Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΔΑΝΙΗΛ - Daniele - Daniel 6


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και αρταξερξης ο των μηδων παρελαβε την βασιλειαν και δαρειος πληρης των ημερων και ενδοξος εν γηρει1 Akkor a méd Dáriusz foglalta el az országot, hatvankét esztendős korában.
2 και κατεστησε σατραπας εκατον εικοσι επτα επι πασης της βασιλειας αυτου2 Úgy tetszett Dáriusznak, hogy országa fölé, egész birodalmában elosztva százhúsz szatrapát állítson;
3 και επ' αυτων ανδρας τρεις ηγουμενους αυτων και δανιηλ εις ην των τριων ανδρων3 azok fölé pedig három főnököt, akik közül az egyik Dániel volt, hogy a szatrapák nekik adjanak számot, és a királynak ne legyen annyi gondja.
4 υπερ παντας εχων εξουσιαν εν τη βασιλεια και δανιηλ ην ενδεδυμενος πορφυραν και μεγας και ενδοξος εναντι δαρειου του βασιλεως καθοτι ην ενδοξος και επιστημων και συνετος και πνευμα αγιον εν αυτω και ευοδουμενος εν ταις πραγματειαις του βασιλεως αις επρασσε τοτε ο βασιλευς εβουλευσατο καταστησαι τον δανιηλ επι πασης της βασιλειας αυτου και τους δυο ανδρας ους κατεστησε μετ' αυτου και σατραπας εκατον εικοσι επτα4 Dániel azonban kiválóbb volt valamennyi főnöknél és szatrapánál, mert Isten lelke nagyobb mértékben volt meg benne.
5 οτε δε εβουλευσατο ο βασιλευς καταστησαι τον δανιηλ επι πασης της βασιλειας αυτου τοτε βουλην και γνωμην εβουλευσαντο εν εαυτοις οι δυο νεανισκοι προς αλληλους λεγοντες επει ουδεμιαν αμαρτιαν ουδε αγνοιαν ηυρισκον κατα του δανιηλ περι ης κατηγορησουσιν αυτου προς τον βασιλεα5 Mivel a király őt egész országa fölé szándékozott állítani, azért a főnökök és a szatrapák arra törekedtek, hogy valami kifogást találjanak Dániel ellen a király szolgálatában, de semmi kifogást vagy gyanús dolgot sem tudtak találni, mert hűséges volt, és semmiféle bűnt vagy gyanús dolgot sem lehetett találni benne.
6 και ειπαν δευτε στησωμεν ορισμον καθ' εαυτων οτι πας ανθρωπος ουκ αξιωσει αξιωμα και ου μη ευξηται ευχην απο παντος θεου εως ημερων τριακοντα αλλ' η παρα δαρειου του βασιλεως ει δε μη αποθανειται ινα ηττησωσι τον δανιηλ εναντιον του βασιλεως και ριφη εις τον λακκον των λεοντων ηδεισαν γαρ οτι δανιηλ προσευχεται και δειται κυριου του θεου αυτου τρις της ημερας6 Azért ezt mondták azok a férfiak: »Nem találunk ez ellen a Dániel ellen semmi kifogást sem, hacsak nem az ő Istenének törvényében.«
7 τοτε προσηλθοσαν οι ανθρωποι εκεινοι και ειπαν εναντιον του βασιλεως7 Akkor a főnökök és a szatrapák a királyhoz futottak és azt mondták neki: »Dáriusz király, örökké élj!
8 ορισμον και στασιν εστησαμεν οτι πας ανθρωπος ος αν ευξηται ευχην η αξιωση αξιωμα τι παρα παντος θεου εως ημερων τριακοντα αλλ' η παρα δαρειου του βασιλεως ριφησεται εις τον λακκον των λεοντων8 Országodnak összes főnöke, hivatalnoka, szatrapája, tanácsosa és bírája megállapodtak, hogy királyi rendeletet és határozatot kell kibocsátani, hogy mindenki, aki harminc napon belül valamely kéréssel bármely más istenhez vagy emberhez fordul, mint hozzád, király, azt vessék az oroszlánok vermébe.
9 και ηξιωσαν τον βασιλεα ινα στηση τον ορισμον και μη αλλοιωση αυτον διοτι ηδεισαν οτι δανιηλ προσευχεται και δειται τρις της ημερας ινα ηττηθη δια του βασιλεως και ριφη εις τον λακκον των λεοντων9 Most azért király, erősítsd meg ezt a határozatot és add ki írásban a rendeletet, hogy a médek és a perzsák törvénye következtében megváltoztatni ne lehessen, és senki meg ne szeghesse.«
10 και ουτως ο βασιλευς δαρειος εστησε και εκυρωσεν10 Dáriusz király ki is adta és kibocsátotta a rendeletet.
11 επιγνους δε δανιηλ τον ορισμον ον εστησε κατ' αυτου θυριδας ηνοιξεν εν τω υπερωω αυτου κατεναντι ιερουσαλημ και επιπτεν επι προσωπον αυτου τρις της ημερας καθως εποιει εμπροσθεν και εδειτο11 Noha Dániel ezt tudta – azt tudniillik, hogy a rendeletet kibocsátották –, bement a házába, és felső termének Jeruzsálem felé nyitott ablakánál naponként háromszor térdre borult és imádkozott, s magasztalta Istenét, úgy, amint azelőtt is tenni szokta.
12 και αυτοι ετηρησαν τον δανιηλ και κατελαβοσαν αυτον ευχομενον τρις της ημερας καθ' εκαστην ημεραν12 Így azok az emberek, akik fürkészve lesték, rá is találtak Dánielre, amint imádkozott és Istenéhez könyörgött.
13 τοτε ουτοι οι ανθρωποι ενετυχον τω βασιλει και ειπαν δαρειε βασιλευ ουχ ορισμον ωρισω ινα πας ανθρωπος μη ευξηται ευχην μηδε αξιωση αξιωμα παρα παντος θεου εως ημερων τριακοντα αλλα παρα σου βασιλευ ει δε μη ριφησεται εις τον λακκον των λεοντων αποκριθεις δε ο βασιλευς ειπεν αυτοις ακριβης ο λογος και μενει ο ορισμος [13α] και ειπον αυτω ορκιζομεν σε τοις μηδων και περσων δογμασιν ινα μη αλλοιωσης το προσταγμα μηδε θαυμασης προσωπον και ινα μη ελαττωσης τι των ειρημενων και κολασης τον ανθρωπον ος ουκ ενεμεινε τω ορισμω τουτω και ειπεν ουτως ποιησω καθως λεγετε και εστηκε μοι τουτο13 Erre elmentek, és kérdést intéztek a királyhoz a parancs felől: »Király! Vajon nem rendelted-e el, hogy mindenkit, aki harminc napon belül valamely más istenhez vagy emberhez fordul kéréssel, mint hozzád, király, azt vessék az oroszlánok vermébe?« Azt felelte nekik a király: »Úgy van a dolog, a médek és a perzsák megszeghetetlen törvénye szerint.«
14 και ειπαν ιδου ευρομεν δανιηλ τον φιλον σου ευχομενον και δεομενον του προσωπου του θεου αυτου τρις της ημερας14 Ekkor ők feleltek, és azt mondták a királynak: »A Júda fogoly fiai közül való Dániel nem törődik törvényeddel és a határozattal, amit kiadtál, hanem naponként háromszor elimádkozza a maga imádságát.«
15 και λυπουμενος ο βασιλευς ειπεν ριφηναι τον δανιηλ εις τον λακκον των λεοντων κατα τον ορισμον ον εστησε κατ' αυτου τοτε ο βασιλευς σφοδρα ελυπηθη επι τω δανιηλ και εβοηθει του εξελεσθαι αυτον εως δυσμων ηλιου απο των χειρων των σατραπων15 Mikor a király ezt meghallotta, nagyon elszomorodott, és Dániel mellé állt, hogy őt megszabadítsa, s egészen napnyugtáig azon fáradozott, hogy megmentse.
16 και ουκ ηδυνατο εξελεσθαι αυτον απ' αυτων16 Ám azok a férfiak megértették a királyt és azt mondták neki: »Tudd meg, király, hogy a médek és a perzsák törvénye szerint semmiféle határozatot, amelyet a király kiad, megváltoztatni nem szabad.«
17 αναβοησας δε δαρειος ο βασιλευς ειπε τω δανιηλ ο θεος σου ω συ λατρευεις ενδελεχως τρις της ημερας αυτος εξελειται σε εκ χειρος των λεοντων εως πρωι θαρρει17 Erre a király kiadta a parancsot, és Dánielt előhozták, és az oroszlánok vermébe vetették. Azt mondta akkor a király Dánielnek: »A te Istened, akit te mindenkor tisztelsz, szabadítson meg téged!«
18 τοτε δανιηλ ερριφη εις τον λακκον των λεοντων και ηνεχθη λιθος και ετεθη εις το στομα του λακκου και εσφραγισατο ο βασιλευς εν τω δακτυλιω εαυτου και εν τοις δακτυλιοις των μεγιστανων αυτου οπως μη απ' αυτων αρθη ο δανιηλ η ο βασιλευς αυτον ανασπαση εκ του λακκου18 Aztán hoztak egy követ, rátették a verem szájára, s a király lepecsételte gyűrűjével és főembereinek gyűrűjével, hogy semmi se történjék Dániel ellen.
19 τοτε υπεστρεψεν ο βασιλευς εις τα βασιλεια αυτου και ηυλισθη νηστις και ην λυπουμενος περι του δανιηλ τοτε ο θεος του δανιηλ προνοιαν ποιουμενος αυτου απεκλεισε τα στοματα των λεοντων και ου παρηνωχλησαν τω δανιηλ19 A király aztán hazament, és étkezés nélkül nyugalomra tért. Nem is hordták fel elé az étkeket, de még az álom is elkerülte őt.
20 και ο βασιλευς δαρειος ωρθρισε πρωι και παρελαβε μεθ' εαυτου τους σατραπας και πορευθεις εστη επι του στοματος του λακκου των λεοντων20 Hajnalhasadtával aztán felkelt a király, és sietve az oroszlánok verméhez ment.
21 τοτε ο βασιλευς εκαλεσε τον δανιηλ φωνη μεγαλη μετα κλαυθμου λεγων ω δανιηλ ει αρα ζης και ο θεος σου ω λατρευεις ενδελεχως σεσωκε σε απο των λεοντων και ουκ ηχρειωκαν σε21 Mikor a verem közeléhez ért, síró hangon hívta Dánielt és szólította őt: »Dániel, az élő Isten szolgája, vajon a te Istened, akinek te mindenkor szolgálsz, meg tudott-e téged szabadítani az oroszlánoktól?«
22 τοτε δανιηλ επηκουσε φωνη μεγαλη και ειπεν βασιλευ ετι ειμι ζων22 Azt felelte erre Dániel a királynak: »Király, örökké élj!
23 και σεσωκε με ο θεος απο των λεοντων καθοτι δικαιοσυνη εν εμοι ευρεθη εναντιον αυτου και εναντιον δε σου βασιλευ ουτε αγνοια ουτε αμαρτια ευρεθη εν εμοι συ δε ηκουσας ανθρωπων πλανωντων βασιλεις και ερριψας με εις τον λακκον των λεοντων εις απωλειαν23 Az én Istenem elküldte angyalát és bezárta az oroszlánok száját, és ezek nem ártottak nekem, mert ő igaznak talált engem; de ellened sem követtem el bűnt, király!«
24 τοτε συνηχθησαν πασαι αι δυναμεις και ειδον τον δανιηλ ως ου παρηνωχλησαν αυτω οι λεοντες24 Igen megörült ennek a király, és megparancsolta, hogy húzzák ki Dánielt a veremből. Ki is húzták Dánielt a veremből, és semmi sérülést sem találtak rajta, mert bízott az ő Istenében.
25 τοτε οι δυο ανθρωποι εκεινοι οι καταμαρτυρησαντες του δανιηλ αυτοι και αι γυναικες αυτων και τα τεκνα αυτων ερριφησαν τοις λεουσι και οι λεοντες απεκτειναν αυτους και εθλασαν τα οστα αυτων25 A király parancsára azonban elővezették azokat a férfiakat, akik Dánielt bevádolták, és őket magukat vetették az oroszlánok vermébe, valamint fiaikat és feleségeiket. Még le sem értek a verem fenekére, s az oroszlánok máris megragadták őket, és összetörték minden csontjukat.
26 τοτε δαρειος εγραψε πασι τοις εθνεσι και χωραις και γλωσσαις τοις οικουσιν εν παση τη γη αυτου λεγων26 Ekkor Dáriusz király írt minden népnek, törzsnek és nyelvnek, amely bárhol a földön lakik: »Békességtek bőségben legyen!
27 παντες οι ανθρωποι οι οντες εν τη βασιλεια μου εστωσαν προσκυνουντες και λατρευοντες τω θεω του δανιηλ αυτος γαρ εστι θεος μενων και ζων εις γενεας γενεων εως του αιωνος27 Elrendeltem, hogy egész birodalmamban és országomban rettegjék és féljék Dániel Istenét, Mert ő az élő Isten, és örökké az marad; az Ő országának nem lesz vége, és hatalma örökké tart.
28 εγω δαρειος εσομαι αυτω προσκυνων και δουλευων πασας τας ημερας μου τα γαρ ειδωλα τα χειροποιητα ου δυνανται σωσαι ως ελυτρωσατο ο θεος του δανιηλ τον δανιηλ28 Ő megment és megszabadít, jeleket és csodákat művel az égen és a földön; Ő, aki megszabadította Dánielt az oroszlánok verméből.«
29 και ο βασιλευς δαρειος προσετεθη προς το γενος αυτου και δανιηλ κατεσταθη επι της βασιλειας δαρειου και κυρος ο περσης παρελαβε την βασιλειαν αυτου29 Dánielnek ettől fogva jó sorsa volt Dáriusz uralkodása alatt és a perzsa Círusz uralkodása alatt.