1 E tu, figliuolo d' uomo, indovina incontro a Gog, e dirai: questo dice lo Signore Iddio: ecco me sopra te, Gog, principe del capo di Mosoc e di Tubal. | 1 Και συ, υιε ανθρωπου, προφητευσον κατα του Γωγ και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, Γωγ, ηγεμων της Ρως, Μεσεχ και Θουβαλ? |
2 E circonderotti, e seducerotti, e farotti salire dalli lati d'aquilone, e adducerò te sopra li monti d'Israel, (e tutti i tuoi fornimenti, e li popoli i quali sono teco). | 2 και θελω σε περιστρεψει και σε περιπλανησει, και θελω σε αναβιβασει εκ των εσχατων του βορρα και φερει επι τα ορη του Ισραηλ? |
3 E percuoterò l'arco tuo nella tua mano manca, e gitterò le tue saette della tua mano diritta. | 3 και θελω εκτιναξει το τοξον σου απο της αριστερας σου χειρος και καμει τα βελη σου να εκπεσωσιν απο της δεξιας σου χειρος. |
4 Tu cadrai sopra li monti d' Israel, e tutti li tuoi fornimenti, e li popoli i quali sono teco; io t' hoe dato a divorare alle fiere e ad ogni uccello e alle bestie della terra. | 4 Θελεις πεσει επι των ορεων του Ισραηλ, συ και παντα τα ταγματα σου και οι λαοι οι μετα σου? θελω σε δωσει εις τα πτερωτα ορνεα παντος ειδους και εις τα θηρια του αγρου, εις καταβρωμα? |
5 Tu cadrai sopra la faccia del campo; però ch' io hoe parlato, dice lo Signore Iddio. | 5 θελεις πεσει επι του προσωπου του αγρου? διοτι εγω ελαλησα, λεγει Κυριος ο Θεος. Και θελω αποστειλει πυρ επι τον Μαγωγ και μεταξυ των κατοικουντων εν ασφαλεια, τας νησους? και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος. |
6 E metterò lo fuoco in Magog, e in quelli che àbitano nelle isole fidatamente; e sapranno ch' io sono Iddio (d' Israel). | 6 Και θελω καμει το ονομα μου το αγιον γνωστον εν μεσω του λαου μου Ισραηλ. |
7 Efarò manifesto lo mio santo nome nel mezzo del mio popolo d' Israel, e non corromperò lo mio santo nome più; e sapranno le genti ch' io sono lo Signore Iddio santo d' Israel. | 7 Και δεν θελω αφησει να βεβηλωσωσι πλεον το ονομα μου το αγιον? και θελουσι γνωρισει τα εθνη, οτι εγω ειμαι ο Κυριος, ο Αγιος εν Ισραηλ? |
8 Ecco viene, e fatto è, dice lo Signore Iddio; questo è lo dì, lo quale io hoe parlato. | 8 Ιδου, ηλθε και εγεινε, λεγει Κυριος ο Θεος? αυτη ειναι η ημερα, περι της οποιας ελαλησα. |
9 E li abitatori usciranno delle cittadi d' Israel, e accenderanno e arderanno l'arme e lo scudo e l'asta, l'arco e le saette e i bastoni delle mani e li spuntoni di legno; e accenderannole nel fuoco per sette anni. | 9 Και οι κατοικουντες τας πολεις του Ισραηλ θελουσιν εξελθει και θελουσι βαλει εις το πυρ και καυσει τα οπλα και τας ασπιδας και τους θυρεους, τα τοξα και τα βελη και τα ακοντια και τας λογχας? και θελουσι καιει με αυτα πυρ επτα ετη? |
10 E non porteranno li legni delle contrade, e non le taglieranno del bosco; però che accenderanno l'armi col fuoco, e prederanno quelli a' quali (che) furono prede, e ruberanno li loro guastatori, dice lo Signore Iddio. | 10 και δεν θελουσι λαβει ξυλα εκ του αγρου ουδε θελουσι κοψει εκ των δρυμων, διοτι θελουσι καιει πυρ εκ των οπλων? και θελουσι λεηλατησει τους λεηλατησαντας αυτους και λαφυραγωγησει τους λαφυραγωγησαντας αυτους, λεγει Κυριος ο Θεος. |
11 E in quel dì sarà ch' io darò Gog nominato per sepolcro d' Israel, valle de' viandanti inverso l'oriente del mare, la quale farae maravigliare quelli che vi passano; e ivi seppelliranno Gog e tutta la sua moltitudine, e sarà chiamata Valle della moltitudine di Gog. | 11 Και εν εκεινη τη ημερα θελω δωσει εις τον Γωγ τοπον ταφης εκει εν Ισραηλ, την φαραγγα των διαβατων, προς ανατολας της θαλασσης? και αυτη θελει κλειει την οδον των διαβαινοντων? και εκει θελουσι χωσει τον Γωγ και απαν το πληθος αυτου? και θελουσιν ονομασει αυτην, Η φαραγξ του Αμων-γωγ. |
12 E seppelliranno loro la casa d' Israel, acciò che nettino la terra sette mesi. | 12 Και ο οικος Ισραηλ θελει χονει αυτους επτα μηνας, δια να καθαρισωσι την γην. |
13 E ogni popolo della terra seppellirà lui; e sarà dì nominato a loro, nel quale dì io sono glorificato, dice lo Signore Iddio. | 13 Και απας ο λαος της γης θελει χονει αυτους? και θελει εισθαι εις αυτους ονομαστη η ημερα καθ' ην εδοξασθην, λεγει Κυριος ο Θεος. |
14 E ordineranno li uomini insieme riguardanti la terra, i quali sotterrino, e richieggano loro i quali erano rimasi sopra la terra, per nettare quella; e cominceranno a richiedere (loro) dopo alli sette mesi. | 14 Και θελουσι διαχωρισει ανδρας, οιτινες περιερχομενοι ακαταπαυστως την γην θελουσι θαπτει με την βοηθειαν των διαβατων τους μειναντας επι του προσωπου της γης, δια να καθαρισωσιν αυτην? μετα το τελος των επτα μηνων θελουσι καμει ακριβη αναζητησιν. |
15 E attornieranno andando in pellegrinaggio nella terra; e quando averanno veduta la bocca deluomo, porranno a lato a quella bocca uno titolo, insino a tanto ch' egli lo sotterrino, li pollintori, nella valle della moltitudine di Gog. | 15 Και εκ των διαβατων των διαβαινοντων την γην, οταν τις ιδη οστουν ανθρωπου, τοτε θελει στηνει σημειον πλησιον αυτου, εωσου οι ενταφιασται θαψωσιν αυτο εν τη φαραγγι του Αμων-γωγ. |
16 E lo nome della città si chiama Amona; e netteranno la terra. | 16 Και της πολεως δε το ονομα θελει εισθαι Αμωνα. Ουτω θελουσι καθαρισει την γην. |
17 E tu, figliuolo d' uomo, di': questo dice lo Signore Iddio: di' a ogni uccello, e a tutte le bestie della terra: convenitevi (cioè arrecatevi) e affrettatevi e correte da ogni parte alla mia bestia del sacrificio, la quale io sacrifico a voi, animale grande sopra li monti d' Israel, acciò che voi mangiate la carne, e beviate lo sangue. | 17 Και συ, υιε ανθρωπου, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ειπε προς τα ορνεα παντος ειδους και προς παντα τα θηρια του αγρου, συναχθητε και ελθετε? συναθροισθητε πανταχοθεν εις την θυσιαν μου, την οποιαν εγω εθυσιασα δια σας, θυσιαν μεγαλην επι των ορεων του Ισραηλ, δια να φαγητε σαρκα και να πιητε αιμα. |
18 Le carni de' forti mangerete, e lo sangue berete de' principi della terra, de' montoni e delli agnelli e de' becchi e de' tori e delli uccelli e di tutti li animali grassi. | 18 Θελετε φαγει την σαρκα των ισχυρων και πιει το αιμα των αρχοντων της γης, των κριων, των αρνιων και των τραγων και των μοσχων, παντων σιτευτων της Βασαν? |
19 E mangerete lo mangiare, e satureretevi; e berete lo sangue, e inebrieretevi, di quella bestia la quale io sacrificherò a voi. | 19 και θελετε φαγει παχος εις χορτασμον και πιει αιμα εις μεθην εκ της θυσιας μου την οποιαν εθυσιασα δια σας? |
20 E satureretevi sopra la vallo e del cavaliere forte e di battitori, dice lo Signore Iddio. | 20 και θελετε χορτασθη επι της τραπεζης μου, απο ιππων και αναβατων, απο ισχυρων και απο παντος ανδρος πολεμιστου, λεγει Κυριος ο Θεος. |
21 E porrò la mia gloria nelle genti; e tutte le genti vedranno lo mio giudicio lo quale io averò fatto, e la mia mano la quale io averò posta sopra loro. | 21 Και θελω θεσει την δοξαν μου μεταξυ των εθνων, και παντα τα εθνη θελουσιν ιδει την κρισιν μου την οποιαν εξετελεσα και την χειρα μου, την οποιαν επεβαλον επ' αυτα. |
22 E saprà la casa d' Israel, ch' io sono lo Signore Iddio, da quel dì e da quinci inanzi. | 22 Και θελει γνωρισει ο οικος Ισραηλ οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος αυτων, απο της ημερας ταυτης και εις το εξης. |
23 E sapranno le genti, che la casa d' Israel sì è presa nella sua iniquità, però che mi hanno abbandonato, e io abbia nascosto la mia faccia da loro; e averolli dati nelle mani de' nimici, e tutti cadranno nel coltello. | 23 Και τα εθνη θελουσι γνωρισει οτι ο οικος Ισραηλ ηχμαλωτισθη δια την ανομιαν αυτων? επειδη εσταθησαν παραβαται προς εμε, δια τουτο εκρυψα το προσωπον μου απ' αυτων και παρεδωκα αυτους εις την χειρα των εχθρων αυτων? και επεσον παντες εν μαχαιρα. |
24 Io feci loro secondo la loro fellonia, e nascosi la mia faccia da loro. | 24 Κατα τας ακαθαρσιας αυτων και κατα τας παραβασεις αυτων επραξα εις αυτους, και εκρυψα απ' αυτων το προσωπον μου. |
25 Però questo dice lo Signore Iddio: ora rimenerò io la prigionia di Iacob, e averò misericordia della casa d' Israel, e piglierò lo zelo per lo mio santo nome. | 25 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Τωρα θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του Ιακωβ και ελεησει απαντα τον οικον Ισραηλ, και θελω εισθαι ζηλοτυπος δια το ονομα μου το αγιον, |
26 E porteranno la sua confusione, e ogni prevaricazione contro a me, quando abitarono nella loro terra a fidanza, non tementi niuno uomo; | 26 και θελουσι βαστασει την αισχυνην αυτων και πασας τας παραβασεις αυτων, δια των οποιων εγειναν παραβαται προς εμε, οτε κατωκουν ασφαλως εν τη γη αυτων και δεν υπηρχεν ο εκφοβων. |
27 e averolli menati de' popoli, e averolli menati delle terre de' loro nimici, e sarò stato santificato in loro, inanzi alli occhi di molte genti. | 27 Οταν επαναφερω αυτους εκ των λαων και συναξω αυτους εκ των τοπων των εχθρων αυτων και αγιασθω εν αυτοις ενωπιον εθνων πολλων, |
28 E sapranno ch' io sono lo Signore Iddio però ch' io li averò traportati nelle nazioni, e averolli radunati sopra la terra loro, e non averò lasciato niuno ivi. | 28 τοτε θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος αυτων, οταν, αφου καμω αυτους να φερθωσιν εις αιχμαλωσιαν μεταξυ των εθνων, συναξω αυτους εις την γην αυτων και δεν αφησω εξ αυτων πλεον εκει υπολοιπον? |
29 E non nasconderò più la mia faccia da loro; però ch' io hoe sparto lo mio spirito sopra tutta la casa d' Israel, dice lo Signore Iddio (onnipotente). | 29 και δεν θελω κρυψει πλεον το προσωπον μου απ' αυτων, διοτι εξεχεα το πνευμα μου επι τον οικον Ισραηλ, λεγει Κυριος ο Θεος. |