Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Lettera agli Efesini - מכתב לאפסים 20


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי הַיּוֹם וְהוּא מְלַמֵּד אֶת־הָעָם בַּמִּקְדָּשׁ וּמְבַשֵּׂר וַיִּגְּשׁוּ הַכֹּהֲנִים וְהַסּוֹפְרִים עִם־הַזְּקֵנִים1 Και εν μια των ημερων εκεινων, ενω αυτος εδιδασκε τον λαον εν τω ιερω, και ευηγγελιζετο, ηλθον εξαιφνης οι αρχιερεις και οι γραμματεις μετα των πρεσβυτερων
2 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אֱמָר־נָא לָנוּ בְּאֵיזוֹ רְשׁוּת אַתָּה עֹשֶׂה אֶת־אֵלֶּה אוֹ מִי הוּא הַנֹּתֵן לְךָ אֶת־הָרְשׁוּת הַזֹּאת2 και ειπον προς αυτον, λεγοντες? Ειπε προς ημας εν ποια εξουσια πραττεις ταυτα, η τις ειναι οστις σοι εδωκε την εξουσιαν ταυτην;
3 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אַף־אֲנִי אֶשְׁאָלְכֶם דָּבָר וְאִמְרוּ לִי3 Αποκριθεις δε ειπε προς αυτους? Θελω σας ερωτησει και εγω ενα λογον, και ειπατε μοι?
4 טְבִילַת יוֹחָנָן הֲמִן־הַשָּׁמַיִם הָיָתָה אִם־מִבְּנֵי אָדָם4 το βαπτισμα του Ιωαννου εξ ουρανου ητο η εξ ανθρωπων;
5 וַיַּחְשְׁבוּ בְלִבָּם לֵאמֹר אִם־נֹאמַר מִן־הַשָּׁמַיִם וְאָמַר לָמָּה זֶּה לֹא הֶאֱמַנְתֶּם לוֹ5 Οι δε εσυλλογισθησαν καθ' εαυτους λεγοντες, οτι Εαν ειπωμεν, Εξ ουρανου, θελει ειπει, Δια τι λοιπον δεν επιστευσατε εις αυτον;
6 וְאִם־נֹאמַר מִבְּנֵי אָדָם וּסְקָלֻנוּ כָּל־הָעָם בְּעָמְדָם עַל־דַּעְתָּם כִּי יוֹחָנָן נָבִיא הָיָה6 Εαν δε ειπωμεν, Εξ ανθρωπων, πας ο λαος θελει μας λιθοβολησει? επειδη ειναι πεπεισμενοι οτι ο Ιωαννης ειναι προφητης.
7 וַיַּעֲנוּ לֹא יָדַעְנוּ מֵאָיִן7 Και απεκριθησαν οτι δεν εξευρουσι ποθεν ητο.
8 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ אֲלֵיהֶם גַּם־אֲנִי לֹא אֹמַר לָכֶם בְּאֵיזוֹ רְשׁוּת אֲנִי עֹשֶׂה אֵלֶּה8 Και ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ουδε εγω σας λεγω εν ποια εξουσια πραττω ταυτα.
9 וַיָּחֶל לְדַבֵּר אֶל־הָעָם אֶת־הַמָּשָׁל הַזֶּה אִישׁ אֶחָד נָטַע כֶּרֶם וַיִּתֵּן אֹתוֹ אֶל־כֹּרְמִים וַיֵּלֶךְ בְּדֶרֶךְ מֵרָחוֹק לְיָמִים רַבִּים9 Ηρχισε δε να λεγη προς τον λαον την παραβολην ταυτην? Ανθρωπος τις εφυτευσεν αμπελωνα, και εμισθωσεν αυτον εις γεωργους, και απεδημησε πολυν καιρον.
10 וְלַמּוֹעֵד שָׁלַח עֶבֶד אֶל־הַכֹּרְמִים לָתֶת־לוֹ מִפְּרִי הַכָּרֶם וְהַכֹּרְמִים הִכֻּהוּ וַיְשַׁלְּחֻהוּ רֵיקָם10 Και εν τω καιρω των καρπων απεστειλε προς τους γεωργους δουλον δια να δωσωσιν εις αυτον απο του καρπου του αμπελωνος? οι γεωργοι ομως δειραντες αυτον εξαπεστειλαν κενον?
11 וַיֹּסֶף שְׁלֹחַ עֶבֶד אַחֵר וַיַּכּוּ גַם־אֹתוֹ וַיְחָרְפֻהוּ וַיְשַׁלְּחֻהוּ רֵיקָם11 Και παλιν επεμψεν αλλον δουλον. Πλην αυτοι δειραντες και εκεινον και ατιμασαντες εξαπεστειλαν κενον.
12 וַיֹּסֶף לִשְׁלֹחַ שְׁלִישִׁי וְגַם־אֹתוֹ פָצְעוּ וַיְגָרְשֻׁהוּ וַיִּדְחָפֻהוּ חוּצָה12 Και παλιν επεμψε τριτον. Αλλ' εκεινοι και τουτον πληγωσαντες απεδιωξαν.
13 וַיֹּאמֶר בַּעַל־הַכֶּרֶם מָה־אֶעֱשֶׂה אֶשְׁלְחָה אֶת־בְּנִי אֶת־יְדִידִי כִּרְאוֹתָם אוֹתוֹ אוּלַי יָגוּרוּ מִפָּנָיו13 Ειπε δε ο κυριος του αμπελωνος? Τι να καμω; ας πεμψω τον υιον μου τον αγαπητον? ισως ιδοντες τουτον θελουσιν εντραπει.
14 וְכִרְאוֹת אֹתוֹ הַכֹּרְמִים נוֹעֲצוּ יַחְדָּו לֵאמֹר זֶה הוּא הַיּוֹרֵשׁ לְכוּ וְנַהַרְגֵהוּ וּתְהִי־לָנוּ הַיְרֻשָּׁה14 Πλην ιδοντες αυτον οι γεωργοι, διελογιζοντο καθ' εαυτους λεγοντες? Ουτος ειναι ο κληρονομος? ελθετε ας φονευσωμεν αυτον, δια να γεινη ημων η κληρονομια.
15 וַיְגָרְשׁוּ אוֹתוֹ אֶל־מִחוּץ לַכֶּרֶם וַיַּהַרְגֻהוּ וְעַתָּה מַה־יַּעֲשֶׂה לָהֶם בַּעַל־הַכָּרֶם15 Και εκβαλοντες αυτον εξω του αμπελωνος, εφονευσαν? Τι λοιπον θελει καμει εις αυτους ο κυριος του αμπελωνος;
16 יָבוֹא וִיאַבֵּד אֶת־הַכֹּרְמִים הָאֵלֶּה וְיִתֵּן אֶת־הַכֶּרֶם לַאֲחֵרִים וַיְהִי כְּשָׁמְעָם וַיֹּאמְרוּ חָלִילָה מִהְיוֹת כָּזֹאת16 Θελει ελθει και απολεσει τους γεωργους τουτους, και θελει δωσει τον αμπελωνα εις αλλους. Ακουσαντες δε ειπον? Μη γενοιτο.
17 וַיַּבֶּט־בָּם וַיֹּאמַר וּמָה הוּא זֶה הַכָּתוּב אֶבֶן מָאֲסוּ הַבּוֹנִים הָיְתָה לְרֹאשׁ פִּנָּה17 Ο δε εμβλεψας εις αυτους ειπε? Τι λοιπον ειναι τουτο το γεγραμμενον, Ο λιθος, τον οποιον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες, ουτος εγεινε κεφαλη γωνιας;
18 כֹּל הַנֹּפֵל עַל־הָאֶבֶן הַהִיא יִשָּׁבֵר וְאֵת אֲשֶׁר תִּפֹּל עָלָיו תִּשְׁחָקֵהוּ18 Πας οστις πεση επι τον λιθον εκεινον θελει συντριφθη? εις οντινα δε επιπεση, θελει κατασυντριψει αυτον.
19 וַיְבַקְשׁוּ הַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַסּוֹפְרִים לִשְׁלֹחַ־בּוֹ אֶת־יָדָם בָּעֵת הַהִיא וַיִּירְאוּ מִפְּנֵי הָעָם כִּי יָדְעוּ אֲשֶׁר עֲלֵיהֶם דִּבֶּר אֶת־הַמָּשָׁל הַזֶּה19 Και εζητησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις να βαλωσιν επ' αυτον τας χειρας εν αυτη τη ωρα, πλην εφοβηθησαν τον λαον? διοτι ηνοησαν οτι προς αυτους ειπε την παραβολην ταυτην.
20 וַיֶּאֶרְבוּ־לוֹ וַיִּשְׁלְחוּ מְאָרְבִים וְהֵם נִדְמוּ כְצַדִּיקִים לְמַעַן יִלְכְּדוּ אוֹתוֹ בְּדָבָר לְהַסְגִּירוֹ אֶל־הַמַּלְכוּת וְאֶל־יַד הַנְּצִיב20 Και παραφυλαξαντες απεστειλαν ενεδρευτας, υποκρινομενους οτι ειναι δικαιοι, επι σκοπω να πιασωσιν αυτον απο λογου, δια να παραδωσωσιν αυτον εις την αρχην και εις την εξουσιαν του ηγεμονος.
21 וַיִּשְׁאָלֻהוּ לֵאמֹר רַבִּי יָדַעְנוּ כִּי נְכוֹנָה תְּדַבֵּר וּתְלַמֵּד וְלֹא־תִשָּׂא פָנִים כִּי בֶאֱמֶת מוֹרֶה אַתָּה אֶת־דֶּרֶךְ אֱלֹהִים21 Και ηρωτησαν αυτον λεγοντες? Διδασκαλε, εξευρομεν οτι ορθως ομιλεις και διδασκεις και δεν βλεπεις εις προσωπον, αλλ' επ' αληθειας την οδον του Θεου διδασκεις?
22 הֲמֻתָּר לָנוּ לָתֶת־מַס אֶל־הַקֵּיסָר אִם־לֹא22 ειναι συγκεχωρημενον εις ημας να δωσωμεν φορον εις τον Καισαρα η ουχι;
23 וַיַּכֵּר אֶת־נִכְלֵיהֶם וַיֹּאמֶר לָהֶם23 Εννοησας δε την πανουργιαν αυτων, ειπε προς αυτους? Τι με πειραζετε;
24 מַה־תְּנַסּוּנִי הַרְאוּנִי דִּינָר שֶׁל־מִי הַדְּמוּת וְהַכָּתוּב אֲשֶׁר עָלָיו וַיַּעֲנוּ וַיֹּאמְרוּ שֶׁל־הַקֵּיסָר24 δειξατε μοι δηναριον? τινος εικονα εχει και επιγραφην; Και αποκριθεντες ειπον? Του Καισαρος.
25 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לָכֵן תְּנוּ לַקֵּיסַר אֶת־אֲשֶׁר לַקֵּיסָר וְלֵאלֹהִים אֶת־אֲשֶׁר לֵאלֹהִים25 Ο δε ειπε προς αυτους? Αποδοτε λοιπον τα του Καισαρος εις τον Καισαρα και τα του Θεου εις τον Θεον.
26 וְלֹא יָכְלוּ לְלָכְדוֹ בְדָבָר לִפְנֵי הָעָם וַיִּתְמְהוּ עַל־מַעֲנֵהוּ וַיַּחֲרִישׁוּ26 Και δεν ηδυνηθησαν να πιασωσιν αυτον απο λογου εμπροσθεν του λαου, και θαυμασαντες δια την αποκρισιν αυτου εσιωπησαν.
27 וַיִּקְרְבוּ אֲנָשִׁים מִן־הַצַּדּוּקִים הַכֹּפְרִים בִּתְחִיַּת הַמֵּתִים וַיִּשְׁאָלֻהוּ לֵאמֹר27 Προσελθοντες δε τινες των Σαδδουκαιων, οιτινες αρνουνται οτι ειναι αναστασις, ηρωτησαν αυτον,
28 מוֹרֶה משֶׁה כָּתַב לָנוּ כִּי יָמוּת אָח בַּעַל אִשָּׁה וּבָנִים אֵין־לוֹ וְלָקַח אָחִיו אֶת־אִשְׁתּוֹ וְהֵקִים זֶרַע לְאָחִיו28 λεγοντες? Διδασκαλε, ο Μωυσης μας εγραψεν? Εαν τινος ο αδελφος αποθανη εχων γυναικα, και ουτος αποθανη ατεκνος, να λαβη ο αδελφος αυτου την γυναικα και να εξαναστηση σπερμα εις τον αδελφον αυτου.
29 וְהִנֵּה הָיוּ שִׁבְעָה אַחִים וְהָרִאשׁוֹן לָקַח אִשָּׁה וַיָּמָת בְּלֹא־בָנִים29 Ησαν λοιπον επτα αδελφοι? και ο πρωτος λαβων γυναικα, απεθανεν ατεκνος?
30 וַיִּקַּח אֹתָהּ הַשֵּׁנִי וַיָּמָת גַּם־הוּא בְּלֹא־בָנִים30 και ελαβεν ο δευτερος την γυναικα, και ουτος απεθανεν ατεκνος?
31 וַיִּקַּח אֹתָהּ הַשְּׁלִישִׁי וְכָכָה עָשֹוּ אַף־הַשִּׁבְעָה וְלֹא־הִנִּיחוּ בָנִים וַיָּמוּתוּ31 και ο τριτος ελαβεν αυτην? ωσαυτως δε και οι επτα? και δεν αφηκαν τεκνα, και απεθανον.
32 וּבָאַחֲרוֹנָה מֵתָה גַם־הָאִשָּׁה32 Υστερον δε παντων απεθανε και η γυνη.
33 וְהִנֵּה בִּתְחִיַּת הַמֵּתִים לְמִי מֵהֶם תִּהְיֶה לְאִשָּׁה כִּי־הָיְתָה אִשָּׁה לַשִּׁבְעָה33 Εν τη αναστασει λοιπον τινος αυτων γινεται γυνη; διοτι και οι επτα ελαβον αυτην γυναικα.
34 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם בְּנֵי הָעוֹלָם הַזֶּה יִשְׂאוּ נָשִׁים וְתִנָּשֶׂאנָה34 Και ο Ιησους αποκριθεις ειπε προς αυτους? οι υιοι του αιωνος τουτου νυμφευουσι και νυμφευονται?
35 וְהַזֹּכִים לִנְחֹל אֶת־הָעוֹלָם הַבָּא וְאֵת תְּחִיַּת הַמֵּתִים לֹא־יִשְׂאוּ נָשִׁים וְלֹא תִנָּשֶׂאנָה35 οι δε καταξιωθεντες να απολαυσωσιν εκεινον τον αιωνα και την εκ νεκρων αναστασιν ουτε νυμφευουσιν ουτε νυμφευονται?
36 כִּי לֹא־יוּכְלוּ עוֹד לָמוּת כִּי שָׁוִים הֵם לַמַּלְאָכִים וּבְנֵי אֱלֹהִים הֵמָּה בִּהְיוֹתָם בְּנֵי הַתְּקוּמָה36 διοτι ουτε να αποθανωσι πλεον δυνανται? επειδη ειναι ισαγγελοι και ειναι υιοι του Θεου, οντες υιοι της αναστασεως.
37 וְגַם־משֶׁה רָמַז בַּסְּנֶה כִּי יָקוּמוּ הַמֵּתִים בְּקָרְאוֹ אֶת־יְהוָֹה אֱלֹהֵי אַבְרָהָם אֱלֹהֵי יִצְחָק וֵאלֹהֵי יַעֲקֹב37 Οτι δε εγειρονται οι νεκροι, και ο Μωυσης εφανερωσεν επι της βατου, οτε λεγει Κυριον τον Θεον του Αβρααμ και τον Θεον του Ισαακ και τον Θεον του Ιακωβ.
38 וְהָאֱלֹהִים אֵינֶנּוּ אֱלֹהֵי הַמֵּתִים כִּי אִם־אֱלֹהֵי הַחַיִּים כִּי כֻלָּם חַיִּים לוֹ38 Ο δε Θεος δεν ειναι νεκρων, αλλα ζωντων? διοτι παντες ζωσι εν αυτω.
39 וַיַּעֲנוּ מִן־הַסּוֹפְרִים רַבִּי יָפֶה דִבַּרְתָּ39 Αποκριθεντες δε τινες των γραμματεων ειπον? Διδασκαλε, καλως ειπας.
40 וְלֹא־עָרְבוּ עוֹד אֶת־לִבָּם לִשְׁאֹל אוֹתוֹ דָּבָר40 Και δεν ετολμων πλεον να ερωτωσιν αυτον ουδεν.
41 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אֵיךְ יֹאמְרוּ עַל־הַמָּשִׁיחַ כִּי הוּא בֶּן־דָּוִד41 Ειπε δε προς αυτους? Πως λεγουσι τον Χριστον οτι ειναι υιος του Δαβιδ;
42 וְהוּא־דָוִד אָמַר בְּסֵפֶר תְּהִלִּים נְאֻם־יְהוָֹה לַאדֹנִי שֵׁב לִימִינִי42 Και αυτος ο Δαβιδ λεγει εν τη βιβλω των ψαλμων? Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, καθου εκ δεξιων μου,
43 עַד־אָשִׁית אֹיְבֶיךָ הֲדֹם לְרַגְלֶיךָ43 εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου.
44 הִנֵּה דָּוִד קֹרֵא לוֹ אָדוֹן וְאֵיךְ הוּא בְנוֹ44 Ο Δαβιδ λοιπον ονομαζει αυτον Κυριον? και πως ειναι υιος αυτου;
45 וַיֹּאמֶר אֶל־תַּלְמִידָיו בְּאָזְנֵי כָּל־הָעָם45 Και ενω ηκουε πας ο λαος, ειπε προς τους μαθητας αυτου?
46 הִזָּהֲרוּ מִן־הַסּוֹפְרִים הַחֲפֵצִים לְהִתְהַלֵּךְ עֲטוּפֵי טַלִּית וְאֹהֲבִים אֶת־שֶׁאֱלוֹת שְׁלוֹמָם בַּשְּׁוָקִים וְאֶת־מוֹשְׁבֵי הָרֹאשׁ בְּבָתֵּי הַכְּנֵסִיּוֹת וְאֶת־הֲסִבּוֹת הָרֹאשׁ בַּסְּעוּדוֹת46 Προσεχετε απο των γραμματεων, οιτινες θελουσι να περιπατωσιν εστολισμενοι και αγαπωσιν ασπασμους εν ταις αγοραις και πρωτοκαθεδριας εν ταις συναγωγαις και τους πρωτους τοπους εν τοις δειπνοις,
47 הַבֹּלְעִים אֶת־בָּתֵּי הָאַלְמָנוֹת וּמַאֲרִיכִים תְּפִלָּתָם לְמַרְאֵה עֵינָיִם הֵמָּה מִשְׁפָּט עַל־יֶתֶר יִקָּחוּ47 οιτινες κατατρωγουσι τας οικιας των χηρων, και τουτο επι προφασει οτι καμνουσι μακρας προσευχας? ουτοι θελουσι λαβει μεγαλητεραν καταδικην.