Psalmi 102
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Gen
Ex
Lv
Nm
Deut
Ios
Iudc
Ruth
1 Re
2 Re
3 Re
4 Re
1 Par
2 Par
Esd
Neh
Tob
Iudt
Esth
1 Mach
2 Mach
Iob
Ps
Prov
Eccle
Cant
Sap
Eccli
Isa
Ier
Lam
Bar
Ez
Dan
Os
Ioel
Am
Abd
Ion
Mi
Nah
Hab
Soph
Agg
Zach
Mal
Mt
Mc
Lc
Io
Act
Rom
1Cor
2Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Tit
Philem
Hebr
Iac
1 Pt
2 Pt
1 Io
2 Io
3 Io
Iud
Apoc
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Preces afflicti, qui defessus angorem suum ante Dominum profundit. | 1 Προσευχη του τεθλιμμενου, οταν αδημονη, και εκχεη το παραπονον αυτου ενωπιον του Κυριου.>> Κυριε, εισακουσον της προσευχης μου, και η κραυγη μου ας ελθη προς σε. |
2 Domine, exaudi orationem meam, et clamor meus ad te veniat. | 2 Μη κρυψης το προσωπον σου απ' εμου? καθ' ην ημεραν θλιβομαι, κλινον προς εμε το ωτιον σου? καθ' ην ημεραν σε επικαλουμαι, ταχεως επακουε μου. |
3 Non abscondas faciem tuam a me; in quacumque die tribulor, inclina ad me aurem tuam. In quacumque die invocavero te, velociter exaudi me. | 3 Διοτι εξελιπον ως καπνος αι ημεραι μου, και τα οστα μου ως φρυγανον κατεξηρανθησαν. |
4 Quia defecerunt sicut fumus dies mei, et ossa mea sicut cremium aruerunt. | 4 Επληγωθη η καρδια μου και εξηρανθη ως χορτος, ωστε ελησμονησα να τρωγω τον αρτον μου. |
5 Percussum est ut fenum et aruit cor meum, etenim oblitus sum comedere panem meum. | 5 Απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθησαν τα οστα μου εις το δερμα μου. |
6 A voce gemitus mei adhaesit os meum carni meae. | 6 Κατεσταθην ομοιος του ερημικου πελεκανος? εγεινα ως νυκτοκοραξ εν ταις ερημοις. |
7 Similis factus sum pellicano solitudinis, factus sum sicut nycticorax in ruinis. | 7 Αγρυπνω και ειμαι ως στρουθιον μοναζον επι δωματος. |
8 Vigilavi et factus sum sicut passer solitarius in tecto. | 8 Ολην την ημεραν με ονειδιζουσιν οι εχθροι μου? οι μαινομενοι ομνυουσι κατ' εμου. |
9 Tota die exprobrabant mihi inimici mei, exardescentes in me per me iurabant. | 9 Διοτι εφαγον στακτην ως αρτον και συνεκερασα με δακρυα το ποτον μου, |
10 Quia cinerem tamquam panem manducabam et potum meum cum fletu miscebam, | 10 Εξ αιτιας της οργης σου και της αγανακτησεως σου? διοτι σηκωσας με ερριψας κατω. |
11 a facie irae et increpationis tuae, quia elevans allisisti me. | 11 Αι ημεραι μου παρερχονται ως σκια, και εγω εξηρανθην ως χορτος. |
12 Dies mei sicut umbra declinaverunt, et ego sicut fenum arui. | 12 Συ δε, Κυριε, εις τον αιωνα διαμενεις, και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν. |
13 Tu autem, Domine, in aeternum permanes, et memoriale tuum in generationem et generationem. | 13 Συ θελεις σηκωθη, θελεις σπλαγχνισθη την Σιων? διοτι ειναι καιρος να ελεησης αυτην, διοτι ο διωρισμενος καιρος εφθασεν. |
14 Tu exsurgens misereberis Sion, quia tempus miserendi eius, quia venit tempus, | 14 Επειδη οι δουλοι σου αρεσκονται εις τους λιθους αυτης και σπλαγχνιζονται το χωμα αυτης. |
15 quoniam placuerunt servis tuis lapides eius, et pulveris eius miserentur. | 15 Τοτε τα εθνη θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου, και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου. |
16 Et timebunt gentes nomen tuum, Domine, et omnes reges terrae gloriam tuam, | 16 Οταν ο Κυριος οικοδομηση την Σιων θελει φανη εν τη δοξα αυτου. |
17 quia aedificavit Dominus Sion et apparuit in gloria sua. | 17 Θελει επιβλεψει επι την προσευχην των εγκαταλελειμμενων και δεν θελει καταφρονησει την δεησιν αυτων. |
18 Respexit in orationem inopum et non sprevit precem eorum. | 18 Τουτο θελει γραφθη δια την γενεαν την επερχομενην? και ο λαος, οστις θελει δημιουργηθη, θελει αινει τον Κυριον. |
19 Scribantur haec pro generatione altera, et populus, qui creabitur, laudabit Dominum. | 19 Διοτι εκυψεν εκ του υψους του αγιαστηριου αυτου, εξ ουρανου επεβλεψεν ο Κυριος επι την γην, |
20 Quia prospexit de excelso sanctuario suo, Dominus de caelo in terram aspexit, | 20 δια να ακουση τον στεναγμον των δεσμιων, δια να λυση τους καταδεδικασμενους εις θανατον? |
21 ut audiret gemitus compeditorum, ut solveret filios mortis; | 21 δια να κηρυττωσιν εν Σιων το ονομα του Κυριου και την αινεσιν αυτου εν Ιερουσαλημ, |
22 ut annuntient in Sion nomen Domini et laudem eius in Ierusalem, | 22 οταν συναχθωσιν ομου οι λαοι και αι βασιλειαι, δια να δουλευσωσι τον Κυριον. |
23 cum congregati fuerint populi in unum et regna, ut serviant Domino. | 23 Ηδυνατισεν εν τη οδω την ισχυν μου? συνετεμε τας ημερας μου. |
24 Humiliavit in via virtutem meam, abbreviavit dies meos. Dicam: “ Deus meus, | 24 Εγω ειπα, μη με αρπασης, Θεε μου, εν τω ημισει των ημερων μου? τα ετη σου ειναι εις γενεας γενεων. |
25 ne auferas me in dimidio dierum meorum; in generationem et generationem sunt anni tui. | 25 Κατ' αρχας συ, Κυριε, την γην εθεμελιωσας, και εργα των χειρων σου ειναι οι ουρανοι. |
26 Initio terram fundasti; et opera manuum tuarum sunt caeli. | 26 Αυτοι θελουσιν απολεσθη, συ δε διαμενεις? και παντες ως ιματιον θελουσι παλαιωθη? ως περιενδυμα θελεις τυλιξει αυτους, και θελουσιν αλλαχθη? |
27 Ipsi peribunt, tu autem permanes; et omnes sicut vestimentum veterascent, et sicut opertorium mutabis eos, et mutabuntur. | 27 συ ομως εισαι ο αυτος, και τα ετη σου δεν θελουσιν εκλειψει. |
28 Tu autem idem ipse es, et anni tui non deficient. | 28 Οι υιοι των δουλων σου θελουσι κατοικει, και το σπερμα αυτων θελει διαμενει ενωπιον σου. |
29 Filii servorum tuorum habitabunt, et semen eorum in conspectu tuo firmabitur ”. |