1 Todo el mundo era de un mismo lenguaje e idénticas palabras. | 1 Και ητο πασα η γη μιας γλωσσης και μιας φωνης. |
2 Al desplazarse la humanidad desde oriente, hallaron una vega en el país de Senaar y allí se establecieron. | 2 Και οτε εκινησαν απο της ανατολης, ευρον πεδιαδα εν τη γη Σεννααρ? και κατωκησαν εκει. |
3 Entonces se dijeron el uno al otro: «Ea, vamos a fabricar ladrillos y a cocerlos al fuego.» Así el ladrillo les servía de piedra y el betún de argamasa. | 3 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Ελθετε, ας καμωμεν πλινθους, και ας ψησωμεν αυτας εν πυρι? και εχρησιμευσεν εις αυτους η μεν πλινθος αντι πετρας, η δε ασφαλτος εχρησιμευσεν εις αυτους αντι πηλου. |
4 Después dijeron: «Ea, vamos a edificarnos una ciudad y una torre con la cúspide en los cielos, y hagámonos famosos, por si nos desperdigamos por toda la haz de la tierra.» | 4 Και ειπον, Ελθετε, ας οικοδομησωμεν εις εαυτους πολιν και πυργον, του οποιου η κορυφη να φθανη εως του ουρανου? και ας αποκτησωμεν εις εαυτους ονομα, μηπως διασπαρωμεν επι του προσωπου πασης της γης. |
5 Bajó Yahveh a ver la ciudad y la torre que habían edificado los humanos, | 5 Κατεβη δε ο Κυριος δια να ιδη την πολιν και τον πυργον, τον οποιον ωκοδομησαν οι υιοι των ανθρωπων. |
6 y dijo Yahveh: «He aquí que todos son un solo pueblo con un mismo lenguaje, y este es el comienzo de su obra. Ahora nada de cuanto se propongan les será imposible. | 6 Και ειπεν ο Κυριος, Ιδου, εις λαος, και παντες εχουσι μιαν γλωσσαν, και ηρχισαν να καμνωσι τουτο? και τωρα δεν θελει εμποδισθη εις αυτους παν ο, τι σκοπευουσι να καμωσιν? |
7 Ea, pues, bajemos, y una vez allí confundamos su lenguaje, de modo que no entienda cada cual el de su prójimo.» | 7 ελθετε, ας καταβωμεν και ας συγχυσωμεν εκει την γλωσσαν αυτων, δια να μη εννοη ο εις του αλλου την γλωσσαν. |
8 Y desde aquel punto los desperdigó Yahveh por toda la haz de la tierra, y dejaron de edificar la ciudad. | 8 Και διεσκορπισεν αυτους ο Κυριος εκειθεν επι του προσωπου πασης της γης? και επαυσαν να οικοδομωσι την πολιν. |
9 Por eso se la llamó Babel; porque allí embrolló Yahveh el lenguaje de todo el mundo, y desde allí los desperdigó Yahveh por toda la haz de la tierra. | 9 Δια τουτο ωνομασθη το ονομα αυτης Βαβελ? διοτι εκει συνεχεεν ο Κυριος την γλωσσαν πασης της γης? και εκειθεν διεσκορπισεν αυτους ο Κυριος επι το προσωπον πασης της γης. |
10 Estos son los descendientes de Sem: Sem tenía cien años cuando engendró a Arpaksad, dos años después del diluvio. | 10 Αυτη ειναι η γενεαλογια του Σημ. Ο Σημ ητο ετων εκατον, οτε εγεννησε τον Αρφαξαδ δυο ετη μετα τον κατακλυσμον? |
11 Vivió Sem, después de engendrar a Arpaksad, quinientos años, y engendró hijos e hijas. | 11 και εζησεν ο Σημ, αφου εγεννησε τον Αρφαξαδ, πεντακοσια ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
12 Arpaksad era de 35 años de edad cuando engendró a Sélaj. | 12 Και ο Αρφαξαδ εζησε τριακοντα πεντε ετη, και εγεννησε τον Σαλα? |
13 Y vivió Arpaksad, después de engendrar a Sélaj, 403 años, y engendró hijos e hijas. | 13 και εζησεν ο Αρφαξαδ, αφου εγεννησε τον Σαλα, τετρακοσια τρια ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
14 Era Sélaj de treinta años cuando engendró a Héber. | 14 Και ο Σαλα εζησε τριακοντα ετη, και εγεννησε τον Εβερ? |
15 Y vivió Sélaj, después de engendrar a Héber, 403 años, y engendró hijos e hijas. | 15 και εζησεν ο Σαλα, αφου εγεννησε τον Εβερ, τετρακοσια τρια ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
16 Era Héber de 34 años cuando engendró a Péleg. | 16 Και εζησεν ο Εβερ τριακοντα τεσσαρα ετη, και εγεννησε τον Φαλεγ? |
17 Y vivió Héber después de engendrar a Péleg 430 años, y engendró hijos e hijas. | 17 και εζησεν ο Εβερ, αφου εγεννησε τον Φαλεγ, τετρακοσια τριακοντα ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
18 Era Péleg de treinta años cuando engendró a Reú. | 18 Και εζησεν ο Φαλεγ τριακοντα ετη, και εγεννησε τον Ραγαυ? |
19 Y vivió Péleg, después de engendrar a Reú, 209 años, y engendró hijos e hijas. | 19 και εζησεν ο Φαλεγ, αφου εγεννησε τον Ραγαυ, διακοσια εννεα ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
20 Era Reú de 32 años cuando engendró a Serug. | 20 Και εζησεν ο Ραγαυ τριακοντα δυο ετη, και εγεννησε τον Σερουχ? |
21 Y vivió Reú después de engendrar a Serug, 207 años, y engendró hijos e hijas. | 21 και εζησεν ο Ραγαυ, αφου εγεννησε τον Σερουχ, διακοσια επτα ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
22 Era Serug de treinta años cuando engendró a Najor. | 22 Και εζησεν ο Σερουχ τριακοντα ετη, και εγεννησε τον Ναχωρ? |
23 Y vivió Serug, después de engendrar a Najor, doscientos años, y engendró hijos e hijas. | 23 και εζησεν ο Σερουχ, αφου εγεννησε τον Ναχωρ, διακοσια ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
24 Era Najor de veintinueve años cuando engendró a Téraj. | 24 Και εζησεν ο Ναχωρ εικοσιεννεα ετη, και εγεννησε τον Θαρα? |
25 Y vivió Najor, después de engendrar a Téraj, 119 años, y engendró hijos e hijas. | 25 και εζησεν ο Ναχωρ, αφου εγεννησε τον Θαρα, εκατον δεκαεννεα ετη, και εγεννησεν υιους και θυγατερας. |
26 Era Téraj de setenta años cuando engendró a Abram, a Najor y a Harán. | 26 Και εζησεν ο Θαρα εβδομηκοντα ετη, και εγεννησε τον Αβραμ, τον Ναχωρ, και τον Αρραν. |
27 Estos, son los descendientes de Téraj: Téraj engendró a Abram, a Najor y a Harán. Harán engendró a Lot. | 27 Και αυτη ειναι η γενεαλογια του Θαρα? ο Θαρα εγεννησε τον Αβραμ, τον Ναχωρ, και τον Αρραν? και ο Αρραν εγεννησε τον Λωτ. |
28 Harán murió en vida de su padre Téraj, en su país natal, Ur de los caldeos. | 28 Και απεθανεν ο Αρραν ενωπιον Θαρα του πατρος αυτου εν τω τοπω της γεννησεως αυτου, εν Ουρ των Χαλδαιων. |
29 Abram y Najor se casaron. La mujer de Abram se llamaba Saray, y la mujer de Najor, Milká, hija de Harán, el padre de Milká y de Jiská. | 29 Και ελαβον ο Αβραμ και ο Ναχωρ εις εαυτους γυναικας? το ονομα της γυναικος του Αβραμ ητο Σαρα? και το ονομα της γυναικος του Ναχωρ, Μελχα, θυγατηρ του Αρραν, πατρος Μελχα, και πατρος Ιεσχα. |
30 Saray era estéril, sin hijos. | 30 Η δε Σαρα ητο στειρα, δεν ειχε τεκνον. |
31 Téraj tomó a su hijo Abram, a su nieto Lot, el hijo de Harán, y a su nuera Saray, la mujer de su hijo Abram, y salieron juntos de Ur de los caldeos, para dirigirse a Canaán. Llegados a Jarán, se establecieron allí. | 31 Και ελαβεν ο Θαρα Αβραμ τον υιον αυτου και Λωτ τον υιον του Αρραν εγγονον εαυτου, και Σαραν την εαυτου νυμφην, την γυναικα Αβραμ του υιου αυτου? και εξηλθον ομου απο της Ουρ των Χαλδαιων, δια να υπαγωσιν εις την γην Χανααν? και ηλθον εως Χαρραν και κατωκησαν εκει. |
32 Fueron los días de Téraj 205 años, y murió en Jarán. | 32 Και εγειναν αι ημεραι του Θαρα διακοσια πεντε ετη? και απεθανεν ο Θαρα εν Χαρραν. |