Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - Giosuè - Joshua 2


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και απεστειλεν ιησους υιος ναυη εκ σαττιν δυο νεανισκους κατασκοπευσαι λεγων αναβητε και ιδετε την γην και την ιεριχω και πορευθεντες εισηλθοσαν οι δυο νεανισκοι εις ιεριχω και εισηλθοσαν εις οικιαν γυναικος πορνης η ονομα ρααβ και κατελυσαν εκει1 Erre Józsue, Nún fia, elküldött titokban két kémet Sittímből és azt mondta nekik: »Menjetek és vegyétek szemügyre a földet és Jerikó városát.« – Azok el is mentek és betértek egy erkölcstelen nő házába, akit Ráhábnak hívtak és megpihentek nála. –
2 και απηγγελη τω βασιλει ιεριχω λεγοντες εισπεπορευνται ωδε ανδρες των υιων ισραηλ κατασκοπευσαι την γην2 Jerikó királyának azonban jelentették: »Izrael fiai közül való emberek jöttek ide az éjjel, hogy kikémleljék a földet.«
3 και απεστειλεν ο βασιλευς ιεριχω και ειπεν προς ρααβ λεγων εξαγαγε τους ανδρας τους εισπεπορευμενους εις την οικιαν σου την νυκτα κατασκοπευσαι γαρ την γην ηκασιν3 Elküldött erre Jerikó királya Ráhábhoz, és azt üzente: »Add ki azokat az embereket, akik hozzád jöttek és házadba tértek, mert kémek, s azért jöttek, hogy szemügyre vegyék ezt az egész földet.«
4 και λαβουσα η γυνη τους ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπεν αυτοις λεγουσα εισεληλυθασιν προς με οι ανδρες4 Fogta erre a nő az embereket, elrejtette őket és azt mondta: »Megvallom, hozzám jöttek, de nem tudtam, honnan valók.
5 ως δε η πυλη εκλειετο εν τω σκοτει και οι ανδρες εξηλθον ουκ επισταμαι που πεπορευνται καταδιωξατε οπισω αυτων ει καταλημψεσθε αυτους5 Amikor azonban a sötétség beálltakor bezárták a kaput, ki is mentek. Nem tudom, hova mentek, de vegyétek gyorsan üldözőbe, s még eléritek őket.«
6 αυτη δε ανεβιβασεν αυτους επι το δωμα και εκρυψεν αυτους εν τη λινοκαλαμη τη εστοιβασμενη αυτη επι του δωματος6 Ő pedig felvitte az embereket háza tetejére, s letakarta az ott levő lenszárral.
7 και οι ανδρες κατεδιωξαν οπισω αυτων οδον την επι του ιορδανου επι τας διαβασεις και η πυλη εκλεισθη και εγενετο ως εξηλθοσαν οι διωκοντες οπισω αυτων7 A kiküldöttek el is kezdték üldözni őket a Jordán átkelője felé vivő úton. Mihelyt kimentek, rögtön bezárták a kaput utánuk.
8 και αυτοι δε πριν η κοιμηθηναι αυτους και αυτη ανεβη επι το δωμα προς αυτους8 Az elrejtőzött emberek még el sem aludtak, amikor a nő felment hozzájuk és így szólt:
9 και ειπεν προς αυτους επισταμαι οτι δεδωκεν υμιν κυριος την γην επιπεπτωκεν γαρ ο φοβος υμων εφ' ημας9 »Tudom, hogy az Úr nektek adta ezt a földet, mert megszállt minket a tőletek való félelem és elcsüggedt ennek a földnek valamennyi lakosa.
10 ακηκοαμεν γαρ οτι κατεξηρανεν κυριος ο θεος την ερυθραν θαλασσαν απο προσωπου υμων οτε εξεπορευεσθε εκ γης αιγυπτου και οσα εποιησεν τοις δυσι βασιλευσιν των αμορραιων οι ησαν περαν του ιορδανου τω σηων και ωγ ους εξωλεθρευσατε αυτους10 Hallottuk, hogy az Úr kiszárította előttetek a Vörös-tenger vizét, amikor kijöttetek Egyiptomból, s hogy mit tettetek az amoritáknak azzal a két királyával, akik a Jordánon túl voltak, Szihonnal és Óggal, akiket megöltetek.
11 και ακουσαντες ημεις εξεστημεν τη καρδια ημων και ουκ εστη ετι πνευμα εν ουδενι ημων απο προσωπου υμων οτι κυριος ο θεος υμων θεος εν ουρανω ανω και επι της γης κατω11 Amikor ezt hallottuk, félni kezdtünk, s elcsüggedt a szívünk, s nem maradt bennünk bátorság arra, hogy bejöveteletek idején szembeszálljunk veletek, hiszen az Úr, a ti Istenetek Isten fenn az égben, és lenn a földön.
12 και νυν ομοσατε μοι κυριον τον θεον οτι ποιω υμιν ελεος και ποιησετε και υμεις ελεος εν τω οικω του πατρος μου12 Most azért esküdjetek meg nekem az Úrra, hogy amint én irgalmasságot cselekedtem veletek, úgy ti is azt tesztek majd apám házával, és biztos jelét adjátok nekem,
13 και ζωγρησετε τον οικον του πατρος μου και την μητερα μου και τους αδελφους μου και παντα τον οικον μου και παντα οσα εστιν αυτοις και εξελεισθε την ψυχην μου εκ θανατου13 hogy életben hagyjátok apámat és anyámat, fivéreimet és nővéreimet s mindenüket és megmentitek életünket a haláltól.«
14 και ειπαν αυτη οι ανδρες η ψυχη ημων ανθ' υμων εις θανατον και αυτη ειπεν ως αν παραδω κυριος υμιν την πολιν ποιησετε εις εμε ελεος και αληθειαν14 Ők azt felelték neki: »Életünkkel kezeskedünk értetek, hogyha el nem árulsz minket, s ha majd az Úr nekünk adja ezt a földet, irgalmasságot és hűséget fogunk cselekedni veled.«
15 και κατεχαλασεν αυτους δια της θυριδος15 Erre ő kötélen lebocsátotta őket az ablakon – háza ugyanis a város falában volt –
16 και ειπεν αυτοις εις την ορεινην απελθετε μη συναντησωσιν υμιν οι καταδιωκοντες και κρυβησεσθε εκει τρεις ημερας εως αν αποστρεψωσιν οι καταδιωκοντες οπισω υμων και μετα ταυτα απελευσεσθε εις την οδον υμων16 és azt mondta nekik: »A hegység felé tartsatok, hogy ne találkozzanak veletek visszatérő üldözőitek, s ott rejtőzködjetek három napig, míg ők vissza nem érkeznek; akkor aztán menjetek utatokra.«
17 και ειπαν οι ανδρες προς αυτην αθωοι εσμεν τω ορκω σου τουτω17 Ők pedig azt mondták neki: »Kifogástalanul megtartjuk ezt az esküt, mellyel megeskettél minket,
18 ιδου ημεις εισπορευομεθα εις μερος της πολεως και θησεις το σημειον το σπαρτιον το κοκκινον τουτο εκδησεις εις την θυριδα δι' ης κατεβιβασας ημας δι' αυτης τον δε πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και παντα τον οικον του πατρος σου συναξεις προς σεαυτην εις την οικιαν σου18 ha, amikor mi bevonulunk erre a földre, ezt a karmazsin színű zsinórt jelként alkalmazod, s rákötöd arra az ablakra, amelyen lebocsátottál minket, apádat, anyádat, testvéreidet s minden rokonságodat pedig a házadba gyűjtöd.
19 και εσται πας ος αν εξελθη την θυραν της οικιας σου εξω ενοχος εαυτω εσται ημεις δε αθωοι τω ορκω σου τουτω και οσοι εαν γενωνται μετα σου εν τη οικια σου ημεις ενοχοι εσομεθα19 Aki házad ajtaján kijön, annak a vére az ő fején lesz, s azért minket felelősség nem terhel. Mindazoknak a vére azonban, akik veled benn lesznek a házban, a mi fejünkre száll, ha valaki érinti őket.
20 εαν δε τις ημας αδικηση η και αποκαλυψη τους λογους ημων τουτους εσομεθα αθωοι τω ορκω σου τουτω20 De ha elárulsz minket és ezt a megállapodást nyilvánosságra hozod, akkor mentesek leszünk ettől az eskütől, mellyel megeskettél minket.«
21 και ειπεν αυτοις κατα το ρημα υμων ουτως εστω και εξαπεστειλεν αυτους21 Ő erre azt felelte: »Úgy legyen, ahogy mondtátok.« Azzal útjukra bocsátotta őket, a karmazsin színű fonalat pedig rákötötte az ablakra.
22 και επορευθησαν και ηλθοσαν εις την ορεινην και κατεμειναν εκει τρεις ημερας και εξεζητησαν οι καταδιωκοντες πασας τας οδους και ουχ ευροσαν22 Ők elmentek és eljutottak a hegységbe, s ott maradtak három napig, míg vissza nem tértek az üldözők. Ezek ugyanis keresték őket az egész úton, de nem akadtak rájuk,
23 και υπεστρεψαν οι δυο νεανισκοι και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν προς ιησουν υιον ναυη και διηγησαντο αυτω παντα τα συμβεβηκοτα αυτοις23 s azért visszamentek a városba. Erre a kémek megfordultak és lejöttek a hegyről, s miután átkeltek a Jordánon, eljutottak Józsuéhoz, Nún fiához és elbeszéltek neki mindent, ami velük történt
24 και ειπαν προς ιησουν οτι παρεδωκεν κυριος πασαν την γην εν χειρι ημων και κατεπτηκεν πας ο κατοικων την γην εκεινην αφ' ημων24 és azt mondták: »Kezünkbe adta az Úr ezt az egész földet: a félelem leterítette valamennyi lakosát.«