Psalms 40
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Gen
Exod
Lev
Num
Deut
Josh
Judg
Ruth
1 Sam
2 Sam
1 Kgs
2 Kgs
1 Chr
2 Chr
Ezra
Neh
Tob
Jdt
Esth
1 Macc
2 Macc
Job
Ps
Prov
Eccl
Cant
Wis
Sir
Isa
Jer
Lam
Bar
Ezek
Dan
Hos
Joel
Amos
Obad
Jon
Mic
Nah
Hab
Zeph
Hag
Zech
Mal
Matt
Mark
Luke
John
Acts
Rom
1 Cor
2 Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Titus
Phlm
Heb
Jas
1 Pet
2 Pet
1 John
2 John
3 John
Jude
Rev
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
CATHOLIC PUBLIC DOMAIN | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Unto the end. A Psalm of David himself. | 1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Περιεμεινα εν υπομονη τον Κυριον, και εκλινε προς εμε και ηκουσε της κραυγης μου? |
2 Blessed is he who shows understanding toward the needy and the poor. The Lord will deliver him in the evil day. | 2 και με ανεβιβασεν εκ λακκου ταλαιπωριας, εκ βορβορωδους πηλου, και εστησεν επι πετραν τους ποδας μου, εστερεωσε τα βηματα μου? |
3 May the Lord preserve him and give him life, and make him blessed upon the earth. And may he not hand him over to the will of his adversaries. | 3 και εβαλεν εν τω στοματι μου ασμα νεον, υμνον εις τον Θεον ημων? θελουσιν ιδει πολλοι και θελουσι φοβηθη και θελουσιν ελπισει επι Κυριον. |
4 May the Lord bring him help on his bed of sorrow. In his infirmity, you have changed his entire covering. | 4 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εθεσε τον Κυριον ελπιδα αυτου και δεν αποβλεπει εις τους υπερηφανους και εις τους κλινοντας επι ψευδη. |
5 I said, “O Lord, be merciful to me. Heal my soul, because I have sinned against you.” | 5 Πολλα εκαμες συ, Κυριε ο Θεος μου, τα θαυμασια σου? και τους περι ημων διαλογισμους σου δεν ειναι δυνατον να εκθεση τις εις σε? εαν ηθελον να απαγγελλω και να ομιλω περι αυτων, υπερβαινουσι παντα αριθμον. |
6 My enemies have spoken evils against me. When will he die and his name perish? | 6 Θυσιαν και προσφοραν δεν ηθελησας? διηνοιξας εν εμοι ωτα? ολοκαυτωμα και προσφοραν περι αμαρτιας δεν εζητησας. |
7 And when he came in to see me, he was speaking emptiness. His heart gathered iniquity to itself. He went outside, and he was speaking in the same way. | 7 Τοτε ειπα, Ιδου, ερχομαι? εν τω τομω του βιβλιου ειναι γεγραμμενον περι εμου? |
8 All my enemies were whispering against me. They were thinking up evils against me. | 8 χαιρω, Θεε μου, να εκτελω το θελημα σου? και ο νομος σου ειναι εν τω μεσω της καρδιας μου. |
9 They established an unjust word against me. Will he that sleeps no longer rise again? | 9 Εκηρυξα δικαιοσυνην εν συναξει μεγαλη? ιδου, δεν εμποδισα τα χειλη μου, Κυριε, συ εξευρεις. |
10 For even the man of my peace, in whom I hoped, who ate my bread, has greatly supplanted me. | 10 Την δικαιοσυνην σου δεν εκρυψα εντος της καρδιας μου? την αληθειαν σου και την σωτηριαν σου ανηγγειλα? δεν εκρυψα το ελεος σου και την αληθειαν σου απο συναξεως μεγαλης. |
11 But you, O Lord, have mercy on me, and raise me up again. And I will requite them. | 11 Συ, Κυριε, μη απομακρυνης τους οικτιρμους σου απ' εμου? το ελεος σου και η αληθεια σου ας με περιφρουρωσι διαπαντος. |
12 By this, I knew that you preferred me: because my adversary will not rejoice over me. | 12 Διοτι με περιεκυκλωσαν αναριθμητα κακα? με κατεφθασαν αι ανομιαι μου, και δεν δυναμαι να θεωρω αυτας? επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου? και η καρδια μου με εγκαταλειπει. |
13 But you have sustained me, because of my innocence, and you have confirmed me in your sight in eternity. | 13 Ευδοκησον, Κυριε, να με ελευθερωσης Κυριε, ταχυνον εις βοηθειαν μου. |
14 Blessed is the Lord God of Israel, for all generations and even forever. Amen. Amen. | 14 Ας αισχυνθωσι και ας εκτραπωσιν ομου οι ζητουντες την ψυχην μου, δια να απολεσωσιν αυτην? ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου. |
15 Ας εξολοθρευθωσι δια μισθον της αισχυνης αυτων οι λεγοντες προς εμε, ευγε, ευγε. | |
16 Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε? οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Κυριος. | |
17 Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης? αλλ' ο Κυριος φροντιζει περι εμου? η βοηθεια μου και ο ελευθερωτης μου συ εισαι? Θεε μου, μη βραδυνης. |