Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 9


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ανεκραγεν εις τα ωτα μου φωνη μεγαλη λεγων ηγγικεν η εκδικησις της πολεως και εκαστος ειχεν τα σκευη της εξολεθρευσεως εν χειρι αυτου1 És hallottam, amint nagy hanggal kiáltotta: »Elérkezett a város bűnhődése! Mindenki tartsa kezében öldöklő fegyverét!«
2 και ιδου εξ ανδρες ηρχοντο απο της οδου της πυλης της υψηλης της βλεπουσης προς βορραν και εκαστου πελυξ εν τη χειρι αυτου και εις ανηρ εν μεσω αυτων ενδεδυκως ποδηρη και ζωνη σαπφειρου επι της οσφυος αυτου και εισηλθοσαν και εστησαν εχομενοι του θυσιαστηριου του χαλκου2 És íme, hat férfi jött az úton az észak felé néző felső kapu felől; mindegyikük kezében pusztító eszköz volt. Az egyik férfi közülük gyolcsba volt öltözve, és írószer volt az oldalán. Beléptek és megálltak az ércoltárnál.
3 και δοξα θεου του ισραηλ ανεβη απο των χερουβιν η ουσα επ' αυτων εις το αιθριον του οικου και εκαλεσεν τον ανδρα τον ενδεδυκοτα τον ποδηρη ος ειχεν επι της οσφυος αυτου την ζωνην3 Ekkor Izrael Urának dicsősége elszállt a kerubról, amely felett volt, a ház küszöbéhez, és hívta a gyolcsba öltözött férfit, akinek írószer volt az oldalán.
4 και ειπεν προς αυτον διελθε μεσην την ιερουσαλημ και δος το σημειον επι τα μετωπα των ανδρων των καταστεναζοντων και των κατωδυνωμενων επι πασαις ταις ανομιαις ταις γινομεναις εν μεσω αυτης4 Azt mondta neki az Úr: »Járd be Jeruzsálem városát és jelöld meg tau-betűvel a férfiak homlokát, akik siránkoznak és bánkódnak mindazon utálatosság miatt, ami benne történik!«
5 και τουτοις ειπεν ακουοντος μου πορευεσθε οπισω αυτου εις την πολιν και κοπτετε και μη φειδεσθε τοις οφθαλμοις υμων και μη ελεησητε5 És hallottam, amint azt mondta nekik: »Menjetek keresztül a városon, kövessétek őt és öldököljetek; szemetek ne irgalmazzon, ne könyörüljetek;
6 πρεσβυτερον και νεανισκον και παρθενον και νηπια και γυναικας αποκτεινατε εις εξαλειψιν επι δε παντας εφ' ους εστιν το σημειον μη εγγισητε και απο των αγιων μου αρξασθε και ηρξαντο απο των ανδρων των πρεσβυτερων οι ησαν εσω εν τω οικω6 öreget és ifjút, szüzet, kisdedet és asszonyt öljetek meg irgalmatlanul, de senkit se öljetek meg, akin tau-t láttok. A szentélyemnél kezdjétek!« Megkezdték tehát az idős férfiakon, akik a ház előtt voltak.
7 και ειπεν προς αυτους μιανατε τον οικον και πλησατε τας οδους νεκρων εκπορευομενοι και κοπτετε7 Azt mondta nekik: »Rajta! Fertőzzétek meg a házat és töltsétek meg megöltekkel az udvarokat!« Azok kimentek és megölték a város lakóit.
8 και εγενετο εν τω κοπτειν αυτους και πιπτω επι προσωπον μου και ανεβοησα και ειπα οιμμοι κυριε εξαλειφεις συ τους καταλοιπους του ισραηλ εν τω εκχεαι σε τον θυμον σου επι ιερουσαλημ8 Mikor aztán véget ért az öldöklés, csak én maradtam meg. Erre arcra borultam és hangosan kiáltottam: »Jaj, Úr Isten! Hát megsemmisíted-e Izrael minden maradékát, amikor kiöntöd haragodat Jeruzsálemre?«
9 και ειπεν προς με αδικια του οικου ισραηλ και ιουδα μεμεγαλυνται σφοδρα σφοδρα οτι επλησθη η γη λαων πολλων και η πολις επλησθη αδικιας και ακαθαρσιας οτι ειπαν εγκαταλελοιπεν κυριος την γην ουκ εφορα ο κυριος9 Ő azt felelte nekem: »Igen nagy Izrael és Júda házának gonoszsága; az ország tele van vérrel, s a város tele van pártütéssel, mert így beszélnek: ‘Az Úr elhagyta az országot!’ és: ‘Nem lát az Úr!’
10 και ου φεισεται μου ο οφθαλμος ουδε μη ελεησω τας οδους αυτων εις κεφαλας αυτων δεδωκα10 Tehát az én szemem sem irgalmaz és én sem könyörülök; útjuk terhét fejükre térítem vissza!«
11 και ιδου ο ανηρ ο ενδεδυκως τον ποδηρη και εζωσμενος τη ζωνη την οσφυν αυτου και απεκρινατο λεγων πεποιηκα καθως ενετειλω μοι11 Akkor íme, a gyolcsba öltözött férfi, akinek írószer volt az oldalán, azt mondta: »Úgy tettem, amint megparancsoltad nekem.«