης. | 14 Bo Pan, Bóg Izraela, rzekł tak: Dzban mąki nie wyczerpie się i baryłka oliwy nie opróżni się aż do dnia, w którym Pan spuści deszcz na ziemię. |
| 15 Η δε υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Ηλια? και ετρωγεν αυτη και αυτος και ο οικος αυτης ημερας πολλας? | 15 Poszła więc i zrobiła, jak Eliasz powiedział, a potem zjadł on i ona oraz jej syn, i tak było co dzień. |
| 16 το πιθαριον του αλευρου δεν εκενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου ηλαττωθη, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του Ηλια. | 16 Dzban mąki nie wyczerpał się i baryłka oliwy nie opróżniła się według obietnicy, którą Pan wypowiedział przez Eliasza. |
| 17 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ηρρωστησεν ο υιος της γυναικος, της κυριας του οικου? και η αρρωστια αυτου ητο δυνατη σφοδρα, εωσου δεν εμεινε πνοη εν αυτω. | 17 Po tych wydarzeniach zachorował syn tej kobiety, będącej głową rodziny. Niebawem jego choroba tak bardzo się wzmogła, że przestał oddychać. |
| 18 Και ειπε προς τον Ηλιαν, Τι εχεις μετ' εμου, ανθρωπε του Θεου; ηλθες προς εμε δια να φερης εις ενθυμησιν τας ανομιας μου και να θανατωσης τον υιον μου; | 18 Wówczas powiedziała ona Eliaszowi: Czego ty, mężu Boży, chcesz ode mnie? Czy po to przyszedłeś do mnie, aby mi przypomnieć moją winę i przyprawić o śmierć mego syna? |
| 19 Ο δε ειπε προς αυτην, Δος μοι τον υιον σου. Και ελαβεν αυτον εκ του κολπου αυτης και ανεβιβασεν αυτον εις το υπερωον, οπου αυτος εκαθητο, και επλαγιασεν αυτον επι την κλινην αυτου. | 19 Na to Eliasz jej odpowiedział: Daj mi twego syna! Następnie, wziąwszy go z jej łona, zaniósł go do górnej izby, gdzie sam mieszkał, i położył go na swoim łóżku. |
| 20 Και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου? επεφερες κακον και εις την χηραν, παρα τη οποια εγω παροικω, ωστε να θανατωσης τον υιον αυτης; | 20 Potem wzywając Pana, rzekł: O Panie, Boże mój! Czy nawet na wdowę, u której zamieszkałem, sprowadzasz nieszczęście, dopuszczając śmierć jej syna? |
| 21 Και εξηπλωθη τρις επι το παιδαριον και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου, ας επανελθη, δεομαι, η ψυχη του παιδαριου τουτου εντος αυτου. | 21 Później trzykrotnie rozciągnął się nad dzieckiem i znów wzywając Pana rzekł: O Panie, Boże mój! Błagam cię, niech dusza tego dziecka wróci do niego! |
| 22 Και εισηκουσεν ο Κυριος της φωνης του Ηλια? και επανηλθεν η ψυχη του παιδαριου εντος αυτου και ανεζησε. | 22 Pan zaś wysłuchał wołania Eliasza, gdyż dusza dziecka powróciła do niego, a ono ożyło. |
| 23 Και ελαβεν ο Ηλιας το παιδαριον, και κατεβιβασεν αυτο απο του υπερωου εις τον οικον και εδωκεν αυτο εις την μητερα αυτου. Και ειπεν ο Ηλιας, Βλεπε, ζη ο υιος σου. | 23 Wówczas Eliasz wziął dziecko i zniósł z górnej izby tego domu, i zaraz oddał je matce. Następnie Eliasz rzekł: Patrz, syn twój żyje! |
| 24 Και ειπεν η γυνη προς τον Ηλιαν, Τωρα γνωριζω εκ τουτου οτι εισαι ανθρωπος του Θεου, και ο λογος του Κυριου εν τω στοματι σου ειναι αληθεια. | 24 A wtedy ta kobieta powiedziała do Eliasza: Teraz już wiem, że naprawdę jesteś mężem Bożym i słowo Pańskie w twoich ustach jest prawdą. |