Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

Lettera ai Filippesi - מכתב לפיליפאים 11


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי אִישׁ חוֹלֶה לַעְזָר שְׁמוֹ מִבֵּית־הִינִי כְּפַר מִרְיָם וּמָרְתָא אֲחוֹתָהּ1 Ητο δε τις ασθενης Λαζαρος απο Βηθανιας, εκ της κωμης της Μαριας και Μαρθας της αδελφης αυτης.
2 הִיא מִרְיָם אֲשֶׁר מָשְׁחָה אֶת־הָאָדוֹן בְּשֶׁמֶן הַמֹּר וַתְּנַגֵּב אֶת־רַגְלָיו בְּשַׂעֲרוֹתֶיהָ וְעַתָּה לַעְזָר אָחִיהָ חָלָה2 Η δε Μαρια ητο η αλειψασα τον Κυριον με μυρον και σπογγισασα τους ποδας αυτου με τας τριχας αυτης, της οποιας ο αδελφος Λαζαρος ησθενει.
3 וַתִּשְׁלַחְנָה אַחְיוֹתָיו אֵלָיו לֵאמֹר אֲדֹנִי הִנֵּה זֶה אֲשֶׁר אָהַבְתָּ חֹלֶה הוּא3 Απεστειλαν λοιπον αι αδελφαι προς αυτον, λεγουσαι? Κυριε, ιδου, εκεινος τον οποιον αγαπας, ασθενει.
4 וַיִּשְׁמַע יֵשׁוּעַ וַיֹּאמַר זֹאת הַמַּחֲלָה אֵינֶנָּה לַמָּוֶת כִּי אִם־לִכְבוֹד הָאֱלֹהִים לְמַעַן יִכָּבֶד־בָּהּ בֶּן־הָאֱלֹהִים4 Και ακουσας ο Ιησους ειπεν? Αυτη η ασθενεια δεν ειναι προς θανατον, αλλ' υπερ της δοξης του Θεου, δια να δοξασθη ο Υιος του Θεου δι' αυτης.
5 וְיֵשׁוּעַ אָהֵב אֶת מָרְתָא וְאֶת־אֲחוֹתָהּ וְאֶת־לַעְזָר5 Ηγαπα δε ο Ιησους την Μαρθαν και την αδελφην αυτης και τον Λαζαρον.
6 וַיְהִי כְשָׁמְעוֹ כִּי חָלָה וַיִּתְמַהְמַהּ וַיֵּשֶׁב יוֹמַיִם בַּמָּקוֹם אֲשֶׁר־הוּא שָׁם6 Καθως λοιπον ηκουσεν οτι ασθενει, τοτε μεν εμεινε δυο ημερας εν τω τοπω οπου ητο?
7 וְאַחֲרֵי־כֵן אָמַר לְתַלְמִידָיו לְכוּ וְנָשׁוּבָה לְאֶרֶץ יְהוּדָה7 επειτα μετα τουτο λεγει προς τους μαθητας? Ας υπαγωμεν εις την Ιουδαιαν παλιν.
8 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו תַּלְמִידָיו רַבִּי עַתָּה זֶה בִּקְשׁוּ הַיְּהוּדִים לִסְקָלְךָ וְאַתָּה תָּשׁוּב שָׁמָּה8 Λεγουσι προς αυτον οι μαθηται? Ραββι, τωρα εζητουν να σε λιθοβολησωσιν οι Ιουδαιοι, και παλιν υπαγεις εκει;
9 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ הֲלֹא שְׁתֵּים־עֶשְׂרֵה שָׁעוֹת לַיּוֹם אִישׁ כִּי־יֵלֵךְ בַּיּוֹם לֹא יִכָּשֵׁל כִּי יִרְאֶה אוֹר הָעוֹלָם הַזֶּה9 Απεκριθη ο Ιησους? Δεν ειναι δωδεκα αι ωραι της ημερας; εαν τις περιπατη εν τη ημερα, δεν προσκοπτει, διοτι βλεπει το φως του κοσμου τουτου?
10 אֲבָל הַהֹלֵךְ בַּלַּיְלָה יִכָּשֵׁל כִּי הָאוֹר אֵין בּוֹ10 εαν τις ομως περιπατη εν τη νυκτι, προσκοπτει, διοτι το φως δεν ειναι εν αυτω.
11 כָּזֹאת דִּבֵּר וְאַחֲרֵי־כֵן אָמַר אֲלֵיהֶם לַעְזָר יְדִידֵנוּ יָשֵׁן הוּא וְאָנֹכִי הֹלֵךְ לְמַעַן אֲעִירֶנּוּ11 Ταυτα ειπε, και μετα τουτο λεγει προς αυτους? Λαζαρος ο φιλος ημων εκοιμηθη? αλλα υπαγω δια να εξυπνησω αυτον.
12 וַיֹּאמְרוּ תַּלְמִידָיו אֲדֹנִי אִם־יָשֵׁן הוּא יִוָּשֵׁעַ12 Ειπον λοιπον οι μαθηται αυτου? Κυριε, αν εκοιμηθη, θελει σωθη.
13 וְיֵשׁוּעַ דִּבֶּר עַל־מוֹתוֹ וְהֵמָּה חָשְׁבוּ כִּי עַל־מְנוּחַת הַשֵּׁנָה דִּבֵּר13 Αλλ' ο Ιησους ειχεν ειπει περι του θανατου αυτου? εκεινοι ομως ενομισαν οτι λεγει περι της κοιμησεως του υπνου.
14 אָז גָּלָה יֵשׁוּעַ אֶת־אָזְנָם וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לַעְזָר מֵת14 Τοτε λοιπον ειπε προς αυτους ο Ιησους παρρησια? Ο Λαζαρος απεθανε.
15 וְשָׂמֵחַ אֲנִי בִּגְלַלְכֶם כִּי לֹא־הָיִיתִי שָׁם לְמַעַן תַּאֲמִינוּ וְעַתָּה נִסְעָה וְנֵלְכָה אֵלָיו15 Και χαιρω δια σας, δια να πιστευσητε, διοτι δεν ημην εκει? αλλ' ας υπαγωμεν προς αυτον.
16 וַיֹּאמֶר תּוֹמָא הַנִּקְרָא דִידוּמוֹס אֶל־הַתַּלְמִידִים חֲבֵרָיו נֵלְכָה גַם־אֲנַחְנוּ לְמַעַן נָמוּת עִמּוֹ16 Ειπε δε ο Θωμας, ο λεγομενος Διδυμος προς τους συμμαθητας? Ας υπαγωμεν και ημεις, δια να αποθανωμεν μετ' αυτου.
17 וַיָּבֹא יֵשׁוּעַ וַיִּמְצָאֵהוּ זֶה אַרְבָּעָה יָמִים שֹׁכֵב בַּקָּבֶר17 Ελθων λοιπον ο Ιησους ευρεν αυτον τεσσαρας ημερας εχοντα ηδη εν τω μνημειω.
18 וּבֵית־הִינִי הָיָה קָרוֹב לִירוּשָׁלָיִם כְּדֶרֶךְ חֲמֵשׁ עֶשְׂרֵה רִיס18 Ητο δε η Βηθανια πλησιον των Ιεροσολυμων, απεχουσα ως δεκαπεντε σταδια.
19 וְרַבִּים מִן־הַיְּהוּדִים בָּאוּ בֵית־מָרְתָא וּמִרְיָם לְנַחֵם אֶתְהֶן עַל־אֲחִיהֶן19 Και πολλοι εκ των Ιουδαιων ειχον ελθει προς την Μαρθαν και Μαριαν, δια να παρηγορησωσιν αυτας περι του αδελφου αυτων.
20 וַיְהִי כִשְׁמֹעַ מָרְתָא כִּי יֵשׁוּעַ בָּא וַתֵּצֵא לִקְרָאתוֹ וּמִרְיָם יוֹשֶׁבֶת בַּבָּיִת20 Η Μαρθα λοιπον, καθως ηκουσεν οτι ο Ιησους ερχεται, υπηντησεν αυτον? η δε Μαρια εκαθητο εν τω οικω.
21 וַתֹּאמֶר מָרְתָא אֶל־יֵשׁוּעַ אֲדֹנִי אִלּוּ הָיִיתָ פֹּה כִּי־אָז לֹא־מֵת אָחִי21 Ειπε λοιπον η Μαρθα προς τον Ιησουν? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.
22 וְגַם־עַתָּה יָדַעְתִּי כִּי כָל־אֲשֶׁר תִּשְׁאַל מֵאֵת אֱלֹהִים יִתֵּן לְךָ אֱלֹהִים22 Πλην και τωρα εξευρω οτι οσα ζητησης παρα του Θεου, θελει σοι δωσει ο Θεος.
23 וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ יֵשׁוּעַ קוֹם יָקוּם אָחִיךְ23 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Ο αδελφος σου θελει αναστηθη.
24 וַתֹּאמֶר אֵלָיו מָרְתָא יָדַעְתִּי כִּי יָקוּם בַּתְּקוּמָה בַּיּוֹם הָאַחֲרוֹן24 Λεγει προς αυτον η Μαρθα? Εξευρω οτι θελει αναστηθη εν τη αναστασει εν τη εσχατη ημερα.
25 וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ יֵשׁוּעַ אָנֹכִי הַתְּקוּמָה וְהַחַיִּים הַמַּאֲמִין בִּי יִחְיֶה גַּם כִּי־יָמוּת25 Ειπε προς αυτην ο Ιησους? Εγω ειμαι η αναστασις και η ζωη? ο πιστευων εις εμε, και αν αποθανη, θελει ζησει?
26 וְכָל־הַחַי אֲשֶׁר יַאֲמִין־בִּי לֹא־יָמוּת לְעוֹלָם הֲתַאֲמִינִי זֹאת26 και πας οστις ζη και πιστευει εις εμε δεν θελει αποθανει εις τον αιωνα. Πιστευεις τουτο;
27 וַתֹּאמֶר אֵלָיו כֵּן אֲדֹנִי הֶאֱמַנְתִּי כִּי־אַתָּה הַמָּשִׁיחַ בֶּן־הָאֱלֹהִים הַבָּא לָעוֹלָם27 Λεγει προς αυτον? Ναι, Κυριε, εγω επιστευσα οτι συ εισαι ο Χριστος, ο Υιος του Θεου, ο ερχομενος εις τον κοσμον.
28 וַיְהִי אַחַר דַּבְּרָהּ זֹאת וַתֵּלֶךְ וַתִּקְרָא לְמִרְיָם אֲחוֹתָהּ בַּסֵּתֶר לֵאמֹר הִנֵּה הַמּוֹרֶה פֹּה וְקֹרֵא לָךְ28 Και αφου ειπε ταυτα, υπηγε και εφωναξε Μαριαν την αδελφην αυτης κρυφιως και ειπεν? Ο Διδασκαλος ηλθε και σε κραζει.
29 הִיא שָׁמְעָה וַתְּמַהֵר לָקוּם וַתָּבֹא אֵלָיו29 Εκεινη, καθως ηκουσε, σηκονεται ταχεως και ερχεται προς αυτον.
30 וְיֵשׁוּעַ טֶרֶם יָבֹא אֶל־הַכְּפָר כִּי־עוֹדֶנּוּ עֹמֵד בַּמָּקוֹם אֲשֶׁר פְּגָשַׁתּוּ־שָׁם מָרְתָא30 Δεν ειχε δε ελθει ο Ιησους ετι εις την κωμην, αλλ' ητο εν τω τοπω, οπου υπηντησεν αυτον η Μαρθα.
31 וְהַיְּהוּדִים אֲשֶׁר־בָּאוּ אֶל־בֵּיתָהּ לְנַחֲמָהּ כִּרְאוֹתָם אֶת־מִרְיָם כִּי־קָמָה פִתְאֹם וַתֵּצֵא הָלְכוּ אַחֲרֶיהָ בְּאָמְרָם כִּי־הָלְכָה לָּהּ אֶל־הַקֶּבֶר לִבְכּוֹת שָׁמָּה31 Οι Ιουδαιοι λοιπον, οι οντες μετ' αυτης εν τη οικια και παρηγορουντες αυτην, ιδοντες την Μαριαν οτι εσηκωθη ταχεως και εξηλθεν, ηκολουθησαν αυτην, λεγοντες οτι υπαγει εις το μνημειον, δια να κλαυση εκει.
32 וַתָּבֹא מִרְיָם אֶל־הַמָּקוֹם אֲשֶׁר יֵשׁוּעַ עֹמֵד שָׁם וַתֵּרֶא אֹתוֹ וַתִּפֹּל לְרַגְלָיו וַתֹּאמֶר לוֹ אֲדֹנִי אִלּוּ הָיִיתָ פֹּה כִּי־אָז לֹא־מֵת אָחִי32 Η Μαρια λοιπον καθως ηλθεν οπου ητο ο Ιησους, ιδουσα αυτον επεσεν εις τους ποδας αυτου, λεγουσα προς αυτον? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.
33 וַיְהִי כִּרְאוֹת יֵשׁוּעַ אֹתָהּ בֹּכִיָּה וְגַם־הַיְּהוּדִים אֲשֶׁר־בָּאוּ אִתָּהּ בֹּכִים וַתִּזְעֹם רוּחוֹ וַיְהִי מַרְעִיד33 Ο δε Ιησους, καθως ειδεν αυτην κλαιουσαν και τους ελθοντας μετ' αυτης Ιουδαιους κλαιοντας, εστεναξεν εν τη ψυχη αυτου και εταραχθη,
34 וַיֹּאמֶר אֵיפֹה שַׂמְתֶּם אֹתוֹ וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אֲדֹנִי בֹּא וּרְאֵה34 και ειπε? Που εβαλετε αυτον; Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, ελθε και ιδε.
35 וַיֵּבְךְּ יֵשׁוּעַ35 Εδακρυσεν ο Ιησους.
36 וַיֹּאמְרוּ הַיְּהוּדִים הִנֵּה מַה־גָּדְלָה אַהֲבָתוֹ אֹתוֹ36 Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι? Ιδε ποσον ηγαπα αυτον.
37 וּמִקְצָתָם אָמְרוּ הַפֹּקֵחַ עֵינֵי הָעִוֵּר הֲלֹא יָכֹל לַעֲשֹוֹת שֶׁגַּם־זֶה לֹא יָמוּת37 Τινες δε εξ αυτων ειπον? Δεν ηδυνατο ουτος, οστις ηνοιξε τους οφθαλμους του τυφλου, να καμη ωστε και ουτος να μη αποθανη;
38 וַיּוֹסֶף עוֹד יֵשׁוּעַ לְהִזָּעֵם בְּרוּחוֹ וַיָּבֹא אֶל־הַקֶּבֶר וְהוּא מְעָרָה וְאֶבֶן עַל־מְבוֹאָהּ38 Ο Ιησους λοιπον, παλιν στεναζων εν εαυτω, ερχεται εις το μνημειον? ητο δε σπηλαιον, και εκειτο λιθος επ' αυτου.
39 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ שְׂאוּ אֶת־הָאֶבֶן מֵעָלֶיהָ וַתֹּאמֶר אֵלָיו מָרְתָא אֲחוֹת הַמֵּת אֲדֹנִי הִנֵּה כְּבָר בָּאָשׁ כִּי־אַרְבָּעָה יָמִים לוֹ39 Λεγει ο Ιησους? Σηκωσατε τον λιθον. Λεγει προς αυτον η αδελφη του αποθανοντος η Μαρθα? Κυριε, οζει ηδη? διοτι ειναι τεσσαρων ημερων.
40 וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ יֵשׁוּעַ הֲלֹא אָמַרְתִּי לָךְ כִּי אִם־תַּאֲמִינִי תֶּחֱזִי אֶת־כְּבוֹד הָאֱלֹהִים40 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Δεν σοι ειπον οτι εαν πιστευσης, θελεις ιδει την δοξαν του Θεου;
41 וַיִּשְׂאוּ אֶת־הָאֶבֶן אֲשֶׁר הַמֵּת הוּשַׂם שָׁם וְיֵשׁוּעַ נָשָׂא אֶת־עֵינָיו לַמָּרוֹם וַיֹּאמַר אוֹדְךָ אָבִי כִּי עֲנִיתָנִי41 Εσηκωσαν λοιπον τον λιθον, οπου εκειτο ο αποθανων. Ο δε Ιησους, υψωσας τους οφθαλμους ανω, ειπε? Πατερ, ευχαριστω σοι οτι μου ηκουσας.
42 וַאֲנִי יָדַעְתִּי כִּי בְכָל־עֵת תַּעֲנֵנִי אוּלָם בַּעֲבוּר הָעָם הַזֶּה אֲשֶׁר סְבִיבוֹתַי דִּבַּרְתִּי לְמַעַן יַאֲמִינוּ בִי כִּי אַתָּה שְׁלַחְתָּנִי42 Και εγω εγνωριζον οτι παντοτε μου ακουεις? αλλα δια τον οχλον τον περιεστωτα ειπον τουτο, δια να πιστευσωσιν οτι συ με απεστειλας.
43 וַיְהִי כְּכַלּוֹתוֹ לְדַבֵּר וַיִּקְרָא בְּקוֹל גָּדוֹל לַעְזָר קוּם צֵא43 Και ταυτα ειπων, μετα φωνης μεγαλης εκραυγασε? Λαζαρε, ελθε εξω.
44 וַיֵּצֵא הַמֵּת וְיָדָיו וְרַגְלָיו כְּרוּכֹת בְּתַכְרִיכִין וּפָנָיו לוּטִים בְּמִטְפָּחַת וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם יֵשׁוּעַ הַתִּירוּ אֹתוֹ וְיֵלֵךְ לְדַרְכּוֹ44 Και εξηλθεν ο τεθνηκως, δεδεμενος τους ποδας και τας χειρας με τα σαβανα, και το προσωπον αυτου ητο περιδεδεμενον με σουδαριον. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Λυσατε αυτον και αφησατε να υπαγη.
45 וְרַבִּים מִן־הַיְּהוּדִים אֲשֶׁר בָּאוּ אֶל־מִרְיָם בִּרְאוֹתָם אֶת־אֲשֶׁר עָשָׂה יֵשׁוּעַ הֶאֱמִינוּ בוֹ45 Πολλοι λοιπον εκ των Ιουδαιων, οιτινες ειχον ελθει εις την Μαριαν και ειδον οσα εκαμεν ο Ιησους, επιστευσαν εις αυτον.
46 וּמִקְצָתָם הָלְכוּ אֶל־הַפְּרוּשִׁים וַיַּגִּידוּ לָהֶם אֶת־אֲשֶׁר עָשָׂה יֵשׁוּעַ46 Τινες δε εξ αυτων απηλθον προς τους Φαρισαιους και ειπον προς αυτους οσα εκαμεν ο Ιησους.
47 אָז יַקְהִילוּ הַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַפְּרוּשִׁים אֶת־הַסַּנְהֶדְרִין וַיֹּאמְרוּ מַה־נַּעֲשֶׂה כִּי הָאִישׁ הַלָּזֶה עֹשֶׂה אֹתוֹת הַרְבֵּה47 Συνεκροτησαν λοιπον συνεδριον οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι και ελεγον? Τι καμνομεν, διοτι ουτος ο ανθρωπος πολλα θαυματα καμνει.
48 אִם־נַנִּיחַ לוֹ לַעֲשׂוֹת כֻּלָּם יַאֲמִינוּ בוֹ וּבָאוּ הָרוֹמִיִּים וְלָקְחוּ גַּם אֶת־אַדְמָתֵנוּ וְגַם אֶת־עַמֵּנוּ48 Εαν αφησωμεν αυτον ουτω, παντες θελουσι πιστευσει εις αυτον, και θελουσιν ελθει οι Ρωμαιοι και αφανισει και τον τοπον ημων και το εθνος.
49 וְאֶחָד מֵהֶם קַיָּפָא שְׁמוֹ וְהוּא כֹּהֵן גָּדוֹל בַּשָּׁנָה הַהִיא אָמַר אֲלֵיהֶם הֵן לֹא־תֵדְעוּ מְאוּמָה49 Εις δε τις εξ αυτων, ο Καιαφας, οστις ητο αρχιερευς του ενιαυτου εκεινου, ειπε προς αυτους? Σεις δεν εξευρετε τιποτε,
50 אַף לֹא־תָבִינוּ כִּי טוֹב לָנוּ מוּת אִישׁ אֶחָד בְּעַד הַגּוֹי מֵאֲבֹד הָעָם כֻּלּוֹ50 ουδε συλλογιζεσθε οτι μας συμφερει να αποθανη εις ανθρωπος υπερ του λαου και να μη απολεσθη ολον το εθνος.
51 וְזֹאת לֹא־דִבֶּר מִלִּבּוֹ כִּי אִם־בִּהְיוֹתוֹ כֹּהֵן גָּדוֹל בַּשָּׁנָה הַהִיא נִבָּא כִּי־יֵשׁוּעַ יָמוּת בְּעַד הָעָם51 Τουτο δε αφ' εαυτου δεν ειπεν, αλλ' αρχιερευς ων του ενιαυτου εκεινου προεφητευσεν οτι εμελλεν ο Ιησους να αποθανη υπερ του εθνους,
52 וְלֹא־בְעַד הָעָם לְבַד כִּי אִם־לְקַבֵּץ גַּם־אֶת־בְּנֵי אֱלֹהִים הַמְפֻזָּרִים וְהָיוּ לְאֶחָד52 και ουχι μονον υπερ του εθνους, αλλα και δια να συναξη εις εν τα τεκνα του Θεου τα διεσκορπισμενα.
53 וַיִּוָּעֲצוּ יַחְדָּו לַהֲמִיתוֹ מֵהַיּוֹם הַהוּא וָהָלְאָה53 Απ' εκεινης λοιπον της ημερας συνεβουλευθησαν, δια να θανατωσωσιν αυτον.
54 עַל־כֵּן לֹא־הִתְהַלֵּךְ יֵשׁוּעַ עוֹד בְּתוֹךְ הַיְּהוּדִים בַּגָּלוּי כִּי אִם־סָר מִשָּׁם לָאָרֶץ הַקְּרוֹבָה אֶל־הַמִּדְבָּר אֶל־עִיר אֶפְרַיִם וַיָּגָר־שָׁם עִם־תַּלְמִידָיו54 Οθεν ο Ιησους δεν περιεπατει πλεον παρρησια μεταξυ των Ιουδαιων, αλλ' ανεχωρησεν εκειθεν εις τον τοπον πλησιον της ερημου, εις πολιν λεγομενην Εφραιμ, και εκει διετριβε μετα των μαθητων αυτου.
55 וַיִּקְרְבוּ יְמֵי הַפֶּסַח לַיְּהוּדִים וְעַם־רַב עָלוּ מִן־הָאָרֶץ יְרוּשָׁלַיְמָה לִפְנֵי הַפֶּסַח לְמַעַן יִטֶּהָרוּ55 Επλησιαζε δε το πασχα των Ιουδαιων, και πολλοι ανεβησαν εκ του τοπου εκεινου εις Ιεροσολυμα προ του πασχα, δια να καθαρισωσιν εαυτους.
56 וַיְבַקְשׁוּ אֶת־יֵשׁוּעַ וּבְעָמְדָם בְּבֵית הַמִּקְדָּשׁ נִדְבְּרוּ לֵאמֹר מַה־תַּחְשְׁבוּ הֲכִי לֹא־יָבוֹא אֶל־הֶחָג56 Εζητουν λοιπον τον Ιησουν και ελεγον προς αλληλους ισταμενοι εν τω ιερω? Τι σας φαινεται οτι δεν θελει ελθει εις την εορτην;
57 וְהַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַפְּרוּשִׁים גָּזְרוּ גְזֵרָה אֲשֶׁר אִם־יֵדַע אִישׁ אֶת־מְקוֹמוֹ יוֹדִיעֶנּוּ לְמַעַן יִתְפְּשֻׂהוּ57 Ειχον δε δωσει προσταγην και οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι, εαν τις μαθη που ειναι, να μηνυση, δια να πιασωσιν αυτον.