1 πως εκαθισεν μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων εγενηθη ως χηρα πεπληθυμμενη εν εθνεσιν αρχουσα εν χωραις εγενηθη εις φορον | 1 Milyen magányosan ül a város, amely tele volt néppel! Olyan lett, mint az özvegy, pedig nagy volt a nemzetek között, úrnő a tartományok között, mégis robotmunkássá lett! |
2 κλαιουσα εκλαυσεν εν νυκτι και τα δακρυα αυτης επι των σιαγονων αυτης και ουχ υπαρχει ο παρακαλων αυτην απο παντων των αγαπωντων αυτην παντες οι φιλουντες αυτην ηθετησαν εν αυτη εγενοντο αυτη εις εχθρους | 2 Sírva sír az éjszakában, és könnye csorog az arcán. Nincs senki, aki vigasztalja azok közül, akik szerették. Barátai mind cserbenhagyták, ellenségeivé lettek. |
3 μετωκισθη η ιουδαια απο ταπεινωσεως αυτης και απο πληθους δουλειας αυτης εκαθισεν εν εθνεσιν ουχ ευρεν αναπαυσιν παντες οι καταδιωκοντες αυτην κατελαβον αυτην ανα μεσον των θλιβοντων | 3 Fogságba ment Júda a nyomorúságból és a nagy szolgaságból. A nemzetek között lakik, de nem talált nyugalmat. Üldözői mind utolérték a szorongattatások közepette. |
4 οδοι σιων πενθουσιν παρα το μη ειναι ερχομενους εν εορτη πασαι αι πυλαι αυτης ηφανισμεναι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν αι παρθενοι αυτης αγομεναι και αυτη πικραινομενη εν εαυτη | 4 Sion útjai gyászolnak, mert nincs, aki ünnepre jönne. Kapui mind elpusztultak, papjai sóhajtoznak. Szüzei szomorúak, és ő is csupa keserűség. |
5 εγενοντο οι θλιβοντες αυτην εις κεφαλην και οι εχθροι αυτης ευθηνουσαν οτι κυριος εταπεινωσεν αυτην επι το πληθος των ασεβειων αυτης τα νηπια αυτης επορευθησαν εν αιχμαλωσια κατα προσωπον θλιβοντος | 5 Ellenségei fölékerekedtek, ellenfelei gondtalanul élnek; mert az Úr szomorította meg őt sok vétke miatt. Gyermekei fogságba mentek az ellenség előtt. |
6 και εξηλθεν εκ θυγατρος σιων πασα η ευπρεπεια αυτης εγενοντο οι αρχοντες αυτης ως κριοι ουχ ευρισκοντες νομην και επορευοντο εν ουκ ισχυι κατα προσωπον διωκοντος | 6 Eltávozott Sion leányától minden ékessége. Olyanok lettek fejedelmei, mint a szarvasok, amelyek nem találtak legelőt, és erőtlenül mentek az üldöző előtt. |
7 εμνησθη ιερουσαλημ ημερων ταπεινωσεως αυτης και απωσμων αυτης παντα τα επιθυμηματα αυτης οσα ην εξ ημερων αρχαιων εν τω πεσειν τον λαον αυτης εις χειρας θλιβοντος και ουκ ην ο βοηθων αυτη ιδοντες οι εχθροι αυτης εγελασαν επι μετοικεσια αυτης | 7 Visszaemlékezett Jeruzsálem nyomorúságának s hontalanságának napjaiban minden drágaságára, mely övé volt az ősidő napjaitól. De amikor népe ellenség kezébe esett, és nem volt segítője, látták őt ellenségei, és nevettek pusztulásán. |
8 αμαρτιαν ημαρτεν ιερουσαλημ δια τουτο εις σαλον εγενετο παντες οι δοξαζοντες αυτην εταπεινωσαν αυτην ειδον γαρ την ασχημοσυνην αυτης και γε αυτη στεναζουσα και απεστραφη οπισω | 8 Vétket követett el Jeruzsálem, ezért tisztátalanná lett. Tisztelői mind megvetették, mert látták szégyenét. Ő is sóhajtozott, és háttal fordult. |
9 ακαθαρσια αυτης προς ποδων αυτης ουκ εμνησθη εσχατα αυτης και κατεβιβασεν υπερογκα ουκ εστιν ο παρακαλων αυτην ιδε κυριε την ταπεινωσιν μου οτι εμεγαλυνθη εχθρος | 9 Szennyes a ruhája szegélye, nem gondolt rá, mi lesz a vége. Szörnyű mélyre süllyedt, nincs, aki megvigasztalja. »Lásd, Uram, nyomorúságomat, mert nagyra tört az ellenség!« |
10 χειρα αυτου εξεπετασεν θλιβων επι παντα τα επιθυμηματα αυτης ειδεν γαρ εθνη εισελθοντα εις το αγιασμα αυτης α ενετειλω μη εισελθειν αυτα εις εκκλησιαν σου | 10 Ellenség nyújtotta ki kezét minden drágasága felé. Bizony, látta a nemzeteket, amint beléptek szentélyébe, akikről azt parancsoltad, hogy ne lépjenek be gyülekezetedbe. |
11 πας ο λαος αυτης καταστεναζοντες ζητουντες αρτον εδωκαν τα επιθυμηματα αυτης εν βρωσει του επιστρεψαι ψυχην ιδε κυριε και επιβλεψον οτι εγενηθην ητιμωμενη | 11 Egész népe sóhajtozik, kenyér után kutatnak; odaadták drágaságaikat eledelért, hogy feléledjenek. »Lásd, Uram, és tekints ide, milyen megvetett lettem! |
12 ου προς υμας παντες οι παραπορευομενοι οδον επιστρεψατε και ιδετε ει εστιν αλγος κατα το αλγος μου ο εγενηθη φθεγξαμενος εν εμοι εταπεινωσεν με κυριος εν ημερα οργης θυμου αυτου | 12 Ó, ti mindnyájan, akik az úton jártok, tekintsetek ide, és lássátok: van-e oly fájdalom, mint az én fájdalmam, amelyet nekem okoztak? Mert megszomorított az Úr izzó haragja napján. |
13 εξ υψους αυτου απεστειλεν πυρ εν τοις οστεοις μου κατηγαγεν αυτο διεπετασεν δικτυον τοις ποσιν μου απεστρεψεν με εις τα οπισω εδωκεν με ηφανισμενην ολην την ημεραν οδυνωμενην | 13 A magasból tüzet küldött, és csontjaimba bocsátotta. Hálót feszített ki lábam elé, hátravetett engem. Elhagyatottá tett, beteggé egész nap. |
14 εγρηγορηθη επι τα ασεβηματα μου εν χερσιν μου συνεπλακησαν ανεβησαν επι τον τραχηλον μου ησθενησεν η ισχυς μου οτι εδωκεν κυριος εν χερσιν μου οδυνας ου δυνησομαι στηναι | 14 Felkötözte vétkeim igáját, melyek összefonódnak kezében, és nyakamra települtek; megtántorította erőmet. Azok kezébe adott az Úr, akikkel szemben nem tudok megállni. |
15 εξηρεν παντας τους ισχυρους μου ο κυριος εκ μεσου μου εκαλεσεν επ' εμε καιρον του συντριψαι εκλεκτους μου ληνον επατησεν κυριος παρθενω θυγατρι ιουδα επι τουτοις εγω κλαιω | 15 Elvetette az Úr összes hősömet, akik bennem voltak. Gyűlést hívott egybe ellenem, hogy összetörje ifjaimat. Sajtóban taposta össze az Úr Júda szűz leányát. |
16 ο οφθαλμος μου κατηγαγεν υδωρ οτι εμακρυνθη απ' εμου ο παρακαλων με ο επιστρεφων ψυχην μου εγενοντο οι υιοι μου ηφανισμενοι οτι εκραταιωθη ο εχθρος | 16 Ezért sírok én, szemem könnyet hullat, mert távol van tőlem a vigasztaló, aki feléleszthetne engem. Fiaim elpusztultak, mert diadalmaskodott az ellenség.« |
17 διεπετασεν σιων χειρας αυτης ουκ εστιν ο παρακαλων αυτην ενετειλατο κυριος τω ιακωβ κυκλω αυτου οι θλιβοντες αυτον εγενηθη ιερουσαλημ εις αποκαθημενην ανα μεσον αυτων | 17 Sion kitárta kezét, nincs, aki megvigasztalja. Odarendelte az Úr Jákob ellen körös-körül ellenségeit. Tisztátalanná lett közöttük Jeruzsálem. |
18 δικαιος εστιν κυριος οτι το στομα αυτου παρεπικρανα ακουσατε δη παντες οι λαοι και ιδετε το αλγος μου παρθενοι μου και νεανισκοι μου επορευθησαν εν αιχμαλωσια | 18 »Igazságos az Úr, mert parancsa ellen lázadoztam. Halljátok hát mind, ti népek, és lássátok fájdalmamat! Szűzeim és ifjaim fogságba mentek. |
19 εκαλεσα τους εραστας μου αυτοι δε παρελογισαντο με οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εν τη πολει εξελιπον οτι εζητησαν βρωσιν αυτοις ινα επιστρεψωσιν ψυχας αυτων και ουχ ευρον | 19 Hívtam barátaimat, de ők cserbenhagytak. Papjaim és véneim a városban pusztultak el, amikor élelmet kerestek maguknak, hogy feléledjenek. |
20 ιδε κυριε οτι θλιβομαι η κοιλια μου εταραχθη και η καρδια μου εστραφη εν εμοι οτι παραπικραινουσα παρεπικρανα εξωθεν ητεκνωσεν με μαχαιρα ωσπερ θανατος εν οικω | 20 Lásd, Uram, mekkora a nyomorúságom! Bensőm háborog, vergődik a szívem bennem, mert nagyon lázadoztam. Kívül kard foszt meg gyermekeimtől, belül pedig a halál. |
21 ακουσατε δη οτι στεναζω εγω ουκ εστιν ο παρακαλων με παντες οι εχθροι μου ηκουσαν τα κακα μου και εχαρησαν οτι συ εποιησας επηγαγες ημεραν εκαλεσας καιρον και εγενοντο ομοιοι εμοι | 21 Hallották, hogy sóhajtozom, nincs, aki megvigasztaljon. Ellenségeim mind hallották bajomat, örültek, mert te cselekedtél. Hozd el a napot, melyet meghirdettél, hadd legyenek olyanok, mint én! |
22 εισελθοι πασα η κακια αυτων κατα προσωπον σου και επιφυλλισον αυτοις ον τροπον εποιησαν επιφυλλιδα περι παντων των αμαρτηματων μου οτι πολλοι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου λυπειται | 22 Jusson színed elé minden gonoszságuk, és bánj velük úgy, ahogy velem bántál minden vétkem miatt! Mert sokat sóhajtozom, és a szívem beteg.« |